– Διηγείται το θαυμαστό περιστατικό ο Γέροντας Εμμανουήλ Γρηγοριάτης.
-Θυμᾶσθε, Γέροντα, νά μοῦ εἰπῆτε κάποιο θαῦμα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων;
-Ναί. ῎Ακουσε ἕνα πού συνέβη ἐπί τῶν ἡμερῶν μου. ῞Οταν ἐπῆρα αὐτό τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τά καλύμματα τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἦσαν ἐφθαρμένα. ῎Επρεπε νά τά ἀλλάξω. Τό θέμα ἦτο καί οἰκονομικό καί ἐπί πλέον δέν ἐγνώριζα κάποιον νά τά ράψει. Εὐτυχῶς θυμήθηκα μία γυναῖκα ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Μοῦ εἶχε ράψει καί παλαιότερα τρεῖς σειρές καλυμμάτων γιά τήν Μεγάλην ῾Εβδομάδα. Μέ τήν οἰκονομικήν βοήθεια εὐσεβῶν γυναικῶν, ἀγόρασε αὐτή ἡ γυναῖκα, Ἀμαλία τό ὄνομά της, τά καλύμματα καί τά ἔραψε. Ἀπό τήν ἐξαντλητική ὅμως ἐργασία τυφλώθηκε.
῞Οταν τήν συνήντησα σέ μία ἔξοδό μου στόν κόσμο, μοῦ εἶπε:
-Γέροντα, παρακάλεσε ἐσύ τούς ῾Αγίους ‘Αναργύρους, γιά τήν ἐκκλησία τῶν ὁποίων ἔρραψα τά καλύμματα, νά μέ θεραπεύσουν. Σέ εἴκοσι ἡμέρες, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ ἰατροί, θά χειρουργηθῷ, ἀλλά οἱ ἐλπίδες θεραπείας μου εἶναι ἐλάχιστες. Μά κι ἄν ἐπιτύχει ἡ ἐγχείρησις, θά βλέπω τούς ἀνθρώπους σάν μιά μαύρη σκιά.
Ἐγώ, συνέχισε ὁ Γέροντας, καί ἀπό ἀγάπη κινούμενος καί ἀπό ὑποχρέωση, ἔκανα εἰδικόν ἀγῶνα πρός τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. Κεράκια, κανδηλάκια, Παρακλήσεις καί παρακάλια, δέν συταματοῦσα διά πολλές ἡμέρες «῞Αγιοι Ἀνάργυροι, τούς ἔλεγα, λυπηθεῖτε αὐτή τήν ψυχούλα πού μᾶς ἔφτιαξε τά καλύμματα, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό σπίτι μας. Παναγία μου, καλή μου Παναγία, πές εἰς τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους νά κάνουν τό θαῦμα τους«. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μέ βαρέθηκαν οἱ ῞Αγιοι καί ἔκαμαν τό θαῦμα τους.
Μετά 15 ἡμέρες ἀπό τήν ἐγχείρησι, ἔλαβα γράμμα ἀπ᾿ αὐτήν τήν γυναῖκα, πού ἔγραφε τά ἑξῆς:
Σεβαστέ μου Γέροντα, μέ πολύ χαρά σᾶς γράφω, ὅτι ἦλθαν τήν παραμονή τῆς ἐγχειρήσεώς μου τό βράδυ καί οἱ 12 ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, στάθηκαν ὅλοι γύρω ἀπό τό κρεβάτι μου, καί μοῦ ἔκαναν οἱ ἴδιοι τήν ἐγχείρησι πού κράτησε ἐπί τρεῖς ὧρες. Ἐγώ ἤμουν σάν κοιμισμένη καί ἔβλεπα νοερά τίς σκιές τους γύρω ἀπό τό σῶμα μου. ῞Οταν ἐτελείωσαν τήν ἐγχείρησι, ἀποκαταστάθηκε τό φῶς μου, καί εἶμαι ὅπως πρῶτα.
Τό πρωϊ, ἦλθε μέ τό φορεῖο ὁ νοσοκόμος νά μέ μεταφέρῃ στό χειρουργεῖο. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν χρειάζεται, διότι μέ ἐθεράπευσαν θαυματουργικῶς οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι. Ἐκεῖνος, λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐκτελέσῃ τήν ἐντολήν τοῦ ἰατροῦ, ἦταν ἀνένδοτος. ῾Οπότε ἐπήγαμε μαζί στόν ἰατρό, στόν ὁποῖον εἶπα τά ἑξῆς:
«Κύριε ἰατρέ, ξέρετε ὅτι ἔχωμεν θρησκεία καί ἡ θρησκεία μας ἔχει ῾Αγίους πού κάνουν θαύματα; ῞Ενα τέτοιο θαῦμα ἔγινε καί σ᾿ ἐμένα χθές τό βράδυ. ῏Ηλθον οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐχειρούργησαν».
Τότε ὁ ἰατρός, ἀφοῦ διεπίστωσε τήν ὑγείαν τῶν ὀφθαλμῶν μου, μοῦ ἔδωσε ἐξιτήριο λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, πρόκειται περί θαύματος, δέν μπορῶ νά εἰπῷ τίποτε».
Από το βιβλίο: «ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ, 2005)πηγή