Ένα εξαιρετικό κείμενο φέρνει στην επικαιρότητα με ανάρτησή του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης FaceBook, ο Διονύσης Βίτσος, συγγραφέας, επιμελητής εκδοτικών σειρών, ερευνητής και εκδότης του “ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ”. Πρόκειται για κείμενο του Διονυσίου Ρώμα με τίτλο “400 χρόνια από το θάνατο του Αγίου Διονυσίου”. Σας το παραθέτουμε αυτούσιο.
«Αυτός ο “Άγιος“, π’ ανθίζει νύχτα μέρα στο στόμα κάθε «βέρου» Τζαντιώτη και ικανοποιεί όλες του τις μεταφυσικές ανάγκες —ξέχωρα από κείνη της βλαστήμιας — δεν ήτανε από μιας αρχής ο μεγάλος προστάτης του νησιού μας.
Το Τζάντε, ως τις αρχές του ΙΗ’ αιώνα, βρισκότανε κάτω από την αιγίδα τού Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Γι’ αυτό και μια ωραία γκραβούρα με την εικόνα του χρησίμευε σαν Ex Libris του Βιβλίου Αποφάσεων τού Συμβουλίου των Ευγενών της Μεγαλόπρεπης Κοινότητας.
Η …καθαίρεση του μεγάλου αυτού Αγίου της Χριστιανοσύνης έγινε μ’ απόφαση τού ίδιου αυτού Συμβούλιου, στα 1724.
Αντίτυπο της γκραβούρας αυτής, που φέρει την επιγραφή CLARA ZACYNTUS, βρισκότανε στην κατοχή του αλησμόνητου Λ.Χ. Ζώη και την δημοσίευσε στην (μετά το θάνατό του εκδοθείσα) «Ιστορία της νήσου Ζακύνθου».
Ο ΄Αγιος Διονύσιος γεννήθηκε γύρω στα 1546, γυιος βαρώνου φεουδάρχη, που πολέμησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου με δικιά του γαλέρα, του Νούκιου Σιγούρου, Σοπρακόμιτου Ζακύνθου στα 1573, Διοικητή Μάνης και όλης της μεσημβρινής Πελοποννήσου. Βαφτίστηκε με τ’ όνομα Γραδενίγος ή (ζακυνθινότερα) Δραγανίγος.
Παρ’ όλο τον πλούτο και την ισχύ τής φεουδαρχικής φαμελιας του, εγκατάλειψε τα εγκόσμια και καλογέρεψε νεώτατος στη Μονή Στροφάδων με τ’ όνομα Δανιήλ.
Σε ηλικία 22 χρόνων του παραχωρείται από την Μεγαλόπρεπη Κοινότητα (στις 18 Νοεμβρίου 1568 και μ’ επικύρωση της Γερουσίας από 27 Αύγούστου 1569) η μονή τής Αναφωνήτριας σαν jus patronatum ισόβιο.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Δανιήλ ξεκινάει να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Σταματάει όμως στην Αθήνα, όπου ο Μητροπολίτης Νικάνορας, Θαυμάζοντας την αρετή του, τον πείθει να δεχτεί την επισκοπική έδρα Αιγίνης. Χειροτονείται σαν Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, Ύδρας, Πόρου και Αγκιστριού με τ’ όνομα Διονύσιος.
Δεν κάθεται όμως πολύν καιρό στην Αίγινα, γιατί στα 1579 τον ξανασυναντάμε στη Ζάκυνθο, όπου ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ τον διορίζει Χωροεπίσκοπο. Ασκεί εκεί και τα καθήκοντα εφημέριου της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Μόλου.
Διορισμός όμως Επτανήσιου αρχιερέα από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε (σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα για την εκλογή αρχιερέα Κεφαλληνίας – Ζακύνθου) μίαν απαράδεκτη για τούς Βενετούς παρανομία. (Γενικά, όσο πράοι ήτανε οι Βενετσιάνοι στίς δοσοληψίες τους με τις επτανησιακές ορθόδοξες εκκλησιαστικές αρχές, τόσο αγριεύανε μόλις ακουγότανε τ’ όνομα του Φαναριώτη Πατριάρχη.
Στις διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία η Βενετία δικαίωνε συστηματικά την πρώτη. Καθετί όμως που είχε σχέση με τον Πατριάρχη της Πόλης ήταν γι’ αυτήν ό,τι και το κόκκινο πανί στο ταύρο.
Γι’ αυτό και μόλις διαμαρτυρηθήκανε οι Κεφαλλονίτες για τον «αυθαίρετο διορισμό» ο Δόγης τούς δικαιώνει. Ύστερα από λίγο όμως ο θρόνος Κεφαλληνίας – Ζακύνθου χηρεύει και ο Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης είναι πιά ένας από τους μνηστήρες του. Σύμφωνα με το νόμο η εκλογή γίνεται στην Κεφαλληνία και ο ΄Αγιος Διονύσιος καταψηφίζεται.
Με την ευκαιρία αυτή μπορούμε να δούμε και ποια ήτανε ή γνώμη των Βενετσιάνων για τον ορθόδοξο Ζακυνθινό Ιεράρχη.
Πραγματικά, ύστερα από διαμαρτυρία τής Μεγαλόπρεπης Κοινότητας Ζακύνθου για την ανάρμοστη προτίμηση του εικοσιπεντάχρονου Νεόφυτου Κολοκύθα στον κοινό αρχιερατικό θρόνο, ο Δόγης, με διάταγμα της 13 Δεκεμβρίου 1591, αλλάζει τη διαδικασία τής εκλογής.
Στην απόφασή του αυτή, που προκάλεσε την ακατάσχετη οργή του Κεφαλλονίτικου κλήρου και μια αλυσιδωτή αντίδραση πού καταλάγιασε ύστερα από πέντε τέταρτα του αιώνα συναντάμε τούτους τους χαρακτηρισμούς για το Γούμενο της Αναφωνήτρας:
«… μεταξύ των οποίων (υποψηφίων) συγκατελέγετο και ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κος Διονύσιος Σίγουρος, όστις εκτός της ευγένειάς αυτού είναι και αληθές κάτοπτρον αγαθότητος, ελεημοσύνης, ταπεινώσεως, ευσεβείας και ικανότητος… ».
Συγκεκριμένα στα 1718, ύστερα από αγώνες και προσφυγές στη Βενετία, που κράτησαν 127 χρόνια και διαταράξανε μόνιμα σχεδόν τις καλές σχέσεις ανάμεσα στα δυο νησιά.
Η συμφωνία, που υπογράφτηκε από τους Σύνδικους των Συμβουλίων Κεφαλληνίας Ζακύνθου μπροστά στον Ζακυνθινό συμβολαιογράφο Δ. Πυρρή, εξασφάλιζε στη Ζάκυνθο μια σχέση 1 προς 2 σχετικά με την καταγωγή του κοινού Αρχιεπίσκοπου. Ύστερα από δύο Κεφαλλονίτες έπρεπε αναγκαστικά ο κλήρος της Κεφαλληνίας να ψηφίζει έναν Ζακυνθινό.
Η συμφωνία αυτή, που τηρήθηκε πιστά ως τα 1824 (Αγγλοκρατία), οπότε απόκτησε και η Ζάκυνθος δικό της μητροπολιτικό θρόνο, υπογράφτηκε από τους Σύνδικους που την διαπραγματευτήκανε και τους νομικούς τους συμβούλους: Για τη Ζάκυνθο ο Κολονέλος Φραγκίσκος Ρώμας και ο Κόντε Μ. Μίστορης και για την Κεφαλληνία οι Ιωάννης Άννινος και Μαρίνος Πινιατώρος (βλ. Χιώτη, τόμ. 6ος, σελ. 144).
Χαρακτηριστική είναι η στάση του Δόγη, που αρχίζει τους επαίνους για τις αρετές του Αγίου μας από κείνην που τον εντυπωσιάζει περισσότερο: τη φεουδαρχική του καταγωγή.
’Ισως όμως ο θαυμασμός του αυτός να ξεκινάει από τη ρήση του Σωτήρα: «Εύκοπώτερον κάμηλον διά τριμαλιας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιος εις την βασιλείαν του Θεοΰ… » (Μάρκου, Ι΄ 25).
Αποσύρεται τότε ο Ιεράρχης στη Μονή του της Αναφωνήτρας, όπου, συμπληρώνοντας κάπου 75 χρόνια παραδειγματικού βίου «αποδημεί εις Κύριον» στις 17 του Δεκέμβρη 1622.
Το σκήνωμά του μεταφέρεται, κατά την επιθυμία που πάντοτε εξεδήλωνε, στα Στροφάδια, όπου τρία χρόνια αργότερα οι καλόγεροι ξεθάβοντας το βρίσκουν «ακέραιον, πλήρες χάριτος και ευωδίας».
Στά 1716 πειρατές ληστεύουνε τό μοναστήρι και σκοτώνουν τους περισσότερους καλόγερους.
Το Ιερό λείψανο κακοπαθαίνει, γιατί μερικοί… Χριστιανοί, που ανήκανε στο πειρατικό τσούρμο, τού κόβουνε τα χέρια, για να κάνουνε… φυλακτά.
Τον επόμενο χρόνο οι λίγοι καλόγεροι που επιζήσανε παραδίνουνε το σκήνωμα στον Βενετσιάνο (Δαλματό) πλοίαρχο Τζιοβάννι Μπάλοβιτς, ο οποίος στις 24 Αυγούστου 1717 το φέρνει στη Ζάκυνθο.
Στο μεταξύ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ έχει κανονίσει σε ΄Αγιον τον Ιεράρχη Διονύσιο με συνοδική και πατριαρχική έκθεση του 1703, ορίζοντας να γιορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου, ημέρα του θανάτου του.
Τέλος, στα 1724, με απόφαση της Μεγαλόπρεπης Κοινότητας (Συμβούλιο των Ευγενών) ο Άγιος Διονύσιος ανακηρύσσεται προστάτης του νησιού».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), «Ο ΚΟΝΤΕΣ», Τόμος Α΄, ΒΙΒΛΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΛΟΛΛΑΡΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑ Α.Ε.
Δεκ 16, 2023Εκκλησία Online
Χριστούγεννα για όλους