Οι της Θεσσαλονίκης άγιοι.
Άγιος Αντώνιος ο Ομολογητής αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης († 2.11.844)
2 Νοεμβρίου
Ένα εκτενές απόσπασμα του Βίου της οσίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη με αυτόνομο χαρακτήρα, αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή που διαθέτουμε για το πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Αντωνίου του ομολογητή. Ο συγγραφέας του Βίου Γρηγόριος, κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, παρεκκλίνοντας σκόπιμα από τη ροή της διηγήσεώς του για το πρόσωπο της οσίας Θεοδώρας, παρέχει στις παραγράφους 10-18 πολύτιμες πληροφορίες για την περίοδο της δεύτερης Εικονομαχίας και για το λίγο γνωστό πρόσωπο ενός εικονόφιλου εκκλησιαστικού ηγέτη, του αρχιεπισκόπου Αντωνίου.
Η αυτοτέλεια που παρατηρείται στη δομή αυτών των εννέα παραγράφων δίκαια επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτό το απόσπασμα ως το “Βίο Αντωνίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του ομολογητού”, αφού ακολουθεί πιστά στην εσωτερική διάρθρωσή του όλους τους κανόνες που διέπουν τα αγιολογικά κείμενα.
Αφορμή γι’ αυτή την εκτενή παρέκβαση του Γρηγορίου κληρικού υπήρξε η συγγένεια του Αντωνίου με την οσία Θεοδώρα, η οποία μαρτυρείται σε δύο σημεία του Βίου: αρχικά με έμμεσο τρόπο, κατά τη διήγηση της μοναστικής αφιερώσεως της κόρης της οσίας Θεοδώρας, της Θεοπίστης, στο μονύδριο του ευαγγελιστή Λουκά, όπου ηγουμένευε η αδελφή του Αντωνίου, Αικατερίνη (“προσφέρουσιν Αικατερίνη τη Αντωνίου του ομολογητού αδελφή, του και προέδρου της ημών χρηματίσαντος πόλεως, και αυτής συγγενούς καθεστηκυίας της μακαρίας”), και με άμεσο τρόπο κατά την απαρχή της διηγήσεως του Γρηγορίου για τον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο (“εβουλόμην, ενταύθα του λόγου γενόμενος, πολλών των της μακαρίας Θεοδώρας προσεχών και γένους ανωτάτου τους βίους διεξελθείν, ….ίνα ίδητε τους αυτής προσγενείς, οία κατά Θεόν ζώντες ετύγχανον. … Αντωνίου μόνου του ημών αρχιποίμενος επιμνησθείς, αύθις τον λόγον επ’ αυτήν και δη τρέψομαι”).
Με δεδομένη αυτή τη συγγένεια είναι δυνατό να προσδιορισθεί επαγωγικά ως τόπος καταγωγής του Αντωνίου η Αίγινα, από την οποία καταγόταν η οσία Θεοδώρα. Είναι, ωστόσο, αδύνατος ο προσδιορισμός του χρόνου, κατά τον οποίο μετανάστευσαν στη Θεσσαλονίκη ο Αντώνιος και η αδελφή του Αικατερίνη, ενώ άγνωστοι παραμένουν και οι λόγοι που προκάλεσαν αυτή τη μετανάστευση.
Η παιδεία και η φιλομάθεια του Αντωνίου δεν περιορίζονταν μόνο σε κείμενα της χριστιανικής γραμματείας, αλλά κατέστη κάτοχος και εγκυκλίου μορφώσεως. Σε νεαρή ηλικία ασπάσθηκε το μοναχικό βίο, ενώ η ευρεία μόρφωση που απέκτησε, και η ζωηρή φιλομάθειά του τον εφοδίασαν με υψηλή δογματική πανοπλία. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε, σύμφωνα με το βιογράφο του, η εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της μητροπόλεως Δυρραχίου.
Η μη ύπαρξη στοιχείων για τους προκατόχους του Αντωνίου περιορίζει τον προσδιορισμό του χρόνου εκλογής του στα δεδομένα που παρέχει ο Βίος της οσίας Θεοδώρας. Κατά συνέπεια terminus ante quem για την εκλογή του Αντωνίου στον αρχιερατικό θρόνο της μητροπόλεως Δυρραχίου αποτελεί η αναζωπύρωση της Εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο. Με δεδομένη την ομόφωνη μαρτυρία των πηγών, που τοποθετεί την έναρξη της δεύτερης Εικονομαχίας δύο χρόνια μετά την άνοδο του Λέοντος Ε’ στον αυτοκρατορικό θρόνο, το χρονικό αυτό όριο πρέπει να προσδιορισθεί στο έτος 815.
Αν και τα στοιχεία που αντλούμε από το Βίο της οσίας Θεοδώρας για την περίοδο της αρχιερατείας του Αντωνίου του ομολογητή στο μητροπολιτικό θρόνο της πόλεως του Δυρραχίου είναι λιγοστά, δεν είναι ωστόσο και τα μοναδικά. Η σημαντικότερη πηγή που διαθέτουμε γι’ αυτήν την περίοδο είναι δύο επιστολές του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη, της ηγετικής μορφής των εικονοφίλων κατά τη δεύτερη Εικονομαχία, προς τον Αντώνιο· πρόκειται για τις επιστολές 462 (Αντωνίω του Δυρραχίου) και 542 (Αντωνίω επισκόπω), σύμφωνα με την αρίθμηση που έλαβαν κατά την πρόσφατη κριτική τους έκδοση. ῍Αν και η ταύτιση του παραλήπτη αυτών των επιστολών με τον αρχιεπίσκοπο του Δυρραχίου Αντώνιο, που καθίσταται γνωστός από το Βίο της οσίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης, είχε παλαιότερα αμφισβητηθεί, σήμερα έχει γίνει καθολικά αποδεκτή· την ταύτιση αυτή, εξάλλου, επιρρωνύει η σύνδεση των πληροφοριών που παρέχει ο εν λόγω Βίος με μαρτυρίες που προέρχονται από τις δύο επιστολές.
Στην πρώτη επιστολή, για την οποία πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι είχε σταλεί στον Αντώνιο κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του στο Δυρράχιο, δηλ. προ του 815, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης απαντά με απολογητικό ύφος σε προηγούμενη μακροσκελή επιστολή του Αντωνίου σχετικά με ένα περιστατικό κανονικής φύσεως. Το γενικότερο ύφος της επιστολής είναι ιδιαίτερα θερμό και διακρίνεται από μία τάση εγκωμιασμού του προσώπου του Αντωνίου, με χαρακτηρισμούς που φανερώνουν την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον σεβασμό του οσίου Θεοδώρου προς αυτόν.
Το ίδιο πνεύμα διακρίνει και τη δεύτερη επιστολή, η χρονολόγηση της οποίας, με βάση εσωτερικές μαρτυρίες, προσδιορίζεται στην περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ Β’, και ειδικότερα μεταξύ του Μαΐου του 826 και του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, που συνιστά την ημερομηνία θανάτου του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη. Η θερμότητα του ύφους των δύο επιστολών του Θεοδώρου Στουδίτη, επιτρέπει τη διατύπωση της υποθέσεως, ότι οι δύο άνδρες συνδέονταν με παλαιά προσωπική φιλία, που είχε ίσως αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εξορίας του Θεοδώρου Στουδίτη στη Θεσσαλονίκη το έτος 797, λόγω του σχίσματος της ζευξιμοιχείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’. Ο ίδιος, άλλωστε, σε επιστολή του προς το θείο του Πλάτωνα, περιγράφει αρκετά αναλυτικά την άφιξή του στην πόλη και τη θερμή υποδοχή που του επιφύλαξαν τόσο ο ύπαρχος της Θεσσαλονίκης όσο και ο αρχιεπίσκοπός της.
῎Εμμεση αναφορά στον Αντώνιο, κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του στη Μητρόπολη Δυρραχίου, συναντούμε και στην επιστολή 543 του Θεοδώρου Στουδίτη προς το μοναχό Διονύσιο, ο οποίος είχε δεχθεί τις νουθεσίες του θεοφιλεστάτου ημών πατρός και αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου κατά της εικονομαχικής αιρέσεως, αλλά, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της επιστολής, δίχως αποτέλεσμα.
‘Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει γι’ αυτήν την περίοδο και η δημοσίευση μιάς αρχιεπισκοπικής σφραγίδος του Δυρραχίου, το χασματώδες κείμενο της οποίας αποκαταστάθηκε ως εξής: “† Θεοτόκε βοήθει …./ιω αρχιε/[π]ισκό(πω) Δυρ/ραχιω(των)”· η κατοχή της πρέπει να αποδοθεί κατά πάσα πιθανότητα στον Αντώνιο τον ομολογητή, κατά την περίοδο της αρχιερατείας του στο θρόνο του Δυρραχίου.
Τη διήγησή του για την αρχιερατεία του Αντωνίου στο μητροπολιτικό θρόνο του Δυρραχίου, διακόπτει αιφνιδίως ο Γρηγόριος κληρικός, για να αναφερθεί στην αναζωπύρωση της Εικονομαχίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντος Ε’, δύο χρόνια μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Γίνεται εκτενής μνεία του διωγμού του Λέοντος Ε’, που εξιστορείται με τα πιο μελανά χρώματα, ενώ στη συνέχεια η διήγηση επικεντρώνεται στον αντιρρητικό λόγο που εξεφώνησε ο Αντώνιος ενώπιον του αυτοκράτορος. Έχει ωστόσο επισημανθεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην παράδοση του κειμένου αυτού του αντιρρητικού λόγου. Πρόκειται για την παράδοση δύο τελείως διαφορετικων κειμένων, εκ των οποίων το σωζόμενο στον αρχικό Βίο της οσίας Θεοδώρας εμφανίζει και μεγάλη εξάρτηση από την επιστολή του Μ. Φωτίου προς τον βασιλέα των Βουλγάρων, Μιχαήλ. Το περιεχόμενο εντούτοις και των δύο αντιρρητικών λόγων, που παραδίδονται ως εκφωνηθέντες από τον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, εμφανίζει εναργώς την ίδια χριστολογική βάση που χρησιμοποιείται και σε παρόμοιους αντιρρητικούς λόγους άλλων αγίων της εικονομαχικής περιόδου.
‘Η απάντηση του εικονομάχου αυτοκράτορος, μετά τη σθεναρή στάση του Αντωνίου, ήταν σκληρά βασανιστήρια, που του επέφεραν ανίατες πληγές και κλόνισαν την υγεία του, και τέλος η καταδίκη του σε εξορία.
‘Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του Λέοντος Ε’ από το Μιχαήλ Β’ και την ανάρρηση του δευτέρου στον αυτοκρατορικό θρόνο, τα Χριστούγεννα του 820, ο Αντώνιος ανακλήθηκε από την εξορία, ενώ δύο περίπου δεκαετίες αργότερα, μετά την παρέλευση “του της αιρέσεως δεινού χειμώνος”, ο Αντώνιος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, πραξη που τον αποκαθιστούσε στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα, το οποίο είχε στερηθεί βίαια κατά το διωγμό του Λέοντος Ε’.
Το όνομα του Αντωνίου ως αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, αναγράφεται στη δέκατη θέση, στον κατάλογο του Συνοδικού της Θεσσαλονίκης, ενός πολύ σημαντικού υστεροβυζαντινού κειμένου (15ος αι.) για την επισκοπική και την εν γένει εκκλησιαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με αυτό, προκάτοχός του υπήρξε ο Λέων ο Φιλόσοφος η Μαθηματικός, που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης από την άνοιξη του 840 ως το τέλος της Εικονομαχίας, την άνοιξη του 843· για τον διάδοχο όμως του Αντωνίου παρουσιάζεται αρκετή σύγχυση στους συγχρόνους καταλόγους, οι περισσότεροι από τους οποίους, αγνοώντας ίσως το κείμενο του Συνοδικού, αναγράφουν το όνομα του Βασιλείου του ομολογητή. Ωστόσο, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να θεωρηθεί ακριβής η σειρά που ακολουθεί το Συνοδικόν στο σημείο αυτό, σύμφωνα με το οποίο τον Αντώνιο διαδέχθηκε ο Σισίνιος και εν συνεχεία ο Στέφανος (αρ. 11 και 12 αντίστοιχα), τα ονόματα των οποίων απουσιάζουν από τους περισσοτέρους συγχρόνους καταλόγους των επισκόπων της Θεσσαλονίκης, και όχι ο Βασίλειος ο ομολογητής, ο οποίος πρέπει να αρχιεράτευσε αρκετά χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 862 και 866.
Ωστόσο, η αρχιεπισκοπική θητεία του Αντωνίου, μετά την εκλογή του στο θρόνο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, υπήρξε βραχύβια. Στο Βίο τονίζεται πως ο Αντώνιος ο ομολογητής δεν πρόλαβε να εκτελέσει ούτε καν τα λειτουργικά αρχιερατικά του καθήκοντα, παρά μόνο τη χειροτονία ενός κληρικού, τον οποίο “ασυγκρίτω πίστει προς τον κεχειροτονηκότα κινούμενοι οι της καθ’ ημάς εκκλησίας ακρότητος, τω επωνύμω του κεχειροτονηκότος παρωνύμως ωνόμασαν, εις μνήμην αιωνίαν… έχειν τούτο γλιχόμενοι”. Ο οσιακός θάνατος του Αντωνίου επήλθε λίγους μόλις μήνες μετά την αναστήλωση των εικόνων “τη δευτέρα του Νοεμβρίου της εβδόμης ινδικτιώνος”, δηλαδή στις 2 Νοεμβρίου του έτους 844.
Πηγές
Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων, εκδ. Ι. Μ. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 598. Σωτηρίου, Γ. & Μ., Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, [Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις ΑρχαιολογικήςΕταιρείας, αρ. 34],Αθήναι 1952, σσ. 135-138. Τσάμης, Δ., Μητερικόν, τ. Δ’, Αλεξανδρούπολη 1993, σσ. 102-120. Χρυσοστόμου, Γ., “Οι άγιοι της Θεσσαλονίκης”, στο Χαριστήριον τω παναγιωτάτω μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τω δευτέρω επί τη συμπληρώσει εικοσαετούς εν Θεσσαλονίκη ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 913. Fatouros, G. (εκδ.), Theodori Studitae Epistulae, [CFHB 31/1 & 2], Berlin 1992, τ. Ι, σσ. 426*, 480*, τ. ΙΙ, σσ. 659-661, 818-819. Ferluga, J., «Sur la date de la création du thème de Dyrrachium», Actes du XIIe Congrès Intern. d’Études Byzantines, τ. ΙΙ, Beograd 1964, ó. 89, σημ. 32 (=Ferluga, J., Byzantium on the Balkans. Studies on the Byzantine Administration and the Southern Slavs from the VIIth to the XIIth centuries, Amsterdam 1976, σσ. 215-224). Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galèsios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique), Paris 1975, σ. 406. Kurtz, E., «Des Klerikers Gregorios Bericht über Leben, Wunderthaten und Translation der hl. Theodora von Thessalonich nebst der Metaphrase des Johannes Staurakios», Mémoires de l’Académie Imperiale des Sciences de St. Pétersbourg, VIIIe serie, τ. VI, αρ. 1, St. Pétersbourg 1902, σσ. II-V. Laurent, V., «La liste épiscopale du Synodicon de Thessalonique», EO 32 (1933) 300-310. Lequien, M., Oriens Christianus in quatuor Patriarchatus digestus, τ. ΙΙ, Paris 1740, στ. 243. Gouillard, J., «Le Synodicon de l’Orthodoxie», TM 2 (1967) 114. Petit, L., «Le Synodicon de Thessalonique», EO 18 (1916-18) 236-254.Ο ίδιος, «Les évêques de Thessalonique», EO 4 (1900-1901) 217.
Σ.Π.
Από τον τόμο του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, «Το αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης», τόμος α’, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας, Θεσσαλονίκη 1996.