Ὁ Ἀντώνης Δασκαλούδης, ὅταν ἦταν περίπου ἕξι ἐτῶν, ἐνῷ ἔβλεπε καλὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα μὲ τὰ μάτια του, ἐντελῶς ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ χάνει το φῶς του. Οἱ γονεῖς του ἀνήσυχοι τὸν πῆγαν στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν γινόταν καλά, Ἀντιθέτως χειροτέρευε.
Τότε ἄκουσαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ καλόγερου τῆς Σίψας καὶ μιὰ ποὺ ἦταν εὐλαβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸ πᾶνε στὸν Γέροντα.
Μὲ τὴ συγκοινωνία κατέβηκαν Στὴ Δράμα κι ὕστερα συνέχισαν περίπου 13 χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Ὅταν ἔφτασαν, ὁ Γέροντας τοὺς περίμενε στὴν αὐλὴ (σ. χωρὶς νὰ τὸν ἔχει κανεὶς εἰδοποιήσει).
Τοὺς καλωσόρισε καὶ εἶπε στὸ παιδί: “Ἔλα, Ἀντωνάκη, νὰ δοῦμε τί ἔχουν τὰ ματάκια σου! Οἱ γονεῖς σου ἔκαναν τόσο κόπο νὰ σὲ φέρουν ὡς ἐδῶ, ἀλλὰ ἐσεῖς τὸν γιατρὸ τὸν ἔχετε δίπλα σας”.
Οἱ γονεῖς του μὲ πόνο ἐξήγησαν ὅτι δυστυχῶς οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν.
“Ὄχι” εἶπε, “ἐσεῖς ἔχετε ἄλλο γιατρό. Τὸν δικό σας, τὸν Ἅγιο Δημήτριο. Ἐκεῖ νὰ πᾶτε”.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ οἰκογένειά του φρόντιζε ἕνα ξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στὸ ὁποῖο πήγαιναν πρωὶ καὶ βράδυ κι ἄναβαν τὰ καντήλια.
Στὸ ἐκκλησάκι αὐτὸ λειτουργοῦσαν μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ὅταν τελείωνε ἡ ἑορτή, οἱ χωρικοὶ μάζευαν τὰ καλύμματα τῆς Ἁγίας Τράπεζας καὶ ὅλα τὰ σκεύη καὶ τὰ κλείδωναν σὲ ἕνα μπαοῦλο μέχρι τὴν ἑπόμενη ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ὁ Γέροντας τοὺς συμβούλεψε νὰ μαζέψουν τὴ σκόνη ποὺ ὑπῆρχε πάνω στὴν τσιμεντένια πλάκα τῆς Ἁγίας Τράπεζας, νὰ τὴ βάλουν σ’ ἕνα ποτήρι, νὰ τὸ γεμίσουν μὲ νερὸ καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἁγίασμα νὰ πλύνουν τὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ.
Τοὺς εἶπε μάλιστα ὅτι μέχρι νὰ τελειώσει τὸ ἁγίασμα, τὸ παιδὶ θὰ ἔχει ἤδη θεραπευθεῖ. Πράγματι, οἱ γονεῖς του ἔκαναν ὅπως τοὺς συμβούλεψε.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, δὲν ξαναπαρουσίασε κανένα πρόβλημα μὲ τὰ μάτια του».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ὅσιος Γεώργιος τῆς Δράμας»
Συντάκτης














