Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης) (1901-1959).
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Εμείς μέναμε εκεί κοντά στον Γέροντα και όλο μας φώναζε:
«Τρέξτε να φέρετε λίγο νερό για τον παππούλη».
Φτερά στα πόδια μας βάζαμε. Κατηφορίζαμε τρέχοντας στο ρέμα, φορτωμένα τον ζυγό στον ώμο μετά κουβαδάκια το νερό. Το μισό το χύναμε στο δρόμο, αλλά διπλή η χαρά μας να πάμε και να ξαναπάμε να τον φέρουμε νερό.
Είχε μία στέρνα κοντά στο μνήμα του, εκεί ρίχναμε τον σταυρό τα Θεοφάνεια. Είχε και περιστέρια που τα άφηνε να φτερουγίζουν χαρούμενα στον αέρα από πάνω μας.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή έντυνε στα μαύρα την εκκλησία με πολύ όμορφες κορδέλες. Μέσα στη φτώχεια όλα μεγαλόπρεπα. Εκείνος με τη μαύρη στολή, την πένθιμη, όταν ανάλαφρα περπατούσε μέσα στην εκκλησία, νόμιζες πως ήταν ίδιος ο Χριστός.
Εμείς τρέχαμε κάθε βράδυ να πάμε στο εκκλησάκι του, στην ακολουθία. Κάτι μέσα μας δεν μας άφηνε σε ησυχία. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο σπίτι. Λαχταρούσαμε να βρεθούμε κοντά του, στη φωτεινή ομορφιά του.
Όταν άφηνε τα μακριά κοκκινωπά μαλλιά του χυτά στους ώμους του, εμείς τα παιδιά θαμπωμένα και απορημένα τον κοιτούσαμε μονολογώντας:
«Μοιάζει τόσο πολύ με τον Χριστό».
Η όλη του παρουσία θεϊκή. Οι στολές του οι ιερατικές όλες όμορφες. Είχε το εκκλησάκι του στο μοναστήρι, αλλά Χριστούγεννα, Πάσχα, μεγάλες γιορτές ήμασταν όλοι μαζί κάτω στην εκκλησία του χωριού.
Όποιος δεν θα πήγαινε, ιδίως το Πάσχα, δεν ξεκινούσε Ανάσταση. Εκείνος από το ιερό παρακολουθούσε. Ο τάδε, έλεγε, δεν ήρθε, τρέξτε φωνάξτε τον, αποκοιμήθηκε ή μη έπαθε τίποτε και δεν μπορεί.
Την Ανάσταση που γυρνούσαμε, όλους τους είχε από μία εικόνα. Πηγαίναμε όλοι με τον Επιτάφιο περιφορά στο κοιμητήριο.
Είχε πολύ γλυκειά φωνή. Έψαλλε συνήθως στα γεωργιανά τα περισσότερα.
Όλη τη Μεγάλη Σαρακοστη δεν άφηνε να παίζουν λύρα και να χορεύουν. Έλεγε:
«Τώρα έχουμε πένθος». Όμως την 25η Μαρτίου, μετά την εκκλησία, πηγαίναμε στο σχολείο. «Τώρα χορέψτε. Σήμερα είναι χαρά», μας έλεγε.
Ήταν ο άρχοντας του χωριού. Στους πιο πολλούς πολύ αγαπητός. Τι έκανε να μη τον αγαπάς;
» Εμείς τον φοβόμασταν, επειδή σαν παιδιά κάναμε αταξίες. Μόλις μας έβλεπε, με το μπαστουνάκι του μας χτυπούσε στο χέρι. Έπρεπε να φάμε τη μπαστουνιά, αυτός ήταν ο χαιρετισμός του. Με τον τρόπο αυτό αγαπούσε τα παιδιά.
Αυτά δεν τα ξεχνάμε ποτέ.
Όταν πηγαίναμε για κάλαντα, έπρεπε πρώτα να ξεκινήσουμε από τον Γέροντα. Είχε σ’ ένα πιάτο τα ψιλά και μας έδινε. Αν δεν πηγαίναμε από εκεί, την άλλη μέρα μας παραπονιόταν: «Εσύ γιατί δεν ήρθες, να μου πεις τα κάλαντα;».
Ερχόταν και τον επισκεπτόταν πολύς κόσμος. Έπαιρνε και έδινε. Βοηθούσε πάρα πολύ.
Ένας χωριανός, ο κυρ-Ανέστης, που έμενε απέναντι από το μοναστηράκι του, ερχόταν συχνά εδώ στον πατέρα μου.
Μία μέρα μας είπε: «Εγώ πρώτη φορά το έζησα αυτό το θαυμαστό. Ήρθε μία γυναίκα από τον Ξηροπόταμο. Πήγε στον Γέροντα και την έδιωξε. Αυτή κλαίγοντας ήρθε σε μένα.
«Καλά, γιατί με τέτοιο τρόπο με έδιωξε, ας με πεί τον λόγο, γιατί δεν με δέχεται».
Την είπα: «Έλα, εγώ θα σε πάω».
Την πήγα και τον ρώτησα: «Γιατί, Γέροντα, τη διώχνεις; Πες την κάτι, ήρθε τόσο δρόμο». «Α, θέλεις να σε πω; Άκουσέ τα λοιπόν. Έχεις εσύ ανάπηρο παιδί;» «Ναι, έχω», είπε. «Γι’ αυτό ήρθες; Τι να σου κάνω όμως εγώ γι’ αυτό το ανάπηρο παιδί που έχεις; Τον άνδρα σου τον ρώτησες ποτέ τι έκανε στον κόσμο; Να σου πω εγώ. Έκλεψε, σκότωσε, κακοποίησε, γι’ αυτό και ο Θεός τον έδωσε αυτό το παιδί, να μη ξεχνάει το τι έκανε».
Φεύγοντας απορούσαμε και οι δύο πού τα ήξερε όλα αυτά με τόση ακρίβεια.
«Μα για πρώτη φορά με έβλεπε», μονολογούσε η γυναίκα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας (1901-1959)», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμa.
