Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης) (1901-1959).
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[…] Άλλη γυναίκα με μεγάλη συγκίνηση διηγήθηκε:
Το 1957 γεννήθηκε ο γιος μου. Όταν γεννήθηκε το μωρό δεν είχε φωνή καθόλου, ούτε και έκλαιγε.
Καταλάβαινε ότι στενοχωριόμουν για το παιδί μου και έκλαιγα, γι’ αυτό μία μέρα με κάλεσε να ‘ρθω στο μοναστήρι. «Δεν θέλω να κλαίς για το παιδί σου. Το παιδί σου, όταν θα κλείσει 24 Σεπτεμβρίου χρόνο, τότε θ’ ακούσεις και το κλάμα του και θα σε φωνάξει για πρώτη φορά μάνα»
Έτσι και έγινε. Μετά από ένα χρόνο, ένα βράδυ δεν άκουσα το παιδί που έκλαιγε για ώρα. Ξαφνικά ξύπνησα και είδα τον Γέροντα να κάθεται στο κρεβάτι μου και να κουνάει την κούνια. Ο άνδρας μου έλειπε στρατιώτης.
Σηκώθηκα, τον πλησίασα και με καθησύχασε λέγοντας: «Μη φοβάσαι, εσύ δεν τ’ άκουσες το μωρό που έκλαιγε και για να μη πάθει τίποτε, ήρθα και το κούνησα. Δεν σου είπα να μη κλαίς; Είδες που το παιδί θα γίνει καλά;» κι έφυγε.
Δεν ένιωσα μέσα μου φόβο, που τον είδα ολοζώντανο μέσα στη νύχτα, αλλά αντίθετα με γέμισε γαλήνη και χαρά.
Την άλλη μέρα φώναξε την πεθερά μου:
«Έλα κάτι να σου πω. Χτες το βράδυ ποιος επισκέφτηκε τη νύφη σου και κουνούσε την κούνια; Να πεις τη νύφη να μην κλαίει. Το παιδί θα γίνει καλά».
Πράγματι εκείνη την ημέρα, 24 Σεπτεμβρίου, όπως με κοίταζε το παιδί μου φώναξε «μαμά». Εγώ από τη συγκίνηση και τη χαρά μου έβαλα τα κλάματα. Με κάλεσε να ‘ρθω. Του φίλησα με ευγνωμοσύνη το χέρι, με κοίταξε όλος αγάπη και στοργή, αληθινός πατέρας, και μου είπε: «Μη στενοχωριέσαι, όπου και να πας εγώ θα είμαι κοντά σου».
» Ερχόμουν εδώ τακτικά [στην Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος στους Ταξιάρχες (Σίψα) της Δράμας]. Την άλλη χρονιά ζήτησε ο Γέροντας την Καθαρή Εβδομάδα να κρατήσω και εγώ τριήμερο, την Τετάρτη να ‘ρθω και μου έδωσε αντίδωρο. «Την Πέμπτη δεν θα φας, ούτε την Παρασκευή και το Σάββατο πρωί θα ‘ρθείς να σε κοινωνήσω».
Ήρθα, εδώ ήταν και άλλες γυναίκες χωριανές και μία είπε στην άλλη:
«Καλά, εμάς μας είπε να εξομολογηθούμε, γιατί δεν την λέει κι αυτή;»
Τότε, χωρίς να έχει ακούσει τίποτε ο Γέροντας, βγήκε και αυστηρά τις μάλωσε:
«Κλείστε το στόμα σας και μη σας νοιάζει. Εγώ δεν θέλω να την εξομολογήσω, γιατί είναι εξομολογημένη».
Πράγματι με κοινώνησε και με προέτρεψε:
«Τώρα θα πιεις ένα τσάι και δεν θα φας απότομα φαγητό, γιατί το στομάχι σου είναι άδειο».
Εκείνη την ημέρα όταν βγήκε να πει το Ευαγγέλιο, τον είδα με τα μάτια μου, ήταν δέκα πόντους πιο ψηλά από το πάτωμα. Μόλις τελείωσε και έκλεισε το Ευαγγέλιο, ξαναπάτησε.
Όταν βγήκαμε έξω, μου χαμογέλασε με νόημα, σαν να μου επιβεβαίωνε ναι, όσα είδες ήταν αληθινά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τόση συντριβή, που δεν μπορούσα να μη κλάψω.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, 1901-1959», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα.