Όσιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Γράφει ο Γεώργιος Τσομπαρτζόγλου, δρ. Θεολογίας.
Η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Δεκαπολίτη τιμάται στις 20 Νοεμβρίου
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στο τέλος του 8ου αι., -ο χρονος γεννήσεώς του διαφοροποιείται στους ερευνητές· κυμαίνεται μεταξύ των ετών 762 και 797- στην Ειρηνούπολη της Δεκαπόλεως της Ισαυρίας. Η Δεκάπολη ήταν μία περιοχή του θεματος της Σελευκείας και την αποτελούσαν μία ομάδα δέκα πόλεων, Γερμανικόπολις, Τιτιούπολις, Δομετιούπολις, Ζηνούπολις, Νεάπολις, Κλαυδιούπολις, Ειρηνούπολις, Καισάρεια, Λαύζαδος και Δαλισανδός. Οι γονείς του, Σεργιος και Μαρία, διακρίνονταν για την αγάπη και τη φροντίδα του τέκνου τους.
Στην κατάλληλη ηλικία των οκτώ ετών, ενδιαφέρθηκαν για τη μόρφωση του παιδιού τους, καθώς και για την αποκατάστασή του όταν έφθασε στην νόμιμη ηλικία.
Αλλά οι πόθοι του νέου ήταν διαφορετικοί των προσδοκιών των γονέων του· έτσι, ενώ πορεύονταν με δύο υπηρέτες, που θα χρησίμευαν ως μάρτυρες, για τους αρραβώνες στο σπίτι της μέλλουσας μνηστής του, ο Γρηγόριος τους εγκατέλειψε και κατέφυγε «προς δε τινα ποιμένα λογικής ποίμνης των εν τη ειρημένη Δεκαπόλει τελούντων, άρτι της επισκοπής αφέμενον και μάλλον εν όρεσι διαιτώμενον διά την της επισκοπής αιρέσεως κακόβουλον και φθοροποιόν επισύστασιν· και γαρ το της των εικονομάχων επεφύετο φρόνημα… τούτω φανερόν καταστήσαι βουλής εγένετο», ο οποίος μετά την κουρά τον έστειλε σε ένα πλησιόχωρο μοναστήρι.
Αργότερα, μετέβη, κατόπιν συμβουλής της μητέρας του, στο μοναστήρι όπου είχε εγκαταβιώσει παλαιότερα ο αδελφός της Συμεών. Εκεί όμως διαπίστωσε ότι ο ηγούμενος δεν ήταν τόσο θερμός πολέμιος των εικονομάχων, «τοις αιρεσιώταις αδιαφόρως συμπεφυρμένου και της αυτών βδελυρίας και κοινωνίας εφαπτομένου», και έτσι ήρθε σε δημόσια ρήξη, «αυτός… του ποιμένος εξήλεγχεν και του αγγελικού επαγγέλματος αναξίως πεπολιτεύσθαι τούτον επέπληττεν», με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί με σκληρές σωματικές ποινές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ανεχώρησε και κατέφυγε στο μοναστήρι του θείου του Συμεών, ο οποίος ήταν αρχιμανδρίτης των μοναστηριών της Δεκαπόλεως. Παρέμεινε κοντά του δεκατέσσερα χρόνια και απομακρύνθηκε μόνο για να ασκηθεί εντονότερα σε ένα σπήλαιο, για άγνωστο χρονικό διάστημα. Εκεί δέχθηκε και τη θεία αποκάλυψη, η οποία τον καλούσε, «έξελθε εκ της γης σου, και δεύρο εις γην, εν η σοι Θεώ καλώς ευαρεστήσαι συμβήσεται».
Από την Ισαυρία έφθασε στην Έφεσο, λόγω όμως του χειμώνος δεν μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του και αναγκάσθηκε να καταφύγει σε ένα μοναστήρι στα περίχωρα της πόλεως. Όταν ήρθε η άνοιξη απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη, παρά τη σφοδρή του όμως επιθυμία να επισκεφθεί αμέσως τη βασιλεύουσα, προτίμησε να παραμείνει στην Προκόννησο του Βοσπόρου, διότι εμαίνετο ακόμη η αίρεση των εικονομάχων. Στην Προκόννησο τον φιλοξένησε κάποιος πτωχός άνθρωπος, ο οποίος είχε το θάρρος να παρακούσει τη διαταγή των εικονομάχων που απαγόρευε τη φιλοξενία των μοναχών ως επικινδύνων εχθρών.
Από την Προκόννησο κρυφά διαπεραιώθηκε στην Αίνο της ευρωπαϊκής ακτής, και από εκεί με πλοίο στη Χριστούπολη, σημερινή Καβάλα, για να καταλήξει μετά από πολλές δυσκολίες στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη «ξενίζεται παρά τινι ασκητικής μάνδρας καθηγουμένω Μάρκω τούνομα» για λίγο καιρό, διότι, ενώ σκεπτόταν που να στραφεί, αναπάντεχα συνάντησε ένα μοναχό ο οποίος κατευθυνόταν προς τη Ρωμη και αποφάσισε να τον ακολουθησει. Ταξίδευσαν μαζί μέχρι την Κόρινθο και από εκεί μόνος του περασε στο Ρήγιο της Καλαβρίας, στη Νεάπολη και τέλος στη Ρώμη, «εις ην αφικόμενος επί μήνας τρεις κελλίω εφησυχάσας».
Από τη Ρώμη, με ενδιάμεσους σταθμούς τις Συρακούσες και τον Υδρούντα (Οτράντο), επανέκαμψε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ εγκατεστάθη σε ένα κελλί, «προς τω ναώ του αγίου μάρτυρος Μηνά μονήν ποιησάμενος» και συντηρούνταν από τις ελεημοσύνες των ευσεβών.
Η δράση του οσίου στην πόλη και τα πλούσια πνευματικά χαρίσματα -προορατικό, ιάσεις-, είχαν σαν αποτέλεσμα να γίνει γνωστός και περιζήτητος πνευματικός οδηγός. Σύντομα δημιουργήθηκε ένας αξιόλογος πυρήνας μαθητών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω από το κελλί του αγίου. Παρ’ όλα αυτά όμως ποθούσε τη μόνωση· γι’ αυτό στράφηκε στην ύπαιθρο, μακρυά από την πόλη, «συν ενί των μαθητών ορμήσαι προς τα των Σκλαβηνών μέρη, ηλπικότι εν τούτοις ησυχίας της επιθυμουμένης τυχείν», αλλά αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν γρήγορα διότι ο όσιος, φωτισμένος από το Θεό, προέβλεψε τις επικείμενες ταραχές και αιματοχυσίες στα μέρη αυτά, («στάσις ου μικρά του της εκείνης Σκλαβινίας εξάρχοντος γέγονε, και πολλή χύσις αιμάτων ποταμηδόν επερρύει και πυρίκαυστος η περίχωρος εκείνη γέγονε, και σκοτοδεινίας μεστη».
Από τη Θεσσαλονίκη μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, φιλοξενούμενος από το συγγραφέα του Βίου Ιγνάτιο Διάκονο, και εν συνεχεία επεσκέφθη τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη γνωρίστηκε πιθανώτατα με τον Ιωσήφ τον Υμνογράφο, με τον οποίο από τότε συνδέθηκε στενά. Συνέθεσε μάλιστα ο Ιωσήφ Ακολουθία και Κανόνα προς τιμήν του μετά το θάνατο του οσίου Γρηγορίου.
Ο Γρηγόριος ασθένησε σοβαρά και οι πληροφορίες της ασθενείας του έφθασαν μέχρι το θείο του Συμεών, ο οποίος εκρατείτο δέσμιος στη Βασιλεύουσα λόγω της αντιεικονομαχικής του δράσεως, και τον κάλεσε κοντά του. Τότε, μάλλον το 840, και μαζί με τον Ιωσήφ, ο Γρηγόριος εγκατέλειψε οριστικά τη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, αναμείχθηκε ενεργά στο κίνημα των Ορθοδόξων κατά της εικονομαχικής πολιτικής του αυτοκράτορα Θεοφίλου (την εποχή αυτή πρέπει να συνέβη και η αποστολή του Ιωσήφ του Υμνογράφου στον πάπα Ρώμης με σχετική επιστολή των Ορθοδόξων). Ένα χρόνο αργότερα, ο όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης «της δωδεκάτης περανθείσης ημέρας την τιμίαν αυτού ψυχήν τω Θεώ εναπέθετο μηνός Νοεμβρίου εικάδι».
Ο Βίος δεν αναφέρει τους λόγους της μακράς και επίπονης περιπλάνησης του οσίου Γρηγορίου· πιθανόν να πρόκειται για μια ιεραποδημία λίγο ιδιότυπη, αλλά όχι και ασυνήθη. Η άποψη ορισμένων ιστορικών ότι ενείχε κάποια σκοπιμότητα, δηλ. τη μεταφορά μηνύματος από τους Ορθοδόξους στον πάπα Ρώμης σχετικά με την εικονομαχία δεν μαρτυρείται σαφώς από το Βίο, αλλά αποκτά βάσιμη πιθανότητα αν συνδυασθεί με τις πληροφορίες του Βίου του Ιωσήφ του Υμνογράφου (βλ. λήμμα), μαθητού του Γρηγορίου. Η πλούσια δραστηριότητα του Γρηγορίου δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για την ενεργό ανάμιξή του στον υπέρ των αγίων εικόνων αγώνα, ώστε να αναδειχθεί σε δεσπόζουσα φυσιογνωμία του 9ου αι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βίος: Ιωάννου, Θ., Μνημεία αγιολογικά, Βενετία 1884, σσ. 129-164. Dvornik, F., Vie de Saint Gregoire le Décapolite et les Slaves Macédoniens au IX siécle, Paris 1926, σσ. 45-75. Mercati, G., «Per il testo della vita di San Gregorio Decapolita», Studi Bizantini 3 (1931) 295-297. Mango, C., «On rereading the Life of St. Gregory the Decapolite», Βυζαντινά 13, 1 (1985) 635-646. Sahas, D., «What an infidel saw that a faithful did not: Gregory Decapolites and Islam», Greek Ortodox Theological Review 31 (1986) 47-67. Hunger, H., LTK IV, σ. 1206. Ευστρατιάδης, Σ., Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι χ.χρ., σ. 101. ΘΗΕ 4 (1964) 701-702.
Από το «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης», τόμος α’, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας.