Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[…] Ο δε βασιλεύς έγραψεν επιστολήν εις τον έπαρχον της Αντιοχείας διατάσσων όπως παντί τρόπω δυνηθή να στείλη τον Άγιον και δίχως την θέλησίν του κρυφίως από τον λαόν.
Όθεν ημέραν τινά τον εκάλεσεν ο έπαρχος έξωθεν της πόλεως, δήθεν διά να τον συμβουλευθή περί τινων κατεπειγουσών υποθέσεων· έχων δε εκεί ετοίμους ίππους και ανθρώπους βασιλικούς, παρέδωκε τον Άγιον· και εκείνοι παραλαβόντες αυτόν και μετά σπουδής περιπατούντες, έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν.
Όταν ήκουσαν οι Αρχιερείς και οι λοιποί Κληρικοί ως και οι άρχοντες των ανακτόρων, ότι έρχεται ο Άγιος, εξήλθον εξ μίλια έξωθεν της πόλεως και προϋπήντησαν αυτόν μετά μεγάλης χαράς και τιμής. Έτυχε δε τότε εκεί ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο οποίος, ως λέγουσιν, ήτο ανεψιός της βασιλίσσης Ευδοξίας, της γυναικός του βασιλέως Αρκαδίου, και αυτός συνήργησε περισσότερον εις την χειροτονίαν του Αγίου· ανεβιβάσθη δε ο Άγιος εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως τη δεκάτη πέμπτη Δεκεμβρίου του έτους τϟη’ (398).
Τις να διηγηθή την χαράν ήτις έγινε την ημέραν εκείνην; Τις να παραστήση την συρροήν του λαού; και οι Άγγελοι την ημέραν εκείνην εχάρησαν, βλέποντες τον άξιον ποιμένα καθήσαντα εν τω ύψει της του Χριστού Εκκλησίας· την δε επαύριον επήγεν ο βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες του παλατίου και της πόλεως εις το Πατριαρχείον, ίνα ευλογηθώσιν υπό του Αγίου.
Τότε ο Άγιος ηυχήθη όλους και τους ηυλόγησε, προς δε τον βασιλέα είπε· «Μέγα και φοβερον είναι, ω βασιλεύ, το αξίωμα τούτο της Αρχιερωσύνης και χρειάζεται Άγγελον να το διακυβερνά· διά τούτο και εγώ εφοβούμην και εδειλίων, γνωρίζων εμαυτόν, ότι δεν είμαι άξιος να αναλάβω τοσαύτην μέριμναν ψυχών· όμως επειδή ο Θεός, διά τρόπων τους οποίους αυτός γνωρίζει, ηξίωσεν εμέ τον ευτελή και ελάχιστον δούλόν του του αξιώματος τούτου του υψηλού, δέομαι και παρακαλώ την μεγαλειότητά σου να μη αποβή τούτο εις βάρος μου· διότι εγώ, έως ου ήμην έξω από την τοιαύτην τιμήν, και δεν είχον τόσας ψυχάς επάνω μου, εφρόντιζον να σώσω μόνον την ιδικήν μου ψυχήν· τώρα δε, επειδή εδέχθην τοσούτων ψυχών επιμέλειαν, ανάγκη είναι νύκτα και ημέραν να μη σιωπώ, αλλά ο,τι βλέπω παράνομον να το διορθώνω.
Πρέπει όθεν και η μεγαλειότης σου, εάν ως άνθρωπος σφάλης εις τι, να δέχεσαι την διόρθωσιν και να μιμήσαι τον βασιλέα Δαβίδ, όστις εδέχθη την επιτίμησιν του Νάθαν και μετενόησε διά την αμαρτίαν του, την μοιχείαν και τον φόνον.
Ομοίως άρχοντας και πτωχούς, ανάγκη είναι να τους διδάσκω και να τους διορθώνω. Μεγάλην αμαρτίαν θέλω έχει εις τον Θεόν, εάν ευρισκόμενος εις τούτο το ύψος της Αρχιερωσύνης σιωπώ, βλέπων τα παράνομα».
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Νοέμβριος, τόμος 11ος.