Άγιος Λέων Α’, ο Μεγάλος, αυτοκράτορας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο αποκαλούμενος Μακέλλης. Εδώ εικονίζεται σε νόμισμα της εποχής του.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ο βασιλεύς ούτος Λέων έγινε μετά τον ευσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Την εις τον θρόνον ανάρρησιν προείπεν εις αυτόν η Θεοτόκος, ότε ήτο εισέτι απλούς ιδιώτης.
Τριπλούν δε τότε θαύμα εγένετο· ήτοι
α’) η ακουσθείσα φωνή της Θεοτόκου η αποκαλύψασα εις τον Λέοντα το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής (Μπαλουκλή),
β’) η πρόρρησις ότι ο Λέων θα γίνη βασιλεύς και
γ’) η διά του Λέοντος θεραπεία του τυφλού. (Βλέπε εις την Παρασκευήν της Διακαινησίμου, ημέτερος «Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος ΙΔ’)*.
Εφύλαττε δε ο Λέων ούτος πολύ την Ορθόδοξον πίστιν, βεβαιώσας άπαντα τα κηρυχθέντα υπό των προκατόχων του βασιλέων κατά των αιρετικών διατάγματα και προ πάντων τα της εν Χαλκηδόνι Αγίας Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου θεσπίσματα· όθεν η Εκκλησία επί της εποχής του ήτο εν ανθηρά καταστάσει.
Εθέσπισεν επίσης νόμον δι’ ου απηγορεύετο το πωλείν, το αγοράζειν και το ορχείσθαι [να χορεύουν] εν ημέρα Κυριακή. Ούτος ανήγειρε και τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής [γνωστός σήμερα ως Μπαλουκλή], εις τον τόπον εις ον ανέβλυσε το αγίασμα.
Ζήσας δε έτη δέκα επτά επί του βασιλικού θρόνου, εξεδήμησε προς Κύριον εν έτει υοδ’ (474), προσβληθείς υπό υπερβολικής δυσεντερίας, εκ της οποίας έγινε το λείψανόν του ως φανός.
Εις τον Άγιον τούτον βασιλέα Λέοντα εποίησε πλήρη Ακολουθίαν ο Υμνογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας Πατήρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, εκδοθείσαν υπό Σ. Σχοινά εν Βόλω.
* Ο θείος Ναός της Ζωοδόχου Πηγής εκτίσθη το πρώτον εν Κωνσταντινουπόλει υπό του βασιλέως Λέοντος Α’ του μεγάλου (457-474), όστις και Μακέλλης προσεπωνομάζετο.
Ούτος ήτο άνθρωπος καλοπροαίρετος και συμπαθητικός την γνώμην, προτού δε ακόμη βασιλεύση, ότε ήτο ιδιώτης, ευρών κατ’ εκείνον τον τόπον, εις τον οποίον μετά ταύτα ίδρυσε τον Ναόν, τυφλόν τινα, όστις εφέρετο άνω και κάτω πλανώμενος, ήλθε προς αυτόν και τον εχειραγώγει [και τον καθοδηγούσε]. Ο δε τυφλός κυριευθείς από δίψαν υπερβολικήν παρεκάλει τον χειραγωγόν του, ήτοι τον Λέοντα, θερμώς να του εύρη ύδωρ να καταψύξη [να δροσίσει] την γλώσσάν του.
Ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο καλός Λέων εισήλθεν εις το δάσος, το οποίον ήτο τότε εκεί και εζήτει με πολλήν επιμέλειαν μήπως εύρη ύδωρ. Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εύρη εκεί το ποθούμενον ύδωρ, επέστρεφε λυπημένος.
Τότε ακούει φωνήν άνωθεν, ήτις είπε προς αυτόν· «Δεν χρειάζεται, ω Λέον, να σκυθρωπάζης και να θλίβησαι, διότι πλησίον σου είναι το ύδωρ».
Και πάλιν πολλά κοπιάσας και μη ευρίσκων το ύδωρ, ελυπείτο, ότε εκ δευτέρου ακούει φωνήν, λέγουσαν· «Λέον βασιλεύ, προχωρών εις τα ενδότερα του πυκνού δάσους ευρήσεις ύδωρ θολερόν· απ᾽ αυτό λάβε και θεράπευσον την δίψαν του τυφλού και ακόμη χρίσον με αυτό και τους τυφλούς οφθαλμούς του και παρευθύς θέλεις εννοήσει ποία είμαι εγώ, ήτις προ πολλού κατοικώ εις τον τόπον τούτον».
Ταύτα ακούσας ο Λέων έπραξε καθώς η φωνή τον προσέταξε, και παρευθύς ο τυφλός έλαβε το φως των οφθαλμών του.
Ο Λέων λοιπόν, αφ᾽ ου κατά την πρόρρησιν της Θεομήτορος εβασίλευσεν, ανήγειρε με δαπάνην βασιλικήν μεγαλοπρεπέστατον επί της πηγής Ναόν, εις τον οποίον καθ’ εκάστην εγίνοντο θαύματα πάμπολλα.
Αποσπάσματα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιανουάριος, τόμος 1ος και περίοδος «Πεντηκοσταρίου», τόμος 14ος.
