Άγιος Νέστωρ.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος
Εγκώμιον εις τον άγιον και ένδοξον μεγαλομάρτυρα του Χριστού Δημήτριον
Περί τε της αυτού μαρτυρίας και των θαυμάτων και του σεβασμίου ναού αυτού
(απόσπασμα)
5. Το θέατρο της πόλης [της Θεσσαλονίκης], που το έλεγαν και στάδιο, ήταν κλεισμένο γύρω – γύρω με σανίδες και ορισμένα μάγγανα*, όπου όσοι έμπαιναν, παρακολουθούσαν σαν σε θέατρο, και σκότωναν σε μονομαχία για να ευχαριστήσουν τον αιμοχαρή βασιλιά με το να χύνουν συχνά ανθρώπινο αίμα.
6. Ο βασιλιάς είχε αποκτήσει κάποιον μονομάχο, που τον έλεγαν Λυαίο, πολύ δυνατό και μεγαλόσωμο, που καταγόταν από το έθνος των Βανδάλων [αποτελούνταν από γερμανικές φυλές] και ο οποίος στη Ρώμη, στο Σίρμιο [πόλη στην Πανονία στην σημερινή Ουγγαρία] και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλούς άλλους τόπους σκότωσε πολλούς ανθρώπους σε μονομαχία, και ο βασιλιάς θεωρούσε θαυματουργή την πολύ μεγάλη του δύναμη και την ικανότητά του στο φόνο και κόμπαζε.
7. Όταν αυτός στάθηκε στο στάδιο, που αναφέραμε, και ο βασιλιάς καλούσε τον κόσμο με τους κήρυκες υποσχόμενος χρήματα σ’ όποιον επιθυμούσε από τους πολίτες να μονομαχήσει με το Λυαίο, κανείς δεν είχε την τόλμη να μονομαχήσει με αυτόν, γιατί όλοι έτρεμαν από φόβο και μόνο από την όψη και το θράσος του Λυαίου.
8. Τότε λοιπόν ένας νεαρός παρακινήθηκε από το Θεό εναντίον αυτού του κακοποιού, που τον έλεγαν Νέστορα, που ήταν ωραίος στο σώμα και την ψυχή, και γνωστός του αγίου Δημητρίου, τρέχει σ’ αυτόν, στον τόπο που τον φρουρούσαν, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε λέγοντας «Να προσευχηθείς για μένα, δούλε του Θεού, και να επικαλεστείς το Χριστό. Γιατί θέλω να μονομαχήσω πρόθυμα με αυτόν». Τότε ο άγιος σταύρωσε το μέτωπο και την καρδιά του Νέστορος και λέγει στον ίδιο. «Πήγαινε, παιδί μου, και το Λυαίο θα νικήσεις και θα μαρτυρήσεις για χάρη του Χριστού».
9. Και αυτός εξοπλίστηκε με την ευχή του αγίου Δημητρίου σαν να φόρεσε θείο θώρακα, έρχεται τρεχάτος στο στάδιο, έβγαλε και πέταξε κάτω το χιτώνα του και πηδώντας από τις βαθμίδες στάθηκε μπροστά στο βασιλιά. Αυτός έμεινε έκπληκτος από την τόλμη του νεαρού και του λέγει: «Νεαρέ μου, απ’ ό,τι φαίνεται η επιθυμία των χρημάτων σε οδήγησε σ’ αυτό το τόλμημα. Εγώ βέβαια, επειδή λυπάμαι και την ομορφιά σου και τον ανθό της νιότης σου, σου δίνω τα χρήματα και παραδέχομαι τη γενναιότητά σου και φύγε κερδίζοντας και τη ζωή σου και τα χρήματα. Μην αντισταθείς όμως στο Λυαίο, γιατί πολλούς έστειλε στο θάνατο, πιο δυνατούς από σένα».
10. Όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Νέστωρ, ούτε το Λυαίο φοβήθηκε για τους επαίνους, ούτε υποχώρησε στη γενναιοδωρία του βασιλιά, αλλά του είπε: «βασιλιά μου, δεν έχω έρθει σ’ αυτή τη μονομαχία γιατί επιθυμώ χρήματα, αλλά για ν’ αποδείξω σήμερα μπροστά σου πιο ισχυρό τον εαυτό μου από το Λυαίο». Τότε λοιπόν ο βασιλιάς και οι σύνεδροί του γεμάτοι θυμό κατάλαβαν την αλαζονεία του Νέστορος και ενθάρρυναν υπερβολικά το Λυαίο για την εξόντωσή του.
11. Και ο νεανίας του Θεού ενισχύθηκε με το σημείο του σταυρού, πήρε στα χέρια του τον ακινάκη [κοντό ξίφος], σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, προσευχήθηκε και είπε «ο Θεός του δούλου σου Δημητρίου και ο αγαπημένος γιος σου Ιησούς Χριστός, που νίκησες τον εχθρό Γολιάθ με τον εκλεκτό σου Δαβίδ, εσύ Κύριε νίκησε και τούτη τη στιγμή τη δύναμη του Λυαίου». Έτσι λοιπόν προσευχήθηκε και πήδησε μέσα από τα μάγγανα και, όταν έγινε η συμπλοκή, ο Λυαίος δέχτηκε καίριο χτύπημα στην καρδιά από το Νέστορα και πέθανε αμέσως και έφερε την πιο μεγάλη στενοχώρια στα βασιλιά. Και ο Νέστωρ δόξαζε το Θεό, γιατί ο βάρβαρος σκοτώθηκε με τις προσευχές του αγίου Δημητρίου.
12. Ο Μαξιμιανός όμως τινάχτηκε με θυμό από την καθέδρα, και συμπεριφερόταν στυγνά στους αυλικούς του λέγοντας «μα τους θεούς, αν δεν έγινε κάποια μαγεία, ένας μικρόσωμος νεαρός δεν θα σκότωνε το Λυαίο, που έχει κάνει τόσα και τέτοια κατορθώματα».
13. Τότε ο τύραννος κάλεσε το Νέστορα και τον ρώτησε λέγοντάς του «απάντησέ μας, νεαρέ μου, με ποια μαγικά τεχνάσματα και ποιους συνεργάτες είχες και σκότωσες το Λυαίο;». Ο Νέστωρ λοιπόν πήρε το λόγο και είπε «ούτε με μαγεία, ούτε με μαγγανεία, όπως είπες, βασιλιά, σκοτώθηκε ο Λυαίος, αλλά ο ίδιος ο Θεός του Δημητρίου, ο Θεός των χριστιανών, έστειλε τον άγγελό του και σκότωσε το Λυαίο με το χέρι μου, γιατί ήταν μιαρός και εγωιστής». Τότε λοιπόν ο θεομάχος γέμισε με θυμό και οργή και διέταξε να οδηγήσουν το Νέστορα στο δυτικό μέρος της Θεσσαλονίκης, στη λεγάμενη Χρυσή πύλη, και να τον σκοτώσουν, γιατί ήταν χριστιανός, και έτσι λοιπόν ο άγιος αυτός νεανίας στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, στις εικοσιπέντε του Οκτωβρίου.
* Τα μάγγανα ήταν ο χώρος της συμπλοκής, όπου υπήρχαν και ορισμένες μηχανές για τους μονομάχους και οι σανίδες ήταν ξύλινοι διάδρομοι, που οδηγούσαν στο συγκεκριμένο χώρο.
Απόσπασμα το βιβλίο, «Άγιος Δημήτριος, Εγκωμιαστικοί λόγοι επιφανών βυζαντινών λογίων (Συμεών, Νεόφυτος, Γρηγοράς, Παλαμάς, Αρμενόπουλος)», των εκδόσεων Ζήτρος. Πρόλογος Βασίλης Κατσαρός, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Πέτρος Βλαχάκος.