Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον μαθητή του Τιμόθεο, πως ο Θεός «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν … ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ» (Β΄Τιμ.1,7-8), θέλοντας να τον ενισχύσει να σταθεί ηρωικά στις διώξεις από τις αντίθεες δυνάμεις του κόσμου.
Αυτή την παρακαταθήκη είχαν όλοι οι άγιοι Μάρτυρες, δίνοντας με ηρωισμό την μαρτυρία τους για τον Χριστό, αψηφώντας τους βασανισμούς και το θάνατο.
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νέστωρ, ο ηρωικός και καλλίμαχος Μάρτυς του Χριστού.
Καταγόταν από την πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη, η οποία θεωρούνταν συμπρωτεύουσα του απέραντου ρωμαϊκού κράτους, με πολυεθνικό, πολυφυλετικό και πολυθρησκευτικό χαρακτήρα, γεννημένος στα τέλη του 3ου μ. Χ. αιώνα.
Παρά το γεγονός ότι εκεί είχε ιδρύσει ισχυρή χριστιανική κοινότητα ο Απόστολος Παύλος το 51 μ. Χ., και η Εκκλησία είχε εδραιωθεί, η ειδωλολατρία ανθίστατο, συντηρούμενη από τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία θεωρούσε τον παγανισμό ως παράγοντα συνοχής του κράτους και αυτή ήταν μια από τις αιτίες που δίωκε τους χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνταν να θυσιάσουν στα είδωλα και στο «θεό» αυτοκράτορα.
Το νεαρό παλικάρι ο Νέστωρ καταγόταν από ευσεβείς γονείς και είχε γαλουχηθεί με τα νάματα της χριστιανικής πίστης.
Είχε, κατά την παράδοση, ωραία εμφάνιση, αρχοντικό παρουσιαστικό και ευγενική ψυχή.
Επίσης είχε χαλυβωθεί ο νεανικός χαρακτήρας του με ηρωικό φρόνημα, εμπνεόμενος από τους πολυπληθείς Μάρτυρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν αποβάλλει κάθε φόβο, για χάρη της ομολογίας του Χριστού, ως αληθινού Θεού και μοναδικού σωτήρα του κόσμου.
Φαίνεται ότι ήταν ενεργό και ενθουσιώδες μέλος της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων και ανήκε στην ομάδα των νέων, όπου επικεφαλής ήταν ο ανώτατος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, άγιος Δημήτριος.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον πρότερο βίο του.
Τον γνωρίζουμε από το συναξάρι του αγίου Δημητρίου.
Σε κάποια χρονική στιγμή επισκέφτηκε την πόλη της Θεσσαλονίκης ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μαξιμιανός (286-305), ένας σκληρός, ανελέητος και απάνθρωπος ηγεμόνας.
Ως φανατικός και θρησκομανής παγανιστής, ήταν ορκισμένος εχθρός των χριστιανών, τους οποίους καταδίωκε με απίστευτη αγριότητα και μίσος.
Βρισκόμαστε άλλωστε στις αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, όπου ισχύει το διάταγμα του Διοκλητιανού (304 μ. Χ.), για ολοκληρωτικό αφανισμό των χριστιανών, με την παρότρυνση των σκοταδιστικών ιερατείων των μικρασιατικών μαντείων, Κλαρίου και Διδυμαίου Απόλλωνος.
Οι αδίστακτοι ιερείς και μάντεις, είχαν πείσει τον θρησκόληπτο και θρησκομανή αυτοκράτορα, πως οι «θεοί» απαιτούν την εξάλειψη των χριστιανών για να γίνουν ευμενείς προς την αυτοκρατορία.
Πως οι συμφορές και οι ατυχίες οφείλονταν στον θυμό των «θεών», για την ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού και την δραματική συρρίκνωση του παγανισμού!
Φτάνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη ο Μαξιμιανός εξαπέλυσε διωγμό κατά των θεσσαλονικέων χριστιανών, συλλαμβάνοντάς τους και υποβάλλοντάς τους σε μαρτύρια, Μεταξύ αυτών συνέλαβε και τον ανώτατο αξιωματικό Δημήτριο, τον οποίο έριξε στη φυλακή.
Όντας στη φυλακή ο Δημήτριος, ο Μαξιμιανός θέλοντας να σπείρει το φόβο και να ντροπιάσει τους χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε δειλούς και τιποτένιους (αυτή την λαθεμένη γνώμη είχαν οι παγανιστές γι’ αυτούς), πήγε στο στάδιο της πόλης, φέροντας μαζί του έναν θηριώδη και αιμοσταγή μονομάχο, τον Λυαίο.
Θεωρούνταν ο φόβος και ο τρόμος των μονομάχων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον νικήσουν.
Καυχιόταν πως οι «θεοί» του είχαν δώσει ανίκητη δύναμη ώστε να νικά κάθε μη πιστό της ειδωλολατρίας.
Να σημειώσουμε εδώ πως η φρικτές μονομαχίες ήταν το αγαπημένο θέαμα των Ρωμαίων, οι οποίοι αλάλαζαν από ευχαρίστηση, βλέποντας τα αίματα και τους φόνους των μονομάχων, οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους ήταν δούλοι.
Επίσης αγαπημένο θέαμα γι’ αυτούς ήταν και ο δημόσιος βασανισμός και η θανάτωση των χριστιανών, λόγω του μίσους προς αυτούς που έσπειραν οι ιερείς των ειδώλων.
Ο αυτοκράτορας άρχισε να καλεί τους χριστιανούς να παλέψουν με τον παγανιστή Λυαίο.
Φόβος και τρόμος κατέλαβε τους θεσσαλονικείς, διότι πίστευαν ότι δεν θα έβγαιναν ζωντανοί από τα χέρια του γίγαντα ειδωλολάτρη.
Επειδή κανένας δεν τολμούσε να παλέψει με τον θηριώδη, άγριο και αιμοβόρο αυτό μονομάχο, ο Μαξιμιανός εκτόξευε λοιδορίες εναντίον τους, και ντροπιάζοντάς τους στα μάτια του αλαλάζοντος ειδωλολατρικού πλήθους.
Οι χριστιανοί λυπούνταν γι’ αυτή την καταισχύνη και δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό, να δείξουν στον υπερφίαλο ειδωλολάτρη αυτοκράτορα και το παγανιστικό πλήθος ότι δεν τους αξίζει τέτοια μεταχείριση.
Τότε ο νεαρός Νέστωρας, θεώρησε μεγάλη προσβολή την πρόκληση των μισαλλόδοξων ειδωλολατρών και αποφάσισε να παλέψει με τον Λυαίο.
Μη υποφέροντας αυτή την καταισχύνη και για να δείξει ότι η δύναμη του Θεού είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από την δύναμη των ειδώλων και την ρωμαϊκή εξουσία, αποφάσισε να ανταποκριθεί στην πρόκληση του Μαξιμιανού, δέχτηκε να αντιμετωπίσει τον γίγαντα Λυαίο.
Πριν δεχτεί, πήγε κρυφά στο δεσμωτήριο που κρατούνταν φυλακισμένος και βασανιζόμενος ο Δημήτριος, για να του ανακοινώσει την απόφασή του και να πάρει την άδειά του και την ευχή του, να νικήσει τον Λυαίο.
Εκείνος γεμάτος από ενθουσιασμό για τον ηρωισμό του μαθητή του Νέστωρα, του έδωσε την άδεια και την ευχή του.
Ο Νέστωρ κατευθύνθηκε στο στάδιο, όπου ο Μαξιμιανός και οι φανατισμένοι θεατές τους, οι οποίοι περιγελούσαν τους χριστιανούς, στάθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και του είπε ότι θέλει να παλέψει με τον Λυαίο.
Βλέποντας ο ηγεμόνας, ο Λυαίος και το πλήθος έναν καχεκτικό νεαρό να θέλει να παλέψει με τον ανίκητο γίγαντα μονομάχο, έβαλαν τα γέλια, θωρώντας ότι μάλλον παραφρόνησε και δεν ήταν σε θέσει να γνωρίσει τον βέβαιο θάνατό του.
Στην επιμονή του Νέστωρα, ο αυτοκράτορας έδειξε ότι τον λυπάται και τον συμβούλεψε να αλλάξει γνώμη.
Μάλιστα του έταξε και αμοιβή, ότι θα του έδινε τα χρήματα που προορίζονταν για τον Λυαίο.
Ο Νέστωρ όμως επέμενε λέγοντας στον Μαξιμιανό, ότι «θέλω να παλέψω με τον Λυαίο, για να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος του, γι’ αυτό και αποφάσισα να κινδυνεύσω! Και όχι χάριν των χρημάτων»!
Θύμισε την φράση των Περσών στον Μαρδόνιο, τους οποίους έφερε στην Ελλάδα να κατακτήσουν τους Έλληνες, όπως την διέσωσε ο Ηρόδοτος: «Αλλοίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους άνδρες μας έφερες να πολεμήσουμε! Μ’ αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή»!
Βλέποντας λοιπόν ο αυτοκράτορας ότι ο Νέστωρ ήταν αμετάπειστος, του επέτρεψε.
Ο γίγαντας Λυαίος, γεμάτος από υπερηφάνεια και κομπασμό, άρχισε να περιγελάει τον νεαρό και ισχνό αντίπαλό του.
Ο Νέστωρ αντιπαρατάχτηκε με τον αλαζονικό Λυαίο και τον θανάτωσε, προς μεγάλη απογοήτευση και καταισχύνη του ειδωλολατρικού όχλου και ανείπωτη χαρά των Χριστιανών.
Ο φοβερός Μαξιμιανός καταντροπιάστηκε από το γεγονός αυτό.
Δεν περίμενε ένας αδύναμος νέος να σκοτώσει το καύχημά του, τον γίγαντα Λυαίο.
Κάλεσε κοντά του τον Νέστωρα και τον ρώτησε με ποια δύναμη, με ποια μαγική πράξη κατόρθωσε να νικήσει και να φονεύσει τον γίγαντα Λυαίο.
Τότε ο ηρωικός μαχητής του Χριστού φανέρωσε την πίστη του στο Χριστό, απαντώντας του: «Με τη δύναμη του αληθινού Θεού και τις ευχές του φυλακισμένου χριστιανού αξιωματικού Δημητρίου»!
Ακούγοντας αυτά ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και ούρλιαζε από το θυμό του σαν θηρίο ανήμερο.
Έδωσε αμέσως διαταγή στους δημίους να μεταβούν στη φυλακή να κατατρυπήσουν το δέσμιο Δημήτριο με τις λόγχες τους, ώστε να υποστεί αργό και βασανιστικό θάνατο.
Επίσης, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Νέστωρα.
Απάνθρωποι στρατιώτες τον συνέλαβαν, τον έδεσαν και τον έσυραν ως την «Χρυσή πύλη» της Θεσσαλονίκης (περιοχή Βαρδάρη), όπου τον αποκεφάλισαν.
Η μνήμη του τιμάται στις 27 Οκτωβρίου.
Οκτ 27, 2025Εκκλησία Online
ΕΜΥ Καιρός: Έκτακτο δελτίο για σήμερα Δευτέρα 27 Οκτωβρίου













