Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, ὑπὲρ ταύτης ἤθλησας, Θεομακάριστε Πέτρε, Ἄρειον τὸν ἀποστάτην καταδιώξας, ὅθεν σου τὴν παναγίαν μνήμην τελοῦντες, Ὀρθοδόξως ἐκβοῶμεν, Χαίροις ὢ Πέτρε, ἡ πέτρα τῆς πίστεως.
Ο Άγιος Πέτρος ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, στόλιζε τον θρόνο της πόλεως αυτής, κατά την εποχή που βασίλευε στη Νικομήδεια, ο δυσεβής Διοκλητιανός (284 – 305).
Ο μακάριος Πέτρος ήταν σε όλους περίβλεπτος και περίφημος για τις αρετές του. Πολλούς οδήγησε με τις διδασκαλίες του και τις θαυμάσιες πράξεις του εις την ευσέβεια.
Δεν άργησε όμως να μάθει τα έργα του μακαρίου Πέτρου ο τύραννος και θύμωσε πολύ. Έστειλε αμέσως πέντε στρατιώτες να τον πιάσουν και να τον φέρουν δεμένο εκεί στη Νικομήδεια.
Ο Πέτρος συλλαμβάνεται
Οι στρατιώτες του έδειξαν αμέσως τη βασιλική διαταγή. Ο αοίδιμος Πέτρος δεν έφερε αντίσταση ούτε λυπήθηκε καθόλου. Σαν άκακο αρνί, στάθηκε και τον έδεσαν. Οι πολίτες, και ήταν λαός πολύς, όταν είδαν τα συμβαίνοντα, πεισμάτωσαν για την ατιμία αυτήν, να δέσουν δηλ. ένα άγιο άνθρωπο, σαν να ήταν ασήμαντος και κακοποιός.
Αμέσως επετέθη σαν εναντίον των στρατιωτών με πολλή ορμή και σύγχυση. Όταν είδαν οι στρατιώτες την ορμή του λαού, φοβήθηκαν. Έκλεισαν τον Άγιο σε μια φυλακή εκεί κοντά στην εκκλησία και τον φύλαγαν. Συγχρόνως έδωσαν αναφορά στον τύραννο, για όσα συνέβησαν.
Όταν έλαβε την αναφορά ο τύραννος, θύμωσε πολύ και γράφει αμέσως απόφαση, να κόψουν το κεφάλι του Αγίου, και όσοι χριστιανοί τολμήσουν να εναντιωθούν να φονεύονται αμέσως. Η διαταγή έπρεπε να εκτελεστεί.
Αλλά με ποιο τρόπο; Έξω από τη φυλακή είχαν συναχθεί, όπως οι μέλισσες, άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, και παιδιά ανήλικα και θρηνούσαν για τον ποιμένα και διδάσκαλο.
Ο Άγιος ορίζει διαδόχους του
Ο Άγιος κάλεσε τους πιο άξιους πρεσβυτέρους της αρχιεπισκοπής του, τον Αχιλλά και τον Αλέξανδρο. Τους ανήγγειλε ότι έφτασε το τέλος του και όρισε διαδόχους του. Και τους έδωσε συμβουλές να φυλάξουν το ποίμνιο, αμέτοχο από κάθε αίρεση.
Ο Άγιος σχεδιάζει μόνος την εκτέλεση του
Όταν έμεινε μόνος του ο Άγιος, σκέφθηκε ότι οι στρατιώτες ετοιμάζουν να τον θανατώσουν σύμφωνα με το βασιλικό πρόσταγμα, αλλά φοβόταν μήπως στασιάσουν οι Χριστιανοί και γίνει αιματοχυσία μεγάλη γι αυτόν. Σαν φρόνιμος, λοιπόν, που ήταν φρόντισε και σκέφτηκε ένα νέο τρόπον, ώστε να φυλάξει και το ποίμνιο χωρίς βλάβη, και αυτός να λάβει τον θάνατον, που ποθούσε.
Παρήγγειλε αμέσως με ένα πιστότατο άνθρωπο δικό του να φωνάξει ένα από τους στρατιώτες. Σ’ αυτόν, λοιπόν, είπε ο Άγιος, να πάνε τα μεσάνυχτα στο πίσω μέρος της φυλακής και να χαλάσουν τον τοίχο ήσυχα, εκεί ακριβώς που θα τους κτυπήσει ο Άγιος από μέσα.
Κατόπιν να τον βγάλουν ήσυχα, ώστε να μη αντιληφτούν τίποτε οι Χριστιανοί, που κάθονταν στη πόρτα και φύλαγαν.
Τούτο όταν το άκουσε ο στρατιώτης του τυράννου χάρηκε. Αμέσως επήγε με δύο πετροκόπους την ώρα, που όρισε ο Άγιος και όταν άκουσαν τον κτύπο του Αγίου, γκρέμισαν με επιδεξιότητα τον τοίχο και έβγαλαν τον Άγιο.
Συνέβη δε και άλλο από του Θεού την θέληση. Εκείνη δηλ. την ώρα σηκώθηκε δυνατός αέρας και άρχισε πολλή βροχή. Και έτσι οι φύλακες Χριστιανοί δεν άκουσαν τίποτε.
Ο πραότατος Πέτρος μιμούμενος τον Δεσπότη Χριστό τον Διδάσκαλό του, παρέδωσε τον εαυτό του στους φονευτές του θεληματικά και επήγε χαρούμενος προς τον θάνατο.
Οι στρατιώτες θαύμαζαν για την προθυμία του Αγίου και το ακμαίο ηθικό του. Όταν έφθασαν στον τόπον της καταδίκης, όπου άλλοτε είχε μαρτυρήσει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος, εζήτησε την άδεια από τους στρατιώτες να τον αφήσουν να κατέβει στον τάφο του Αποστόλου να πάρει συγχώρηση.
Όταν τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, ασπάσθηκε τον τάφο του Αποστόλου Μάρκου και των άλλων Αρχιερέων, που ήσαν στο κοιμητήριο, και επέστρεψε στους στρατιώτες με γελαστό και χαρούμενο πρόσωπο. Άστραφτε το πρόσωπο του σαν ένα φως ουράνιο, ώστε αυτοί που τον έβλεπαν, θαυμάζανε και απορούσαν.
Κατά την ώρα εκείνη έρχονταν προς τα εκεί δύο γυναίκες, μία παρθένος και η άλλη γερόντισσα παρθένος.
Κρατούσαν στα χέρια τους δύο σεντόνια και τέσσερα δέρματα από ζώα. Ο Άγιος, όταν τις είδε, κατάλαβε ότι ο Θεός τις έστειλε, και τους είπε να απλώσουν στη γη, πρώτα τα δέρματα και επάνω τα σεντόνια.
Κατόπιν γονάτισε επάνω σε αυτά και προσευχόταν ευχαριστώντας τον Θεό. Έπειτα έκαμε το σταυρό του, έβγαλε το ωμοφόριο, γύμνωσε τον τράχηλο του, έκλινε το κεφάλι του, για να του το κόψουν.
Οι στρατιώτες μπροστά στην αρετή του Αγίου έμειναν από ευλάβεια ακίνητοι. Κανείς δεν είχε διάθεση για τη σφαγή, καίτοι ήσαν υπεύθυνοι από τη διαταγή που είχαν. Διάταζε ο ένας τον άλλον να γυμνώσει το ξίφος και δεν μπορούσαν.
Επειδή όμως ξημέρωνε και κινδύνευαν να ακουστεί η υπόθεση στην πόλη και να έλθουν οι Χριστιανοί να τους εμποδίσουν, συμφώνησαν και έβαλε κάθε στρατιώτης πέντε χρυσά φλωριά κάτω, να τα πάρει όλα όποιος κόψει την κεφαλή του Ιερομάρτυρος.
Τότε ο ένας από αυτούς κινηθείς από την αγάπη του χρήματος, αφού μάζεψε τα αργύρια, τον αποκεφάλισε επί Μαξιμιανού το έτος (311), και τότε έφυγαν όλοι οι ειδωλολάτρες.
Το Άγιο σώμα του Μάρτυρος στεκόταν, ω του θαύματος, πολλή ώρα όρθιο, έως ότου ακούστηκε η φήμη παντού.
Έμαθαν τα συμβάντα και οι Χριστιανοί, που φύλατταν ακόμη στη φυλακή, και αμέσως έτρεξαν στον τόπο των καταδίκων. Όταν είδαν το Άγιο λείψανο, έκαμαν θρήνο πολύ.
Έκλαιγαν, σαν παιδιά φιλόστοργα, την ορφάνια τους. Μαζεύτηκαν δε όχι μόνον η πόλις όλη, αλλά και όλα τα περίχωρα της Αλεξανδρείας. Έκαμαν θρήνο μεγάλο με βοή ακατάπαυστη, θρηνούσαν την στέρηση τόσον σπουδαίου θρησκευτικού Πατρός.
Όλοι φιλονικούσαν ποιος θα πάρει ένα κομμάτι από το ιμάτιο του από ευσέβεια. Γι αυτό οι σπουδαιότεροι τύλιξαν το Άγιο λείψανο στο δερμάτιο και στο σεντόνι, όπως ήταν με το Άγιο αίμα του. Το έδεσαν σφικτά και το φύλαγαν διότι φοβόνταν την οργή του πλήθους, που ήθελαν να μη το μοιρασθούν και να το διαλύσουν για φυλαχτά.
Έπειτα άρχισε άλλη φιλονικία για την ταφή. Οι μεν ήθελαν να το ενταφιάσουν εκεί στο κοιμητήριο του Αποστόλου, οι δε, στο κοιμητήριο όπου ήταν ο μακάριος Θεωνάς, ο οποίος είχε αναθρέψει τον Άγιο.
Τέλος οι σπουδαιότεροι ετοίμασαν βάρκα, (διότι βρισκόταν στην παραλία ο τόπος αυτός) έβαλαν μέσα το ιερόν λείψανο του Αγίου και το μετέφεραν στο τόπο, που καλείται Λευκάδα, στο δυτικό μέρος της πόλεως.
Εκεί το ενταφίασαν με ευλάβεια, την 25ην του μηνός Νοεμβρίου. Το κοιμητήριο αυτό το είχε ο ίδιος ο Άγιος οικοδομήσει.
πηγή: Το σπιτάκι της Μέλιας