Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄: ο πολυτάλαντος εκκλησιαστικός ηγέτης
«Ο Φιλεύσπαχνος, Φιλόθεος, Φιλάγιος, Φιλομόναχος, Φιλόπατρις»
Με την ευκαιρία του 47ου ετήσιου Μνημοσύνου του
Κάθε χρόνο που τελούμε το μνημόσυνο του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’, προσπαθούμε να αναπτύσσουμε και κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα με πολυποίκιλα χαρίσματα. Υπήρξε η μεγαλύτερη ηγετική φυσιογνωμία της Κύπρου. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του ευρύτερου Ελληνισμού[1]. Κατέστη μέγας καθοδηγητής του λαού του. Εξευγένιζε τον πλησίον του, ενέπνεε αγωνιστικότητα και αυτοθυσία. Άνθρωπος που εντυπωσίαζε τον συνομιλητή του με εκείνο το ευφυές καθαρό του βλέμμα, την απλότητα στους τρόπους και τη συμπεριφορά του και τη λεπτότητα της φυσιογνωμίας του.
Η ιταλίδα δημοσιογράφος ΟριάναΦαλάτσι αναφέρει για τον Μακάριο τα εξής: «Είναι από τους λίγους αρχηγούς κρατών που αξίζει τον κόπο να σηκωθείς, αν όχι και να γονατίσεις στο πέρασμά τους. Γιατί είναι από τους λίγους που έχουν μυαλό. Και εκτός από μυαλό έχει και θάρρος. Και εκτός από θάρρος έχει και αίσθηση χιούμορ, ανεξαρτησία σκέψης , αξιοπρέπεια. Μια αξιοπρέπεια σχεδόν βασιλική, που ένας Θεός ξέρει από πού προέρχεται[2]».
Φιλεύσπλαχνος: ανάμεσα στα πολλά χαρίσματα που τον προίκισε ο Θεός ήταν η αγάπη που επιδείκνυε για όλους τους ανθρώπους, κυρίως δε για τους πονεμένους και ταλαιπωρημένους. Άνθρωπος γεμάτος προσφορά, γεμάτος καλοσύνη.
Ήταν αμνησίκακος, ο άνθρωπος της συγχώρεσης. Ήταν η ενσάρκωση της αγάπης και της ανεξικακίας. Δεν είχε μίσος για κανένα, παρά το γεγονός ότι πληγώθηκε και μισήθηκε από πολλούς, ανάμεσα σε αυτούς και πολλοί εκ των οποίων ευεργετήθηκαν από αυτόν, οι οποίοι προσπάθησαν (και ακόμα προσπαθούν) να σπιλώσουν τη μνήμη του, να τον συκοφαντήσουν να τον σμικρύνουν και να περιορίσουν την ακτινοβολία του, που λάμπει στην οικουμένη. Όσο και να προσπαθούν, είναι μικροί και δεν πρόκειται ούτε να τον φτάσουν ούτε και να εμποδίσουν τις επερχόμενες γενεές να μιμηθούν και να έχουν το βίο του για πρότυπο. «Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, που γνώριζε καλά τον Μακάριο, έλεγε ότι μόνον όταν τον ζήλευε κάποιος θα μπορούσε να τον μισήσει, ή να γίνει εχθρός του», όπως ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος[3].
Κανένα δεν έβλεπε εχθρό. Στα πρόσωπα όλων έβλεπε τις ψυχές, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, για τις οποίες θα έδινε λόγω κατά την ημέρα της Κρίσεως. Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο από το εξωτερικό, που απουσίαζε πέντε μήνες μετά το πραξικόπημα, είπε χαρακτηριστικά: «Δέν ἔχω πρόθεσιν διώξεως ἐχθρῶν καί ἀντιπάλων ἤ προσαγωγῆς ἐνώπιον δικαστηρίου τῶν βαρυνομένων μέ πολιτικά ἀδικήματα. Δίδω εἰς ὅλους ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ἀμνηστίαν… Ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου τῆς Κύπρου τά πάθη καί ἡ διχόνοια οὐδεμίαν ἔχουν θέσιν[4]». Αυτό ήταν το μεγαλείο του οικουμενικού αυτού ανδρός.
Η αγάπη προς τους εχθρούς είναι η υπέρτατη μορφή ενότητας και αγάπης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της χάριτος του Τριαδικού Θεού. Το βασικό και αλάνθαστο κριτήριο της γνήσιας αγάπης προς τον άλλον και της πνευματικής μας προόδου είναι η αντίδραση μας στην αποδοκιμασία ή στις ύβρεις, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος[5]. Και όπως έλεγε και ο Νύσσης Γρηγόριος «καταδικάζοντας τον πλησίον σου, καταδικάζεις τον εαυτό σου[6]».
Η αγάπη του άγγιζε και τους λαούς, που επισκεπτόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Ένα από τα πολλά παραδείγματα έκφρασης της αγάπης λαού προς τον Μακάριο ήταν αυτό στην Κένυα. Όταν επισκέφθηκε την, κατόπιν επίσημης επισκέψεως στην Κένυα το 1970, οι Κενυάτες τον ανακηρύξαν Εθνικό τους ήρωα, δίνοντας το όνομά του σε ένα από τους κεντρικούς δρόμους της Μομπάσας.
Τί να πρωτοαναφέρει κανείς για τις μεγάλες του ευεργεσίες στην αφρικανική Ήπειρο. Υπήρξε ο θεμελιωτής της ιδέας της εξωτερικής ιεραποστολής στο κέντρο της Αφρικανικής Ηπείρου[7].
Όπου εντόπιζε προβλήματα, προσπαθούσε να βρίσκει άμεσα λύσεις, χωρίς να θέλει να τα αναθέσει σε άλλο πρόσωπο ή ακόμα να αδιαφορήσει.
Φιλόθεος:Ο Εθνάρχης Μακάριος είχε βαθιά πίστη. Και μην θεωρηθεί πως επειδή κάποιος είναι κληρικός, σημαίνει έχει και πίστη.
Χαρακτηριστικός ο χειροτονητήριος λόγος του στο δεύτερο της ιερωσύνης βαθμό, που φαίνεται ξεκάθαρα το δέος που τον συνέχει και η ευθύνη του λειτουργήματος που καλείται να αναλάβει «ἀναδέχομαι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ὂχι διὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσω ὡς βιοποριστικὸν ἐπάγγελμα, διὰ νὰ ἀμέλγωτὰ πρόβατα καὶ νὰ πίνω τὸ γάλα καὶ νὰ περιβάλλωμαι τὸ ἔριον, ποιμαίνων οὕτω τὸν ἑαυτὸν μου καὶ ὄχι τὸ ποίμνιον… Βαθύτατα εἶναι ἐγκεχαραγμένοι ἐν τῇ καρδίᾳ μου οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἰπόντος: Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ[8]»[9]. Και στον ενθρονιστήριον του λόγο ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου έλεγε: «Ἀρχόμενος τοῦ ἔργου πρώτιστον σπούδασμα τὴν φύλαξιν τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῆς πίστεως , ὡς αὕτη εἰς ἡμᾶς ὑπὸ τοῦ Κυρίου παρεδόθη… Ἐν χειρὶ ὑποτρεμούσῃ λαμβάνω τὸ πηδάλιον, ὅ, σήμερον, δέδωκάς μοι[10]». Οι λόγοι του αυτοί δηλώνουν ξεκάθαρα τον Ευαγγελικό λόγο «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖτὸ στόμα αὐτοῦ[11]».
Φιλάγιος: Ένα από τα πολλά στολίδια που καλείται ο κάθε Χριστιανός να έχει στη ζωή του είναι η ευλάβεια, η οποία αν την αφαιρέσεις, είναι σαν να αφαιρείς την χάρη του Θεού. Αυτή η ευλάβεια φαινόταν περίτρανα σε κάθε στιγμή και έκφανση της ζωής του. Όταν συμπληρώθηκαν τα εκατό χρόνια της ιδρύσεως της Ιεράς Μονής του Αποστόλου Ανδρέου, τον Οκτώβριο του 1967, απηύθυνε επιστολή στον Μητροπολίτη Πατρών κυρό Κωνσταντίνο, με την οποία του ζητούσε να μεταφέρει στην Κύπρο την τιμία Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου. Αποδέχθηκε την πρόταση, ο μακαριστός Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, και μετέφερε την Κάρα στις 7 Οκτωβρίου 1967 στο λιμάνι Αμμοχώστου συνοδευόμενος υπό των Μητροπολιτών Νικαίας Γεωργίου (τον από Τριμυθούντος) και Ύδρας Ιεροθέου[12].
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1968, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επιθυμώντας να μεταφερθεί για προσκύνημα από την Αθήνα στην Κύπρο η τιμία Κάρα του Αγίου Πολυδώρου του Κυπρίου, του μαρτυρήσαντος στην Έφεσο το 1794[13], απέστειλε επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδος Ιερώνυμο Κοτσώνη, από τον οποίο ζητά την κανονική άδεια και ευλογία, κάτι που με ευχαρίστηση αποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Έκφραση της αγάπης του προς τους Αγίους, ήταν το 1967 η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου του Κυπρίου, που μαρτύρησε το 1752 στην αρχαία Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης[14].
Ακόμα ένας τρόπος ευλάβειάς του προς τους Αγίους ήταν η επιχείρησή του με τη συγγραφή μελέτης υπό τον τίτλο «Κύπρος ἡ Ἁγία Νῆσος», με σκοπό να συγκεντρώσει τους Αγίους της Κύπρου και να τους παρουσιάσει στο πλήρωμα της Εκκλησίας της Κύπρου.
Φιλομόναχος: η αγάπη του για τον μοναχισμό ήταν μεγάλη. Παραμένει άγνωστο κατά μεγάλο μέρος στους περισσοτέρους από εμάς, το έργο και η προσφορά του στην ανόρθωση του Μοναχισμού στην Κύπρο. Πολλάκις ετόνιζε το πνευματικό έργο που προσφέρουν τα Μοναστήρια. Το φιλομοναχικό του πνεύμα διακρίνεται από τις συχνές επισκέψεις του στα Μοναστήρια. Με γνώμονα αυτή του την αγάπη προς τον Μοναχισμό, θέλοντας να προστατεύσει τον γυναικείο μοναχισμό, κοπίασε για την ανακαίνιση και επανασύσταση των Ιερών Μονών. Στην Κύπρο υπήρχαν τότε, οι δύο γυναικείες Μονές, του Αγίου Αντωνίου στη Δερύνεια και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Καϊμακλί, οι οποίες λειτουργούσαν χωρίς συγκεκριμένο κανονικό πλαίσιο και οι μοναχές αυξάνονταν. Τότε ο Κιτίου Μακάριος έθεσε στη συνεδρία της 17ης Μαρτίου 1949 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας το ζήτημα της έγκρισης και προστασίας του γυναικείου μοναχισμού[15]. Οι αντιλήψεις των Αρχιερέων περί του θεσμού του γυναικείου μοναχισμού τότε, ήταν αρνητικές και δεν ήταν ευνοϊκές στο να αναπτυχθεί[16]. Παρά τις αρνητικές αντιλήψεις των Αρχιερέων της εποχής εκείνης, ο Κιτίου Μακάριος εξασφάλισε την άδεια όπως οι δύο γυναικείες αδελφότητες εγκατασταθούν στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, για να συστήσουν κοινοβιακή Μονή, υπό τη βάση κανονικού θεσμικού πλαισίου. Στην ανασυσταθείσα Μονή του Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου μετέβησαν μόνο οι μοναχές του Αγίου Αντωνίου Δερύνειας, ενώ η αδελφότητα της Μονής Μεταμορφώσεως επιθυμούσε να παραμείνει στη Μονή τους. Με την οικονομική και πνευματική στήριξη του Μητροπολίτη Κιτίου Μακαρίου (μετέπειτα Αρχιεπισκόπου) άρχισε το επίπονο έργο της ανακαίνισης της Μονής. Ο αριθμός των μοναζουσών αναπτύχθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα να αναζητηθούν άλλοι χώροι διαμονής για την ομαλή λειτουργία των εκκλησιαστικών αναγκών.
Έτσι, όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος, αναγκάστηκε να εγκαθιδρύσει μοναχικές αδελφότητες στα εγκαταλελειμμένα μοναστήρια της Κύπρου, τα οποία ανακαίνισε εκ βάθρων και τα επαναλειτούργησε, δίνοντάς τους ζωή και κατ’ επέκταση αίγλη στο γυναικείο μοναχισμό της Κύπρου.
Ανακαίνισε και επαναλειτούργησε τις Ιερές Μονές Αγίου Παντελεήμονος Αχεράς (ανοικοδόμηση 1968)[17],Αγίου Σπυρίδωνος της σήμερα κατεχόμενης Τρεμετουσιάς, Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Αναλυόντα (1971), Παναγίας Τοχνιού στο σήμερα κατεχόμενο χωριό Μάνδρες της επαρχίας Αμμοχώστου, Αγίου Ηρακλειδίου στο Πολιτικό (ανακαίνισε εκ βάθρων το 1962 και απέστειλε από τη Μονή Μεταμορφώσεως τρεις μοναχές τη Χαριθέα, μετέπειτα Ηγουμένη[18], και τις αυτάδελφες Ευπραξία και Θεοφανώ), τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής -Παναγίας του Γλωσσά (1975 – εκ βάθρων ανακαίνιση), τη Μονή της Αγίας Θέκλας, στην οποία το 1963 μετέφερε τους διασωθέντες μοναχούς εκ της σφαγής των Τούρκων από την παλαιοημερολογίτικη Μονή Παναγίας Γαλακτροτροφούσης πλησίον της κοινότητος Κόρνου. Το 1972, με τις ευλογίες του άρχισε η ανακαίνιση της Μονής του Αγίου Κενδέα στο Αυγόρου με τη συμβολή των μοναχών Χριστοφόρας και Μηνοδώρας[19].
Αξιοσημείωτο είναι η ανάδειξη της Μονής Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα από ιδιόρρυθμο σε κοινόβιο και επίσημο μοναστικό κέντρο στις 11 Ιουνίου 1964, ημέρα μνήμης του Αποστόλου Βαρνάβα, στην οποία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συλλειτούργησε με τους Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιο, Κιτίου Άνθιμο και Κυρηνείας Κυπριανό και τους Χωρεπισκόπους Τριμυθούντος Γεώργιο και Αμαθούντος Καλλίνικο και ενθρόνισε τον πρώτο Ηγούμενο της Μονής, Ιερομόναχο Στέφανο Παπαγαβριήλ[20].
Φιλόπατρις: ο Εθνάρχης Μακάριος είχε αφειδώλευτα αισθήματα και γνήσια αγάπη για την πατρίδα του και για τις αρετές του Ελληνισμού. Αγάπησε την πατρίδα περισσότερο από τον εαυτό του και εκδαπανήθηκε στον αγώνα για τα δίκαια του λαού τουΑκαταμάχητος πρόμαχος της ελευθερίας και του Έθνους, πύρινος αγωνιστής της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Ο Μακάριος ήταν ο μεγάλος του Έθνους και της ιστορίας ηγέτης. Ήταν η συνισταμένη των κατευθύνσεων και των ανησυχιών του κυπριακού Ελληνισμού. Άνθρωπος που εξέφραζε το αγωνιστικό του πνεύμα προς ανάκτηση των δικαιωμάτων του, τα οποία η ιστορία του χάραξε στην καρδιά του. Ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε την Κύπρο στο φως της ελευθερίας από το αιώνιο σκοτάδι της δουλείας, ήταν αυτός που ζέστανε τις καρδιές των Ελλήνων της Κύπρου με τον γνήσιο καημό της ελευθερίας. Ήταν ο άνθρωπος που συσσωμάτωνε τις αξίες του λαού του και με τη ζωή και τους αγώνες του εξέφραζε το νόημα της ιστορικής ζωής. Ο Κύπρου Μακάριος ήταν ο ασύγκριτος ερμηνευτής των πολιτικών και εθνικών παλμών και κατευθύνσεων του Ελληνισμού της Κύπρου, ο ακατάβλητος αγωνιστής των ιστορικών δικαίων και ο εμψυχωτής που αναφλόγιζε τις καρδιές των ανθρώπων με τον καημό της ειρήνης και της ανεξαρτησίας, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει σε ομιλία του ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος[21].
Τα διδάγματά του για την πατρίδα ποικίλα. «Δεν χάνονται λαοί, οι οποίοι θέλουν να ζήσουν και αγωνίζονται να ζήσουν». Δεν ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χωριά και τις πόλεις μας». Συχνά έλεγε στα πλήθη που τον άκουγαν: «Ο Ελληνισμός της Κύπρου, για τον οποίο αγωνίστηκα και θυσιάστηκα, πρέπει να ζήσει. Έλληνες σταθείτε ορθοί πάνω στις επάλξεις, αλύγιστοι, αγονάτιστοι, ανυποχώρητοι, απροσκύνητοι, αγωνιστές ανυπότακτοι[22]».
Οι πόθοι του λαού γινόντουσαν και πόθοι του Μακαρίου και οι οραματισμοί του Μακαρίου γινόντουσαν και οραματισμοί του λαού, γιατί ο Μακάριος ήταν ο ίδιος ο λαός. Αναλισκόταν ασταμάτητα πάνω στο βωμό της εθνικής και θρησκευτικής αποστολής του, για την συντήρηση και καλλιέργεια της εθνικής συνειδήσεως και για την ελευθερία της Πατρίδας. Σε ομιλία του στο 4ο ετήσιο μνημόσυνο του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ αναφέρει: «Ήταν ο σημαιοφόρος των εθνικών αγώνων, κι εμείς οι ενθουσιώδεις ακόλουθοι και οι συμπαραστάτες του. Έφυγε, κι αισθανθήκαμε ορφανοί. Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε και χάσαμε τους προσανατολισμούς μας. Ίσως γιατί δεν μείναμε πιστοί στις υποθήκες του. Τις παρερμηνεύσαμε, άλλοι από σκοπιμότητες κι άλλοι καλοπροαίρετα, ίσως. Ξεσχίσαμε το λάβαρο της αγωνιστικής πορείας του κι ο καθένας μας πήρε κι ανεμίζει το κομμάτι, που ταιριάζει με την τοποθέτησή του ή με τα συμφέροντά του. Εκείνος χάραξε διάπλατα στα εικοσιεπτά χρόνια της αγωνιστικής του πορείας, που είναι ο δρόμος της σωτηρίας της πατρίδας μας, και ο καθένας πήρε το δικό του μονοπάτι[23]».
«Ο Μακάριος υπήρξε η Κύπρος και η Κύπρος δεν πεθαίνει[24]»!
Αιωνία σου η μνήμη, αοίδιμε Πρωθιεράρχα Μακάριε !
Παραπομπές:
[1]Γιάννη Κ. Λάμπρου, άρθρο με τίτλο:«Μακάριος Γ΄ Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας» δημοσιευμένο στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας Κύπρου, ημερ. 20 Ιουλίου 2017.
[2]ΟριάναΦαλάτσι, Συνάντηση με την Ιστορία (μετάφραση: ΈρηΚανδρή). Πάπυρος, Αθήνα 1976, σελ.524.
[3]Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου, Ομιλία,σε εκδήλωση της Μητροπόλεως Πάφου, με τίτλο «50 χρόνια από το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Ημέρα Μνήμης και Τιμής», 15 Ιουλίου 2024.
[4]Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄, Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου κατά την άφιξιν και υποδοχήν του εις Κύπρον, κατόπιν πεντάμηνου σχεδόν παραμονής του εις το εξωτερικόν, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου – 7 Δεκεμβρίου 1974», στο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας», τόμος 78ος, Ιουλίου – Αυγούστου 2017, σελ. 468 – 473 και Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τόμος ΙΕ΄1974, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2005, σελ. 523 – 527.
[5]Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζαχάρου, Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2012, σελ. 186.
[6]Γρηγορίου Νύσσης, λόγος 5ος, Εις την Κυριακήν Προσευχήν ΕΠΕ Τόµ. 8ος Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 116-117.
[7]Κατά την επίσκεψή του στην Κένυα, τον Μάρτιο του 1971, τέλεσε ομαδικές βαπτίσεις πέντε χιλιάδων ιθαγενών στις ενορίες Καγκίρα και Κιχούτι στο Νιέρι και κατέθεσε το θεμέλιο λίθο της Ιερατικής Σχολής στην Ριρούτα, προάστιο της Ναϊρόμπη. Η Πατριαρχική Εκκλησιαστική Σχολή, όπως ονομάζεται σήμερα, εδρεύει στο Ναϊρόμπι και από την δεκαετία του 1980 αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φυτώρια στελεχών της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Τυγχάνει μία από τις τρεις μεγαλύτερες Πατριαρχικές Εκκλησιαστικές Σχολές, μαζί με την Παλαιά Σχολή Αλεξανδρείας «Αθανάσιος ο Μέγας» και την αντίστοιχη σχολή που λειτουργεί στην Κινσάσα του Κογκό. Πολλά άρθρα για το ιεραποστολικό έργο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Αφρική συνέγραψε ο Μητροπολίτης Ναϊρόμπι κ. Μακάριος.
[8]Mατθαίου 6, 24.
[9]Ομιλία του Ιεροδιακόνου Μακαρίου Κυκκώτου κατά την χειροτονίαν του εις Πρεσβύτερον εις τον Ιερόν Ναόν της Αγίας Ειρήνης Αθηνών – 13 Ιανουαρίου 1946 (βλ. Άπαντα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄, τόμος ΙΗ΄, Ιουλίου – Αυγούστου 1977, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2008, σελ. 477 – 479.
[10]Ενθρονιστήριος λόγος της Α. Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄, εις τον ΚαθεδρικόνΝαόν του Αγίου Ιωάννου Λευκωσίας (βλ. Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τόμος Α΄(1948 – 1954), Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία, 1991, σελ. 60 – 63.
[11]Λουκά 6, 45.
[12]Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τόμος Ι΄(Ιανουάριο 1967 – Μάϊο 1968), Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία, 1991, σελ. 197 – 201 (από την υποδοχή της Τιμίας Κάρας στο λιμάνι Αμμοχώστου. Παρέστησαν οι Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιος, Κιτίου Άνθιμος, Κυρηνείας Κυπριανός, Αμαθούντος Καλλίνικος). Στις σελίδες 202 – 204 βρίσκεται η προσφώνηση του Μακαριωτάτου στους Σβασμιωτάτους συνοδούς της τιμίας Κάρας κατά το Συλλείτουργο στην πανηγυρίζουσα Μονή του Αποστόλου Ανδρέου στην κατεχόμενη σήμερα Καρπασία.
[13]Το λείψανο του Αγίου Πολυδώρου φυλασσόταν στην Εκκλησία της Εφέσου μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όταν άρχισαν οι σφαγές των Χριστιανών, ο τότε Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Εφέσου, Πρωτοσύγκελλος Κύριλλος Ψύλλας, κατάφερε να το μεταφέρει στην Αθήνα. Η τιμία Κάρα του Αγίου τέθηκε στον Ι. Ν. Αγ. Αικατερίνης στην Πλάκα.
[14]Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου, Ομιλία στην εκδήλωση μνήμης και τιμής για τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, 19 Ιανουαρίου 2024, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
[15]Κωστή Κοκκινόφτα, ο γυναικείος μοναχισμός στην Κύπρο, σελ. 16.
[16]Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄ και ο Μητροπολίτης Πάφου Κλεόπας ήταν αντίθετοι στο να ιδρυθεί γυναικεία Μονή, όμως συγκατένευσαν στην αναγνώριση των δύο γυναικείων αδελφοτήτων των Μονών της Μεταμορφώσεως και του Αγίου Αντωνίου. Ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Κυπριανός ήταν αντίθετος με την ίδρυση γυναικείας Μονής και μάλιστα δεν αναγνώριζε τις υφιστάμενες μοναχές. Είχε τη βεβαιότητα πως μόνο προβλήματα θα δημιουργούσαν και θα αποτελούσαν πληγή για την Εκκλησία. (AρχείοIεράςAρχιεπισκοπήςKύπρου, Kώδιξ Πρακτικών Iεράς Συνόδου από Oκτωβρίου 1947, σελ. 191-192 και Κωστή Κοκκινόφτα, άρθρο με τίτλο «ο γυναικείος μοναχισμός στην Κύπρο», σελ. 16 – 17).
[17]Κωστή Κοκκινόφτα, Ιερά Μονή Αγίου ΠαντελεήµονοςΑχεράς, Λευκωσία 2009, σελ. 49
[18]Βιβλίο που εξέδωσε η Ιερά Μονή Αγίου Ηρακλειδίου με τον τίτλο: « Η µακαριστή Γερόντισσα Χαριθέα», Λευκωσία 2015 και Αθανάσιου Παπαγεωργίου, Ιερά Μονή Αγίου Ηρακλειδίου, Λευκωσία 2001, σελ. 77.
[19]Παναγιώτη Καπαρή, Ορθόδοξη Μαρτυρία αρ. 38, άρθρο «ο γυναικείος μοναχισμός στην Κύπρο», 1992, σελ. 83 – 98.
[20]Κωστή Κοκκινόφτα, η Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα και η επαναλειτουργία της στα νεότερα χρόνια, σελ. 24 και Aνωνύµου, «Ιερά Μονή Αποστόλου Βαρνάβα» στο περιοδικό AπόστολοςBαρνάβαςτόμος 25,1964, σελ. 171-174. Στις συγκεκριμένες σελίδες δημοσιεύονται η προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η αντιφώνηση του Ηγουμένου Στεφάνου και βιογραφικό του σημείωμα. (Ο Ηγούμενος Στέφανος εκοιμήθη 3 χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή, στις 15 Ιουνίου 1977 και κηδεύθηκε στη Μονή Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου στις 16 Ιουνίου 1977).
[21]ΜητροπολίτουΚύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, Λόγος στην εκδήλωση για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Εθνάρχη Μακαρίου Γ’ (1913 – 2013), Ενατενίσεις, Μάϊος – Αύγουστος 2013, σελ. 131 – 143.
[22]Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄, Ομιλία κατά τα αποκαλυπτήρια της ανάγλυφης ορειχάλκινης μορφής του αειμνήστου Εθνάρχη Μακαρίου Γ, στην είσοδο του Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, πλησίον της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Βλ. Περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας», τόμος ΜΕ΄, Ιανουαρίου 1984, σελ. 44.
[23]Περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας», Τόμος ΜΒ΄, Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 1981, τεύχος 8 – 9.
[24]Από τον επικήδειο λόγο κατά την κηδεία του Εθνάρχη Μακαρίου, του πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου.