Ο Αρσένι Ταρκόφσκι γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1907 στο Ελισάβετγκραντ της Ουκρανίας από γονείς που ανήκαν σε παλιά ρουσική οικογένεια διανοουμένων. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Λογοτεχνίας (1925-1929) και λόγω της κριτικής που δέχτηκε για το μυστικισμό του, αποσύρθηκε στην ποίηση και στη μετάφραση ξένης λογοτεχνίας. Το Φεβρουάριο του 1929 παντρεύτηκε τη Μαρία Ιβάνοβνα Βισνιγιάκοβα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Αντρέι (1932) και τη Μαρίνα (1934). Ο γάμος τους διήρκησε οκτώ χρόνια. Δεύτερη γυναίκα του γίνεται η Τόνια Μποχόνοβα, με την οποία επίσης χωρίζει. Το υπόλοιπο της ζωής του θα το περάσει με τη σύντροφο του Τατιάνα Αζέρσκαγια.
Στη διάρκεια του πολέμου έχασε το ένα πόδι του και αποστρατεύτηκε. Επί χρόνια ολόκληρα ήταν ο μοναδικός μάρτυρας και κριτής της δουλείας του. Αρνούμενος να συμβιβαστεί, να υποκύψει, “πούλησε τα καλύτερά του χρόνια για τους ξένους στίχους”, όπως αναφέρει ο ίδιος στο ποίημα “Μεταφραστής”. Έχει μεταφράσει Εβραίους, Γεωργιανούς, Αρμένιους, Τουρκμένιους ποιητές. Επί δεκαετίες ο σοβιετικός αναγνώστης τον γνώριζε μόνο ως μεταφραστή ξένων ποιητών. Μοίρα την οποία δεν απέφυγαν οι μεγάλοι ρώσοι ποιητές: Πάστερνακ, Τσβετάγιεβα, Αχμάτοβα. Ο Ταρκόφσκι έπρεπε να περιμένει 20 ολόκληρα χρόνια έως ότου να επιτραπεί η έκδοση της πρώτης του συλλογής με τίτλο “Πριν το χιόνι” (1962), η οποία εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα. Η επίσημη κριτική σιωπούσε ακόμα, αλλά η Άννα Αχμάτοβα, με την οποία τον συνέδεε βαθιά φιλία, έγραψε: “Τα ποιήματα αυτά, που περίμεναν πολλά χρόνια στο συρτάρι ώσπου να δημοσιευτούν, μας ξαφνιάζουν με τις σπάνιες ιδιότητες τους. Η πιο φανερή από αυτές είναι πως λέξεις καθημερινές ηχούν σαν να τις ακούμε για πρώτη φορά, περικλείοντας ένα μυστικό, ένα μυστήριο. Πιστεύω πως αυτή η μυστικιστική φωνή της ρωσικής ποίησης θα ηχεί για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα στο μέλλον”.
Ο Ταρκόφσκι διαφύλαξε την ελευθερία του, την ποίηση του, έστω και με το βαρύ τίμημα της απομόνωσης. Η επίσημη λογοτεχνία τον αγνόησε προκλητικά, διότι δεν κολάκευε το καθεστώς και τους φυλακές του, διότι δεν συμβιβάστηκε. Όλα αυτά τα χρόνια τα ποιήματα του κυκλοφορούσαν παράνομα γνωρίζοντας μεγάλη δημοτικότητα, κυρίως ανάμεσα στη νεολαία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά σοβιετικά ροκ συγκροτήματα μελοποίησαν στίχους του. Στη δεκαετία του ’70 τα ποιήματα του Αρσένι Ταρκόφσκι έγιναν γνωστά σε όλον τον κόσμο μέσα από τις ταινίες του διάσημου γιου του, Αντρέι. Στις ταινίες “Καθρέφτης”, “Στάλκερ” και “Νοσταλγία” ακούγονται ποιήματα του που κάποιες φορές τα διαβάζει ο ίδιος. Ποίηση και κινηματογράφος διακρίνονται για το λυρισμό τους, τη βαθιά σοφία, την απλότητα, το μεγαλείο της ψυχής, την αλήθεια. Κανένας απ’ τους δυο δεν πρόδωσε τις αρχές του. Δεν απογοήτευσαν όσους τους αγάπησαν. Δεν επεδίωκαν να “χαϊδέψουν” το κοινό. Και οι δύο εκπλήρωναν το καθήκον του δημιουργού, ποιητή και σκηνοθέτη. Και παρόλο που τα μάτια τους είδαν αίμα, αδικία και ψέμα, δεν έπαψαν να υμνούν τη ζωή και τον Άνθρωπο. Στα 1966 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του με τίτλο “Της γης-γήινα” και ακολούθησαν οι συλλογές: “Ειδήσεις” (1969), “Αγγελιαφόρος” (1966-71), “Μαγικά Βουνά” (1978), “Χειμωνιάτικη Μέρα” (1980), “Επιλογές” (1982), “Από τα νιάτα στα γηρατειά” (1987) και “Τα αστέρια πάνω από το Αραγκάντς” (1989). Ο ίδιος έκανε μια επιλογή από τα πιο αγαπημένα του ποιήματα της περιόδου 1929-1977 και τα ενέταξε σε μια συλλογή στην οποία έδωσε τον τίτλο “Λευκή μέρα”, ενώ τα Άπαντά του κυκλοφόρησαν σε 3 τόμους το 1992. Ο ποιητής πέθανε από καρκίνο στις 27 Μαΐου 1989 σε ηλικία 82 ετών. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.ΟνειρευόμουνΟνειρευόμουν αυτό κι ονειρεύομαι αυτό,
Και κάποτε ακόμα θα το ονειρευτώ,
Θα ξαναγίνουν όλα, θα πραγματοποιηθούν,
Και θα ονειρευτείτε όλα αυτά που είδα στον ύπνο μου εγώ.Εκεί, μακριά μας, μακριά απ’ τον κόσμο,
Ένα κύμα έρχεται πίσω απ’ το άλλο για να χτυπήσει την ακτή,
Και πάνω στο κύμα αυτό ένα αστέρι, ένας άνθρωπος, ένα πουλί,
Και τα όνειρα κι ο χάρος τα κύματα ακολουθούν.Δεν θέλω αριθμούς: ήμουν, είμαι και θα είμαι
Η ζωή, θαύμα των θαυμάτων, και μόνος μου,
Σαν ορφανός, στην αγκαλιά του θαύματος αυτού βάζω τον εαυτό μου,
Μόνος, τριγυρισμένος απ’ τους καθρέφτες, στον φράκτη αντικατοπτρισμών
Των θαλασσών και πόλεων, που ακτινοβολούν μες στον καπνό.
Και μια μάνα δακρυσμένη παίρνει στην αγκαλιά της το μωρό.(Από τη συλλογή Λευκή Μέρα)