Όποιος νομίζει ότι τα λειτουργικά κείμενα έχουν ένα λίγο-πολύ δεδομένο “μοτίβο” και ότι μάταια θα ψάξει να βρει κανείς σ’ αυτά την ανάδειξη της “υπαρξιακής έντασης”, την χωρίς “φιοριτούρες” και “ψιμύθια” προβολή του ανθρώπινου αδιεξόδου μπροστά στο δικέφαλο τέρας του πόνου και του θανάτου, με αποτέλεσμα την σχεδόν παραίτηση από τη ζωή, πλανάται πλάνην οικτράν…
Τρανό παράδειγμα, ένα τροπάριο του Εσπερινού της Κυριακής τού (επί 38 συναπτά έτη) Παραλύτου, το οποίο, ήδη στο ξεκίνημά του, χαρακτηρίζει τον παράλυτο ως “άταφο νεκρό” (“Ἄταφος νεκρὸς ὑπάρχων ὁ παράλυτος…”)
Και λίγο πιο κάτω, ο ίδιος ο παράλυτος παρουσιάζεται να λέει: “ἡ κλίνη μου, τύμβος μοι ἐγένετο…” ( = “το κρεβάτι μου έγινε για μένα τάφος”), με τη λέξη “τύμβος” να μας πηγαίνει πολλούς αιώνες πίσω, στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή: “Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον…” ( = “Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό…”) (στίχ. 890).
Με δύο μόλις φράσεις, ο ιερός υμνογράφος αναδεικνύει, στα στενά χρονικά περιθώρια που διαθέτει, όλη την ένταση, όλο το βάρος, όχι μόνο του σωματικού πόνου του παραλύτου, αλλά κυρίως του ψυχικού, αλλά και την παραίτηση που ο διττός αυτός πόνος συνεπάγεται, με αποτέλεσμα ο παράλυτος, στο ίδιο τροπάριο, να λέει μέσα στα σκοτάδια του αδιεξόδου του: “Τί μοι κέρδος ζωῆς; οὐ χρῄζω τῆς Προβατικῆς Κολυμβήθρας· οὐ γὰρ ἐστί μοι τίς ὁ ἐμβάλλων με, ταραττομένων τῶν ὑδάτων” (“Τι κερδίζω με το να ζω; Τι να την κάνω την Προβατική Κολυμβήθρα, αφού δεν υπάρχει εκείνος που θα με βάλει μέσα σ’ αυτήν όταν αναταράσσονται τα νερά;”).
Βέβαια, το τροπάριο δεν θα μπορούσε να μείνει μόνο στην εναργή απεικόνιση των ανθρώπινων αδιεξόδων. (Εδώ, ο Ευριπίδης, πάλι πολλούς αιώνες πριν, είχε επινοήσει για τα αδιέξοδα αυτά τον “από μηχανής θεό”, θα υπολειπόταν ο υμνογράφος έχοντας προ οφθαλμών τον Αναστημένο Θεάνθρωπο;). Με την κραυγή του παραλύτου “Ἐλέησόν με, Κύριε” να έχει προηγηθεί, η κατακλείδα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το “ἀλλὰ σοὶ τῇ πηγῇ προσέρχομαι τῶν ἰαμάτων, ἵνα κᾀγὼ μετὰ πάντων κράζω· Παντοδύναμε Κύριε, δόξα σοι” ( = “αλλά προσέρχομαι σε σένα, την πηγή των ιάσεων/θεραπειών, για να κραυγάζω κι εγώ μαζί με όλους: ‘Δόξα σε σένα, παντοδύναμε Κύριε’ “).Andreas Moratos