Ἀφηγεῖται ὁ Ἅγιος Πορφύριος:
Στὰ Τουρκοβούνια ποῦ μέναμε, ἢ τοποθεσία ἦταν πολὺ κατηφορική. Σηκωνόμουν πολὺ πρωί, ἔφευγα γιὰ τὴν ἐκκλησία, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο, καὶ γύριζα τὸ βράδυ. Ὅ δρόμος ἔξω ἄπ’ τὸ σπίτι μας ἦταν ἕνας δρόμος δύσκολος κι εἶχε μεγάλη κατωφέρεια. Κάποιο πρωϊνό ἔπεσα κάτω κι ἔσπασα τὸ πόδι μου.
Ἦταν Κυριακὴ πρωί, δὲν εἶχε καλὰ καλὰ ξημερώσει κι ὑπῆρχε ἡσυχία. Ἔτσι ἄκουσαν τὰ βογγητά μου κάποιοι ἄνθρωποι, βγῆκαν ἔξω κι ἀμέσως κάλεσαν ἀσθενοφόρο. Ἦλθε τὸ ἀσθενοφόρο, μὲ πῆγε στὸ νοσοκομεῖο. Εἶχα σπάσει τὸ ἀριστερό μου πόδι στὴν κνήμη.
Ὅλα τὰ κόκαλα εἶχαν γίνει θρύψαλα. Οἱ πόνοι μου ἦταν ἀφόρητοι. Ὅταν μ’ ἔφθασαν στὴν Πολυκλινική, μὲ κατέβασαν ἄπ’ τὸ ἀσθενοφόρο καὶ μ’ ἔβαλαν σ’ ἕνα κρεβάτι. Οἱ γιατροὶ ἀπεφάσισαν νὰ βάλουν τὸ πόδι μου στὸ γύψο. Ὅ κόσμος περίμενε νὰ λειτουργήσω. Ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν.
Μετὰ δεκαπέντε ἡμέρες, ποῦ ἔμεινα ξάπλα στὸ κρεβάτι, ἐνῷ ἔκανα τὴν προσευχή μου, ἔριξα αὐθόρμητα καὶ μιὰ ματιὰ στὸ πόδι μου. Βλέπω λοιπόν, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ πόδι μου τὸ εἶχαν βάλει στραβὰ στὸ γύψο.
Τότε ζήτησα ἄπ’ τοὺς γιατροὺς νὰ ἀνοίξουν τὸ γύψο. Ὅ καθηγητής, ποῦ τὸ ἔμαθε, εἶπε γελῶντας:
-Ὅ παπᾶς ἀντὶ νὰ κοιτάξει τὴν ἐκκλησία του, γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ἁρμόδιος, θέλει ἐμᾶς νὰ μᾶς ἐλέγξει, τὴ στιγμὴ ποῦ ἐμεῖς κάναμε τὴ δουλειά μας σωστὰ καὶ περάσαμε τὸ πόδι του ἀπὸ ἀκτῖνες. Τί θέλει, τώρα, νὰ μᾶς παιδεύει;
Δὲν ἔδειξε κανεὶς ἐνδιαφέρον. Ἐγὼ ἐπέμεινα νὰ δοῦνε τὸ πόδι μου. Ἐκεῖνοι τίποτα. Ὅποτε φέρνουν φαγητὸ τὸ μεσημέρι, δὲν τὸ ἔφαγα, λέγοντας ὅτι ζητῶ νὰ μὲ πᾶνε στὶς ἀκτῖνες. Ἐπιμένω νὰ γίνει αὐτό, διότι θὰ δέσει τὸ πόδι μου στραβά καὶ θὰ μείνει ἔτσι γιὰ πάντα.
Ὅ καθηγητὴς ἔστειλε μήνυμα:
-Νὰ κοιτάξει την ἱεροσύνη του! Τὸ πόδι του εἶναι καλά.
Ἦλθε τὸ βράδυ. Μοῦ φέρανε φαγητό, πάλι δὲν τὸ ἔφαγα, ἐπιμένοντας νὰ δοῦνε τὸ πόδι μου. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἦλθε ὁ καθηγητὴς καὶ λέει θυμωμένος:
-Τί εἶναι αὐτά, βρὲ παπᾶ; Τί εἶναι αὐτά, νὰ μᾶς παιδεύεις ἐδῶ πέρα;
Μὲ τὰ πολλὰ μὲ κατεβάζουν στὶς ἀκτῖνες. Βλέπουν ὅτι ὄντως τὸ πόδι μου τὸ εἶχαν βάλει στραβὰ κι εἶχε θρέψει κιόλας. Ὅ καθηγητὴς ἔβαλε τὰ γέλια.
-Ρὲ παπᾶ, λέει, εἶσαι πολὺ ἁμαρτωλός. Τώρα τὸ κατάλαβα κι ἐγώ. θὰ δεῖς τώρα τί θὰ τραβήξεις! Πρέπει νὰ σοῦ τὸ σπάσομε τὸ πόδι καὶ νὰ τὸ ξαναβάλαμε καλά.
Ἄρχισαν μὲ δύναμη νὰ χτυποῦν τὸ γύψο, γιὰ νὰ σπάσει. Ἐγὼ δὲν μιλοῦσα, μόνο ἔκανα τὴν ταπεινή μου προσευχή.
-Ἄ, δὲν μιλάς τώρα, μοῦ λέγει. Ἄλλα τώρα ἐγὼ θὰ σοῦ συγχωρέσω τὶς ἁμαρτίες σου.
Σὲ μιὰ στιγμὴ τραβοῦνε, βγάζουνε τὸ γύψο. Ἐγὼ πονοῦσα πολύ. Δύο γιατροί μου τραβούσανε τὸ πόδι κι ὁ καθηγητὴς μὲ τὴ γροθιά του τὸ χτυποῦσε στὴν κνήμη δυνατά, γιὰ νὰ σπάσει.
-Ἔ, ρὲ παπᾶ, ἔλεγε, θὰ σοῦ συγχωρέσω ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ κοντὰ σ’ ἐσένα θὰ μοῦ συγχωρεθοῦν κι οἱ δικές μου.
Μοῦ σπάγανε τὸ κόκαλο· εἶχε λίγο θρέψει κι ἐγὼ πονοῦσα ἀφόρητα. Ἔσφιγγα τὰ χείλη μου. Τέλος μου τὸ σπάσανε. Μὲ ξάπλωσαν πάλι κάτω ἄπ’ τὶς ἀκτῖνες, τεντώσανε τὸ πόδι καὶ τὸ ἔφεραν στὸν ἄξονα του. Μετὰ μοῦ ἔβαλαν πάλι τὸ γύψο προσεκτικὰ καὶ μ’ ἔστειλαν στὸ κρεβάτι.
Ἐπὶ δύο-τρεῖς μῆνες —δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς— ἔμεινα ξάπλα στὸ κρεβάτι. Μετὰ ἄπ’ αὐτὸ τὸ διάστημα μὲ σήκωσαν καθιστὸ καὶ μοῦ ἔδωσαν νὰ κρατῶ δυὸ πατερίτσες, γιὰ νὰ περπατῶ. Ἐγὼ δὲν τὶς ἤθελα.
Μοῦ λέει ὁ καθηγητής:
-Νὰ τὶς πάρεις, γιὰ νὰ σηκωθεῖς, γιατί σ’ ἔφαγε τὸ ξάπλα.
Δὲν κράτησε πολὺ αὐτὸ μὲ τὶς πατερίτσες, γιατί ἄρχισα νὰ ἰσορροπῶ μόνος μου. Φοβόμουνα τὶς πατερίτσες, μήπως συνηθίσω καὶ μετὰ δὲν μπορέσω νὰ τὶς ἀφήσω.
Τότε ὁ καθηγητής μου λέει:
-Νὰ φροντίσεις ν’ ἀγοράσεις ἕνα μπαστούνι.
-Ὄχι, τοῦ λέω, δὲν τὸ θέλω.
-Εἶσαι καὶ παπᾶς, μοῦ λέει, κι εἶσαι ἀνυπότακτος; Να ἀκούσεις, γιατί θὰ πέσεις καὶ θὰ σπάσεις ὅλα τὰ κόκαλά σου.
Ἀναγκάσθηκα τότε νὰ πῶ στὴν ἀδελφή μου:
-Νὰ μοῦ ἀγοράσετε ἕνα μπαστούνι. Φτωχοὶ εἴμαστε, ἀλλὰ πρέπει νὰ μοῦ ἀγοράσεις ἕνα μπαστούνι. Νὰ πετάξω τοῦτα, γιατί στενοχωροῦμαι.
Ἦταν ἕνδεκα ἢ ὥρα πρωινὴ καὶ κατέβηκα μὲ τὶς πατερίτσες στὴν ἐκκλησία τοῦ νοσοκομείου.
Ἀμέσως ἢ ἀδελφὴ μοῦ ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν ὁδὸ Αἰόλου, γιὰ ν’ ἀγοράσει τὸ μπαστούνι. Ἐνῷ ξεκινοῦσε, νὰ σοῦ μία κυρία, κρατῶντας ἕνα μπαστούνι στὸ χέρι, μπῆκε μὲς στὴν ἐκκλησία.
-Ὅ Ἅγιος Γεράσιμος εἶναι ἐδῶ; λέει.
-Ναί, παιδί μου, ἐδῶ εἶναι, τῆς λέει ἢ νεωκόρος.
-Καὶ ποὺ βρίσκεται ἢ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου;
-Νά την, ἀπαντάει καὶ τῆς δείχνει τὴν εἰκόνα.
Τότε αὐτὴ ἢ ἄγνωστη κυρία πέφτει κάτω στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ἔλεγε δυνατὰ κι ἀκούγαμε ὅλοι:
-Ἅγιε μου, ἐγὼ δὲν σὲ ἤξερα. Οὔτε εἶχα ἀκούσει ποτὲ γιὰ σένα. Οὔτε τὸ ὄνομά σου εἶχα ἀκούσει κι ὅμως μὲ τίμησες καὶ μ’ ἐπισκέφθηκες καὶ μοῦ ζήτησες τὸ μπαστούνι ποῦ ἀγόρασα ἄπ’ τὰ Ἱεροσόλυμα νὰ τὸ φέρω στὸ σπίτι σου καὶ νά, τὸ ἔφερα, Ἅγιε μου. Μοῦ εἶπες: «Τὸ μπαστούνι τὸ θέλω αὔριο τὸ πρωὶ νὰ μοῦ τὸ φέρεις»! Ἐγὼ δὲν ἤξερα ποὺ βρίσκεσαι καὶ ρωτῶντας ἔμαθα καὶ σὲ βρῆκα.
Ἐγὼ μὲ τὴν ἀδελφή μου καὶ τὴν νεωκόρο καθόμασταν στὰ στασίδια δίπλα στὸ παγκάρι. Μᾶς πλησίασε καὶ μᾶς εἶπε:
-Τί πρᾶγμα ἦταν αὐτό; Γιατί μοῦ ζήτησε ὁ Ἅγιος τὸ μπαστούνι; Τί τὸ ἤθελε;
Κι ἢ νεωκόρος εἶπε:
-Ἄκουσε νὰ δεῖς Τί τὸ θέλει ὁ Ἅγιος τὸ μπαστούνι. Ὅ ἴδιος δὲν τὸ χρειάζεται, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἔχει καὶ τὸν ὑπηρέτη του κι ὁ ὑπηρέτης του εἶναι ἀπὸ δῶ ὁ παπᾶς ποῦ βλέπεις. Εἶχε σπάσει τὸ πόδι του καὶ μῆνες ὑπέφερε πολλά, ἀλλὰ σήμερα σηκώθηκε κι οἱ γιατροί του εἶπαν νὰ κρατήσει μπαστούνι καὶ νά, ἢ ἀδελφὴ τοῦ ἦταν ἕτοιμη νὰ πάει στὴν ὁδὸ Αἰόλου, νὰ τοῦ ἀγοράσει τὸ μπαστούνι. Ἔλα, λοιπόν, πᾶρε τὸ μπαστούνι ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ φέρε τὸ ἐδῶ στὸν ὑπηρέτη του. Συγκινημένη ἢ κυρία μου ἔφερε τὸ μπαστούνι καὶ μοῦ φίλησε τὸ χέρι.
-Πᾶρε το, μοῦ λέγει, πάτερ μου, καὶ συγχώρεσε μοῦ τὶς ἁμαρτίες. Τὸ ἀγόρασα στὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶναι ἄπ’ τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἔρχομαι, μοῦ λέγει, ἄπ’ τὸ συνοικισμὸ Προμπονά, τέρμα Πατήσια. Ἐκεῖ πέρα μένω. Ἐκεῖ εἶδα τὸν Ἅγιο στὸν ὕπνο μου.
Τὴν εὐχαρίστησα. Πῆρα τὸ μπαστούνι καὶ τὸ χρησιμοποίησα ἀμέσως, ἀφοῦ πέταξα τὶς πατερίτσες. Αὐτὸ τὸ μπαστούνι τ’ ὀνόμασα «τοῦ Ἁγίου Γερασίμου» καὶ τ’ ἀγάπησα πολύ. Τὸ προσέχω νὰ μὴν τὸ χάσω. Ἄλλα εἶναι καὶ πολὺ θαυμαστό, γιατί, ὅταν κανεὶς πονάει κάπου στὸ σῶμα του, τὸν χτυπῶ λίγο μὲ τὸ μπαστούνι καὶ γίνεται καλά. Πράγματι, εἶναι πολὺ θαυμαστό. Τί ἦταν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα! Ὅ Ἅγιος νὰ φροντίσει γιὰ μένα τὸν ἐλάχιστο!
Ὁλοζώντανος παρουσιάστηκε στὴν κυρία, ἢ ὁποῖα οὔτε γιὰ τὸν Ἅγιο Γεράσιμο εἶχε ἀκούσει οὔτε γιὰ μένα. Πολὺ θαυμαστὰ ἔργα κάνουν οἱ ἅγιοι, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τοὺς τιμᾶμε. Κι ἐγὼ προσκυνῶ τὸν Ἅγιο Γεράσιμο, ποῦ εἶναι ἢ βακτηρία τῶν ἀσθενῶν μὲ τὴν ἁγιοσύνη καὶ τὴν χάρι του.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο ”Βίος καὶ λόγοι τοῦ Γέροντος Πορφυρίου”
Συντάκτης














