Ἤταν µόλις 14 ἐτῶν µαθητής τῆς Δ’ Τάξης τοῦ Δηµοτικοῦ ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης ὅταν γιά πρώτη φορά τό 1936 ἀγνάντεψε ἀπό τό καράβι «Ἀνδρέας», ὅπου ἐπέβαινε τά Καυσοκαλύβια καί αὐθόρµητα φώναξε: «Ἐδῶ θά ἔρθω νά γίνω µοναχός»! Τήν ἐπιθυµία του αὐτή ἐκπλήρωσε τό 1983, ὅταν ἐγκαταλείπει ὁριστικά τόν κόσµο καί µεταβαίνει στό Ἁγιώνυµο Ὄρος προκειµένου νά γίνει ἕνας ἁπλός περιβολάρης τῆς Ἁγίας µας Θεοτόκου. «Ἡ µάνα µου ἡ Παναγιά δέν µοῦ χάλασε ποτέ χατίρι. Ὅλα µοῦ τά ἔδωσε. Ὅλα…» συνήθιζε νά λέγει µέ κάθε εὐκαιρία.
Ἕνα βράδυ µετά τό Ἀπόδειπνο, στό Ρεντζίκι (Πεῦκα) τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου διέµενε τά τελευταῖα χρόνια ὁ γέροντας Βασίλειος, µέ φανερά τά σηµάδια πού τοῦ εἶχαν δηµιουργήσει διάφορες ἀσθένειες τοῦ γήρατος, ἄρχισε νά ἀναπολεῖ ἐνώπιον τῶν πνευµατικῶν του παιδιῶν τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια!
-Ἄχ Καλλιόπη µου τί ὄµορφα ἦταν στά Καυσοκαλύβια. Πόσο µοῦ λείπουν… Ἀπό µικρό παιδί εἶχα συνδεθεῖ µέ τόν ἅγιο αὐτό τόπο. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ θεῖος µου ὁ π. Νεκτάριος µόναζε στόν Ἅγιο Νεῖλο, στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Εὐθυµίου, ἐµένα µέ τράβηξαν τά Καυσοκαλύβια.
Βέβαια ἀπό τότε πού ὁ παπα-Χρυσόστοµος Πιντέρης, ἕνας ἅγιος λευίτης µοῦ ἔδωσε τή ρασοευχή ὁ πόθος γιά τά Καυσοκαλύβια µετατράπηκε σέ µία δυνατή φλόγα, πού ἔκαιγε τά σωθικά µου. Ὅλοι οἱ πατέρες πού ζοῦσαν ἐκεῖ µέ γνώριζαν, ἀφοῦ ἀκόµη πρίν νά ἐγκατασταθῶ µόνιµα, ἔµενα ἑβδοµάδες καί µῆνες κοντά τους καί τούς βοηθοῦσα… Ἔπιαναν τά χέρια µου πού λένε καί τούς ἔκανα µαραγκοδουλειές. Αὐτό βοηθοῦσε γιά νά παραµένω ἀρκετό χρόνο στό Περιβόλι τῆς Μάνας µου Παναγιᾶς καί νά παρακολουθῶ καί νά ἐφαρµόζω τόν µοναχικό κανόνα. Ζήλευα τόν ἀγώνα τῶν µοναχῶν ἀλλά δέν µποροῦσα νά τόν ἀκολουθήσω γιατί εἶχα ὑποχρεώσεις στόν κόσµο. Εἶχα ἀποκτήσει τέσσερα παιδιά µέ τή Δήµητρα τή γυναίκα µου, ἡ ὁποία κοιµήθηκε ἐν Κυρίω τό 1983.
Τότε τά παιδιά µου ἦταν πιά µεγάλα. Εἶχαν οἰκογένειες. Τά κάλεσα µία ἡµέρα ὅλα µαζί καί τούς ἀνακοίνωσα τήν ἀπόφασή µου. Ἔµεινα ἀκόµη µία ἑβδοµάδα µαζί τους γιά νά τακτοποιήσω κάποια µικρά περιουσιακά στοιχεῖα, τά ὁποῖα τούς τά µεταβίβασα. Καί µετά «πέταξα» στήν κυριολεξία στά Καυσοκαλύβια παντελῶς ἐλευθερωµένος! Μοῦ δώσανε τό Κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο ἦταν σχεδόν ἐρείπιο. Γιά λίγο φιλοξενήθηκα στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ὅταν ἄρχισα νά τό σουλουπώσω. Θά τό εἶχα τελειώσει πιό µπροστά ἀλλά προηγοῦνταν καί οἱ ἐπισκευές ἄλλων κελλιῶν.
Βοηθοῦσα τούς Πατέρες καί δέν ἔλεγα ποτέ ὄχι σέ διακόνηµα. Ἄν καί µεσήλικας ἔνιωθα πώς εἶχα τή δύναµη εἰκοσάχρονου νέου. Ὅµως ἡ ἄσκηση-ἄσκηση.
-Γέροντα κάποτε πού σέ ἐπισκέφθηκε στό Χαρίσειον ἕνας µοναχός ἀπό τά Καυσοκαλύβια ἀνέφερε κάτι γιά µία σπηλιά στήν ὁποία ἔµενες καί σύ τότε τοῦ ἔγνεψες νά σιωπήσει. Εἶχες µείνει καί σέ σπηλιά;
– Σοῦ εἶπα Καλλιόπη µου ὅτι ἔνιωθα σάν εἰκοσάχρονος νέος! Μέχρι νά φτιάξω τό κελλάκι µου καί πρίν µείνω ὁριστικά σ’ αὐτό θέλησα νά δοκιµάσω νά ζήσω λίγο σέ σπηλιά. Εἶχα αὐτήν τήν ἐπιθυµία ἀπό τότε πού οἱ συµµαθητές µου στό Δηµοτικό µέ φώναζαν περιπαικτικά καλόγερο-ἀσκητή. Ἔµενα σχεδόν δύο χρόνια στή σπηλιά. Ἔτρωγα ἕνα κοµµατάκι ἀντίδωρο καί ἔπινα ἁγιασµό. Ἔτρωγα καί λίγα χορταράκια πού ἔβγαιναν ἐκεῖ στήν ἄκρη τῆς σπηλιᾶς καί ἦταν πολύ-πολύ νόστιµα. Ἡ Παναγιά µας τά φύτευε γι’ αὐτό ἦταν πολύ νόστιµα. Ὁ χρόνος κυλοῦσε γρήγορα λόγω τῆς προσευχῆς. Ὡραῖα πού ἦταν τότε. Μέ µία κουρελοῦ µισή κάτω καί µισή γιά κουβέρτα ὅσο ἤµουνα στή σπηλιά οὔτε κρύο οὔτε ζέστη, οὔτε ἀρρώστια! Ἤµουν µία χαρά. Τώρα τά ἔχω ὅλα, στό θερµοκήπιο ζῶ καί ὅλο ἄρρωστος εἶµαι. Στή σπηλιά ἔµεινα, ὅσο χρειάστηκε νά διορθωθεῖ τό σπίτι γιατί ἦταν πάρα πολύ ἐρείπιο, δέν ἦταν κατοικήσιµο. Ἀφοῦ διορθώθηκε τό σπίτι καί ἔµενα µέσα ἀναγκαστικά ἔφυγα ἀπό τήν καθηµερινή ἄσκηση πού εἶχα, γιατί παιδιά µου ὅλα εἶναι µία συνήθεια ἀλλά τό πλεῖστον εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεός ὅταν ἐµεῖς θέλουµε νά εἴµαστε κοντά του πραγµατικά ὅσα ἐµπόδια καί νά βροῦµε µᾶς βοηθάει καί µᾶς περιµένει γιατί θέλει πάντες σωθῆναι. Τό ἴδιο συνέβη καί σέ µένα. Ὅταν ἤµουνα στή σπηλιά καί εἶχα ὅλη µου τήν ἀφοσίωση στό Θεό δέν εἶχα οὐδεµία µέριµνα, οὔτε γιά παράθυρα, οὔτε γιά πόρτες, οὔτε κουζίνες, οὔτε γιά ἠλεκτρικά, γιά κήπους γιά τίποτε ἀπολύτως. Μοῦ ἀρκοῦσε ἕνα πρόσφορο τήν ἑβδοµάδα καί τά λίγα χορταράκια ἀπό τόν κῆπο τῆς Μάνας µας Παναγιᾶς. Ὅταν πῆγα στό σπίτι ἄρχισε ἡ µέριµνα, ἄντε καί τοῦτο, ἄντε καί τ’ ἄλλο, σιγά-σιγά ἔφτασα νά ἔχω φῶς, ρεῦµα, ψυγεῖο. Κι αὐτά γιά µένα ἦταν καταστροφή. Ἐφ’ ὅσον µέσα στή σπηλιά µέ τήν κουρελοῦ µισή πάνω καί µισή κάτω καί ἐπάνω σέ σανίδα δέν κρύωνα τό χειµώνα, ἤµουν ζεστός καί τό καλοκαίρι δέν ζεσταινόµουνα. Ἤµουν µιά χαρά!
Ἀντιθέτως στό σπίτι αἰσθανόµουνα τά πάντα, κρύο, ζέστη. Κι αὐτό γιατί ἔφυγα ἀπό τήν προσήλωση πού εἶχα πρός τόν Κύριον. Δέν ἦταν ὅλη ἡ ἀφοσίωσή µου στόν Θεό πλέον. Εἶχα τή µέριµνα τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ κήπου, µέχρι καί τηλέφωνο ἔβαλα ἄν καί δέν τό ἤθελα, ἀλλά ἔγινε κι αὐτό.
Ἄρχισα νά χάνω αὐτό τό ὡραῖο πού εἶχα. Ἔφυγε πλέον, ὄχι ὁλοκληρωτικά, γιατί δέν φεύγει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, φεύγουνε κάτι ἄλλα… Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε κοντά µας, δέν µποροῦσα ὅµως νά ἔχω τήν ἴδια χάρη πού εἶχα κατά τή διαµονή µου στή σπηλιά. Ὅταν ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος ὁ Θεός δίνει φώτιση, µᾶς δίνει τήν χάρη. Καί ὅσο πιό πολύ προχωροῦµε πρός τόν Θεό τόσο καί πιό πολύ λαµβάνουµε περισσότερη χάρη. Καί σιγά-σιγά ἔρχεται καί ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος τήν ἄκρα ἄσκηση, τήν διορατικότητα. Τότε προσπαθεῖ ἐπιµελῶς νά ἀποφεύγει τό κακό καί ἐργάζεται γιά τό Θεό καί µόνο γιά τό καλό. Πρέπει νά ἔχεις µεγάλη δύναµη. Εἶναι δύσκολο ἀλλά ὄχι ἀκατόρθωτο. Τόν πρῶτο λόγο τόν ἔχουµε ἐµεῖς. Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἔχουµε τά µεγαλύτερα ὅπλα. Τό µεγαλύτερο ὅπλο εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἐνδυναµώνεται ἀπό τόν Σταυρό. Ὅταν ἔχει τόν Σταυρό ἡ πίστις σου δυναµώνει. Δέν ἔχεις τόν Σταυρό ἡ πίστις σου δέν δυναµώνει. Ὅταν πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί δέν σηκώνεις τόν Σταυρό, τότε δέν πιστεύεις τίποτε. Ἐφόσον πιστεύεις στόν Θεό πρέπει νά σηκώσεις καί τόν Σταυρό πού σοῦ δίνει. Καί ὅπως σοῦ τόν δώσει. Γιατί ὁ Κύριός µας δίνει στόν ἄνθρωπο τόν Σταυρό ἀνάλογα µέ τίς δυνάµεις του. Εἶναι Παντογνώστης, καρδιογνώστης ὁ Χριστός µας καί µᾶς δίδει τό πρέπον. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο. Νά µήν παραπονούµεθα ποτέ ἀλλά µέ ὑποµονή καί ταπείνωση ἀγόγγυστα νά σηκώνουµε ὅτι Σταυρό µᾶς δώσει. Προσέξτε νά µήν ποῦµε ποτέ γιατί Θεέ µου; Εἶναι ἕνα εἶδος διαµαρτυρίας καί βλασφηµίας µπορῶ νά πῶ.
Νά θά σᾶς ἐξοµολογηθῶ τί ἔπαθα τοῦ λόγου µου. Κάποτε ἔσκαβα γοῦβες στόν κῆπο µου στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά φυτέψω φασόλια. Καθώς περιποιούµενα τόν κῆπο µου µέ ἔπιασε τό παράπονο. «Ὅλο µόνος µου, ὅλο µόνος µου…» εἶπα. Δέν πρόλαβα νά κάνω δύο βήµατα καί βλέπω κι ἄλλα πατήµατα δίπλα στά δικά µου. Παραξενεύτηκα καί ἄρχισα νά συλλογιέµαι ποιός ἄνθρωπος νά περπάτησε στόν κῆπο µου; Ποιός νά ἦταν ἄραγε; Τελείωσα τή δουλειά µου, ἦρθε µεσηµέρι ξάπλωσα, διάβασα Ἑσπερινό.
Ξαφνικά βλέπω µπροστά µου τόν Κύριο. Μέ κοιτάει στά µάτια καί µοῦ λέγει: «Γιατί ἀπορεῖς; Δέν εἶσαι µόνος σου! Εἶµαι Ἐγώ µαζί σου». Πῆρα τό µάθηµά µου. Ἀπό τότε λέω δέν εἶµαι µόνος µου, ἔχω τόν Θεό. Κι ὅσοι ἔρχονταν καί µέ ρωτούσανε γέροντα µόνος εἶσαι ἐδῶ, τούς ἀπαντοῦσα. Ὄχι, ἔχω τόν Θεό, εἶµαι µέ τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, δέν εἶµαι µόνος µου. Δέν µπορῶ νά σᾶς περιγράψω τήν χαρά πού ἔνοιωθα ὅταν καθώς δούλευα ἔβλεπα τά πατήµατα τοῦ Κυρίου δίπλα µου.
Κάποια φορά ὅµως, δέν ἔβλεπα τά δεύτερα πατήµατα. Ἔβλεπα µόνο τά δικά µου. Ἄχ εἶπα πάλι µόνο µ’ ἄφησε ὁ Θεός, πάλι µόνος µου εἶµαι. Ὤπ!
Ἀκούω πάλι τή φωνή τοῦ Κυρίου νά µοῦ λέει: «Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι εἶσαι µόνος σου; Ἀπό ποῦ τό συµπέρανες αὐτό ποῦ λές; Δέν εἶσαι Βασίλειε µόνος. Δέν σοῦ εἶπα ὅτι Ἐγώ εἶµαι µαζί σου»; Καί µέ ἀφέλεια ὁ ἀνεπρόκοπος ἀπάντησα: «Ναί, ἀλλά δέν βλέπω τά πατήµατά Σου». Καί τότε ὁ Κύριος µοῦ λέγει: «Αὐτά τά πατήµατα πού βλέπεις εἶναι δικά µου». Καί λέγω τότε στόν Κύριο µέ ἔκπληξη. Καί τά δικά µου ποῦ εἶναι; Κι Ἐκεῖνος µοῦ ἀπαντᾶ: «Τά δικά σου δέν φαίνονται γιατί σ’ ἔχω στήν ἀγκαλιά µου». Καί τότε ζήτησα καί πάλι συγχώρεση. Ἄν µ’ ἔβλεπε κανείς θά ἀναρωτιόταν µέ ποιόν µιλάω! Ὅλα αὐτά, ὅµως, εἶναι γεγονότα πού ἔχουν συµβεῖ. Νά θυµόσαστε παιδιά µου, ὅπου βλαστάνει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ πηγάζει ἡ Χάρις καί ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἄντε τώρα πηγαίνετε…
Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης, Νουθεσίες – Διδαχές”, Διονύσιος Ἀ. Μακρής, Μέρος Α’, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 27-33
Συντάκτης














