Αποσπάσματα από τους Ψαλμούς του ΔαυίδΚΑ’,ΚΔ’,ΚΕ’
πορευόμενος τρεις ημέρας πενης και διψασμένος ηρθεν εις μέρος
απρόσιτον και απανθρωπον,εκεί ενυχτωσεν και αγρυπνησεν,
την επαύριον εσυνέλεξεν πέτρες και ξύλα και έκτισεν κατοικιτηριον,
εδώ πλέον θα έμενεν,ότι αμαρτίας πολλάς είχεν εν τω κόσμω,
επειδή αδύνατος άνθρωπος ητον,
και ελεγεν(από Ψαλμού Δαυίδ ΚΑ’)
ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; .
Γιατί με εγκατέλειψες;ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ·
Σκουλήκι είμαι κι όχι άνθρωπος ,ντροπή στους ανθρώπους,κι όλοι βλεπωντας με με περιφρονησανμὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς,
μη φεύγεις μακρια από μένα,γιατί η θλίψη είναι κοντά,περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
μοσχάρια πολλά με περικυκλωσαν,και ταύροι δυνατοι με περιεβαλλανἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
άνοιξαν ενάντια μου το στόμα τους σαν το λιοντάρι να μ’αρπαξει μουγκριζονταςὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου,
σαν το νερό χύθηκα,και διασκορπιστηκαν τα οστά μου ολαἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·
η καρδιά μου σαν κερί έγινε που λιώνει μεσα στο στήθος μουἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου,
ξεράθηκε σαν πήλινο δοχείο η δύναμη μου,κι η γλώσσα μου κόλλησε στον λάρυγγα μουκαὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
και στο χώμα πεθαμένο μ’ερριξεςὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με,
ότι πολλά σκυλιά μ’εκυκλωσαν,κι ομάδα πονηρών ανθρώπων με περιέβαλλε,ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
μου’σπασαν τα χέρια και τα ποδιαδιεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
και μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα μου και στα ρούχα μου εβαλαν κληροείπε και εκλαυσε πικρα(από Ψαλμού Δαυίδ ΚΔ’)αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν· ἐκ τῶν ἀναγκῶν μου ἐξάγαγέ με.
η θλίψη της καρδιά μου μεγαλωσε κι απ’τα βάσανα μου βγαλε μεἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου.
δες πως ταπεινώθηκα και πόνεσα και συγχώρεσε όλες μου τις αμαρτιεςἴδε τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με.
δες τους εχτρους μου,ότι μεγάλωσαν, και με μίσος άδικο με μίσησανείπε και εκλαυσε πίκρα (από Ψαλμού Δαυίδ ΚΕ’)οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω·
δεν κάθισα με ομάδα ματαιοδοξων και σ’αυτους που παρανομουν δεν θα μπω μεσαἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω.
αποστρέφομαι τη συγκέντρωση πονηρών και με ασεβείς δεν θα καθισω
μὴ συναπολέσῃς μετὰ ἀσεβῶν τὴν ψυχήν μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν αἱμάτων τὴν ζωήν μου,
μη συγκαταλεξεις την ψυχή μου με τους ασεβείς και τη ζωή μου μ’ανθρωπους που χυσαν αιμαείπε και εκλαυσε πικρα(-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.kouvelis)