Αντίδωρο είναι ο ευλογημένος άρτος που βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία, γι’ αυτό και η ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω.
Ἐπιτρέπεται τό ἀντίδωρο νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς φαγητό; Ὄχι, διότι ὁ ἄρτος τοῦ ἀντίδωρου δέν εἶναι κοινός ἄρτος ἀπό τήν στιγμή τῆς εὐλογίας κατά τήν Προσκομιδή καί τῆς ὑψώσεώς του κατά τό «Ἄξιόν ἐστίν…». Εἶναι ἕνας εὐλογημένος ἄρτος ὁ ὁποῖος προσφέρεται «ἀντί τοῦ μεγάλου ἐκείνου Δώρου τῆς φρικτῆς Κοινωνίας». Ὡραιότατα μάλιστα στήν ἑρμηνεία τοῦ στόν 2ο κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας ὁ Βαλσαμῶν γράφει ὅτι διανέμεται τό ἀντίδωρον, «ὥστε πᾶσαν ἀνάγκην ἔχειν καὶ αὐτοὺς τοὺς μὴ δυναμένους μεταλαμβάνειν τῶν ἁγίων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων, προσκαρτερεῖν μέχρι τέλους τῆς θείας ἱεροτελεστίας, καὶ ἐκ χειρὸς ἱερατικῆς λαμβάνειν αὐτὸ εἰς ἁγιασμὸν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Γ´, σελ. 128). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ὅτι «ἐπειδὴ δὲ ὅλοι δὲν εἶναι ἑτοιμασμένοι διὰ νὰ μεταλάβουν, διὰ τοῦτο, ὡς φαίνεται ἐπενοήθη τὸ ἀντίδωρον, ἵνα καὶ οἱ μὴ μεταλαμβάνοντες τῶν Μυστηρίων λάβωσιν αὐτὸ παρὰ τοῦ Ἱερέως πρὸς ἁγιασμὸν ἡγιασμένος γὰρ ἄρτος ἐστὶ τὸ ἀντίδωρον καὶ διὰ τὶ ἐπροσφέρθη πρὸς τὸν Θεόν…» (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1982, σελ. 408). Σέ συγκεκριμένη ἐρώτηση (ὑπ᾽ ἀριθμ. Ε´) μοναχῶν πρός τήν Σύνοδον τῆς Κων/λεως (11ος αἰώνας), «ἂν πρέπῃ ἀδιαφόρως καὶ ὡς θέλει νὰ τρώγῃ ὁ Ἱερεὺς τὰ προσφερόμενα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, προσφορᾶς δηλ. καὶ νάματα καὶ ἂν πρέπῃ νᾷ τρώγῃ ταῦτα ὡσὰν τὸν κοινὸν ἄρτον καὶ τὶ πρέπει νὰ κάμνῃ ὅταν αἱ τοιαῦται προσφοραὶ καὶ τὰ νάματα συναχθοῦν πολλά;», ἡ Σύνοδος διά τοῦ Πατριάρχου Νικολάου ἔδωσε τήν ἀκόλουθη Ἀπόκρισιν: «Τὰ κομμάτια ὁποῦ μείνουν ἀπὸ τὴν ὑψωθεῖσαν προσφορὰν δὲν πρέπει νὰ τρώγωνται εἰς ἄλλον τόπον, πάρεξ εἰς μόνην τὴν Ἐκκλησίαν, ἕως ὃτου νὰ ἐξοδευθοῦν ὅλα, ὅσα καὶ ἂν εἶναι. Τὰ δὲ κομμάτια ὁποῦ μείνουν ἀπὸ τὰς ἄλλας προσφορᾶς ὁποῦ δὲν ὑψώθησαν, πρέπει νᾷ τρώγωνται καὶ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως μαζὶ μὲ γάλα καὶ τυρὶ καὶ ὀψάρια θετέον, ὡσὰν ὁ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ μοναχὰ χωρὶς ἄλλο φαγητὸν» (Πηδάλιον, σελ. 734). Κάνει βεβαίως ἐδῶ μία διάκριση ὁ Πατριάρχης Νικόλαος καί διαχωρίζει τά περισσεύματα κλάσματα ἀπό τήν δηλωθεῖσα προσφορά ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται ὁ Ἀμνός καί ἀπό τά κλάσματα ἐκ τῶν ἄλλων προσφορῶν. Θεωρεῖ δέ ὡς ἀντίδωρο ἐκεῖνα τά κλάσματα ἐκ τῆς προσφορᾶς ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε ὁ Ἀμνός. Ἐξάλλου, ὁ 8ος κανών τοῦ ἁγ. Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας ὁρίζει ὅτι: «Τὰ προσφερόμενα εἰς λόγον θυσίας, μετὰ τὰ ἀναλισκόμενα εἰς τὴν τῶν Μυστηρίων χρείαν, οἱ Κληρικοὶ διανεμέσθωσαν καὶ μήτε κατηχούμενος ἐκ τούτων ἐσθιέτω ἢ πινέτω, ἀλλὰ μᾶλλον οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς πιστοὶ ἀδελφοὶ» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Δ´, σελ. 348). Ἄλλως, ἐάν ἡ προσφορά δέν εἶναι εὐλογημένη, δηλαδή δέν χρησιμοποιήθηκε κατά τήν Προσκομιδή, μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί ὡς κοινός ἄρτος. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου Δρ. Νομ.- Θεολογίας, Ἱεροκήρυκα Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2003
Οκτ 31, 2023Εκκλησία Online
ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ! Στα ATM live οι Συντάξεις Δεκεμβρίου 2023 – ΟΠΕΚΕΠΕ ΠΛΗΡΩΜΕΣ και Δώρο Χριστουγέννων