Νίνα Λομπζανίτζε: Περίμενα τὸ πρῶτο μου παιδί. Ἡ ἐγκυμοσύνη ἦταν πολὺ δύσκολη, εἶχα ὀξεῖα τοξίκωση. Ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐξετάσεις ἔδειξε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ γεννιόταν μὲ Σύνδρομο Ντάουν. Οἱ ἰατροί μου πρότειναν νὰ κάνουμε ἔκτρωση.
Ἤμουν σὲ τόσο ἄθλια κατάσταση ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ἀπαντήσω τίποτα στὸν ἰατρὸ καὶ σιωπηλὴ βγῆκα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. «Ὄχι, δὲ θὰ κάνω ἔκτρωση» – σκέφτηκα μέσα μου καὶ φοβόμουν νὰ ὁμολογήσω τὴν ἀπόφασή μου στοὺς δικούς μου, ποὺ ἦταν, δυστυχῶς, μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἄντρας μου ἦταν σὲ ἐπαγγελματικὸ ταξίδι κι ἀποφάσισα νὰ μὴν τοῦ πῶ τίποτα στὸ τηλέφωνο γιὰ τὶς ἐξετάσεις. Πῆρα δυνάμεις, πῆγα στὸν πνευματικό μου καὶ τοῦ εἶπα γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε. Μὲ ἄκουσε καί, ὕστερα, πολὺ ἤρεμα μοῦ εἶπε: «Νὰ μεταλάβεις, νὰ διαβάζεις τὸ Ψαλτήρι, τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά…».
Τὸ ἑπόμενο πρωί, πῆγα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σαμταβρό, προσκύνησα τὰ λείψανα τοῦ γέροντα Γαβριὴλ καὶ προσευχήθηκα μὲ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ μὲ πλησίασε μιὰ μοναχή, ἡ ὁποία, ἴσως, παρατήρησε σὲ τί κατάσταση ἤμουν καὶ μοῦ ἔδωσε τρία σοκολατάκια.
Χάθηκα, δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Μοῦ λέει ἡ μοναχή: «Πᾶρε, αὐτὰ τὰ γλυκὰ εἶναι ἀπὸ τὴν παράκληση ποὺ ἔγινε μόλις στὸν γέροντα Γαβριήλ. Νὰ φᾶς, εἶναι νόστιμα».
Πῆρα τὰ σοκολατάκια, εὐχαρίστησα τὴ μοναχὴ καὶ συνέχισα νὰ προσεύχομαι. Ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὸ Σαμταβρό, μὲ πλημμύρισε ἠρεμία καὶ χάρη. Δὲν ἔτρωγα γλυκά, ἀλλὰ καὶ σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ ἤμουν μὲ τοξίκωση, δὲ θὰ μποροῦσα κιόλας νὰ φάω. Ὅμως, στὸ δρόμο σκέφτηκα ὅτι πρέπει νὰ δοκιμάσω ἔστω ἕνα σοκολατάκι.
Τελικά, τὰ ἔφαγα καὶ τὰ τρία, καὶ πολὺ εὔκολα. Κάτι ποὺ μὲ ἐξέπληξε πολύ. Δὲν εἶχα καμία ἀντίδραση, οὔτε ναυτία. «Μᾶλλον, εἶναι εὐλογημένα γλυκά», σκέφτηκα. Ἔφτασα σπίτι, διάβασα τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ.
Τὸ πρωί, ὅταν ξύπνησα, ὁ ἄντρας μου ἤδη εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸ ταξίδι του. Πῆρα δυνάμεις νὰ τοῦ τὰ πῶ ὅλα, καὶ ξαφνικὰ αὐτός μου λέει μὲ χαμόγελο:
«Νίνα, ξέρεις τί περίεργο καὶ ἀστεῖο ὄνειρο εἶχα δεῖ στὸν ὕπνο μου; Ὅτι ἤμασταν σὲ ἐκκλησία κι ἐσὺ καθόσουν σὲ μιὰ γωνιά.
Ξαφνικὰ σὲ πλησιάζει ἕνας παράξενος ἱερέας μὲ ἄσπρα γένια καί, λὲς καὶ ἤσουν μικρὸ κορίτσι, σοῦ δίνει σοκολατάκια καὶ σοῦ λέει: ‟Φάε, φάε, εἶναι πολὺ καλά…” καὶ μὲ ἕνα παράξενο βηματισμό, κουνῶντας τὰ χέρια του, βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία…». Δὲν πρόλαβε ὁ ἄντρας μου νὰ τελειώσει νὰ μοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρό του κι ἄρχισα νὰ κλαίω σπαρακτικά… Δὲν καταλάβαινε, ἀπορημένος, τί συμβαίνει…
Κλαίγοντας, τοῦ τὰ διηγήθηκα ὅλα καὶ αὐτὸς μὲ ἄκουσε σιωπηλός. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη, ὁ ἴδιος μοῦ ζήτησε νὰ πᾶμε στὸ Σαμταβρό. Πήγαμε ἐκεῖ κι αὐτὸς καθόταν καὶ κοιτοῦσε τὴν εἰκόνα τοῦ γέροντα Γαβριήλ.
Καὶ μετὰ εἶπε: «Μοῦ φαίνεται, αὐτὸς ἦταν». Ἀποφασίσαμε ὅτι δὲ θὰ κάνουμε ἔκτρωση! Ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα, προσπαθοῦσε μαζί μου νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Στὴ διάρκεια ὅλης τῆς ἐγκυμοσύνης δὲν χάναμε τὴν ἐλπίδα κι ἐγὼ παρακαλοῦσα τὸν γέροντα νὰ πᾶνε ὅλα καλά, νὰ γεννηθεῖ ὑγιὲς τὸ παιδί…
Ἦρθε ἡ ὥρα, καὶ γέννησα κορίτσι…
Ἀπολύτως ὑγιές! Βαρβάρα.
Οἱ ἰατροὶ εἶχαν ἐκπλαγεῖ. Ἐμεῖς μὲ τὸν ἄντρα μου, ὅμως, ξέραμε ποιός μᾶς εἶχε βοηθήσει, ποιός εἶχε κάνει αὐτὸ ποὺ φαινόταν ἀδύνατο! Ὡστόσο, «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θὲῷ ἐστιν» (Λκ. 18,27).
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, πέρασε ἕνας χρόνος καὶ κάτι μῆνες, ὅταν ἐμφανίστηκαν τὰ νέα βίντεο-στιγμιότυπα τοῦ γέροντα Γαβριήλ.
Ὅταν εἶδε τὰ βίντεο, ὁ ἄντρας μου, ἔκπληκτος, εἶπε: «Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ὄνειρο, ἦταν σίγουρα αὐτός. Ἀκριβῶς ἔτσι ἀνέβαζε τὰ χέρια του πρὸς τοὺς οὐρανούς…». Τώρα, ὁ ἄντρας μου ἔχει ἀποκτήσει πνευματικό.
Προσπαθοῦμε νὰ ἐπισκεπτόμαστε συχνὰ τὴν Μονὴ Σαμταβρό, μαζὶ μὲ τὴ Βαρβάρα, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἀγαπάει πολὺ τὸν γέροντα Γαβριήλ!
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! Δόξα στὸ δικό μας ἀγαπημένο γέροντα Γαβριήλ!
Θὰ ἤθελα νὰ ἀπευθυνθῶ στὶς γυναῖκες, στὶς μητέρες ποὺ θὰ βρεθοῦν ἢ ποὺ βρέθηκαν σὲ παρόμοια κατάσταση: νὰ πιστεύετε στὸν Κύριο τὸν Θεό, νὰ προσεύχεστε σὲ Αὐτόν, στοὺς Ἁγίους Του, μὴν ἀπελπίζεστε καὶ μὴν κάνετε ἐκτρώσεις σὲ καμία περίπτωση!
(Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ διὰ Χριστὸν σαλός)
Συντάκτης














