* * *
Ελεινό σε γνώρισα , ελεινό σε βρήκα
από παιδί και έφηβο με ελεΪνή την προίκα.
Στα χρόνια τα λυκειακά ήσουνα μέγας γλύφτης,
πολλοί σε καμαρώνανε και λέγανε ο τσίφτης.
* * *
Τα χέρια των καθηγητών εφίλαγες με πάθος ,
αργότερα μεγάλωσες και είπες πως ήταν λάθος.
Ακόμη εκαμάρωνες για τον σοσιαλισμό σου,
μα φυσικά δεν έβλεπες την τύφλα που ‘ταν μπρός σου.
* * *
Στα μαγαζία , στις ‘’ντισκοτέκ’’ ξεφάντωνες τα βράδυα ,
παρίστανες τον πλούσιο μα η τσέπα ήταν άδειαˑ
και τότε μηχανεύτηκες πως πρέπει ‘’μπαρ’’ ν’ ανοίξεις
και σύντομα το πίστεψες πως θα μας καταπλήξεις.
* * *
Χρέη συσσώρευσες πολλά_απλήρωτα θες βέργα_
και κλάφτηκες στου δικαστή , πως ήταν νιότης έργα.
Οι εκρπόσωποι της Θέμιδος την νιότη σου ελεήσαν
και επιεικώς τα δάνεια που ‘φαγες στα χαρίσαν.
* * *
Αργότερα σκαρφίστηκες μπίζνες πως θες να κάνεις
χοντρό – ψιλό εμπόριο τους άλλους να ξεκάνεις.
Και χρήματα δανείστηκες μακρυά απ’ το Λας Βέγκας.
Απ’ ένα θείο πλούσιο, το Τζώνυ Δεμερλέγκας.
* * *
Μα γρήγορα φαλήρισες και τα έκανες μαντάρα
και το μπάρπας σου απ’ την Αμερική εισέπραξε αντάρα.
Είδες και απόειδες , στα χονδρά-ψιλά εμπόρια σου
και σύντομα αποφάσισες καινούργιο θέλημα σου.
* * *
Στα εκλογικά μπερδεύτικες και ήσουν βέβαια μ’ όλους,
πότε ζερβούς , πότε δεξιούς , νότιους και βόρειους πόλους.
Πότε ασήμωνες κρυφά το εκλογικό λεφούσι και πότε σ’ ασήμωναν ωσάν τον Πήλιο Γούση.
* * *
Η μάνα σου βεβαίωνε πως είσαι ταλαντούχος
και ότι δεν πρέπει στη ζωή να είσαι απλώς κληρούχος.
Ο δόλιος ο πατέρας σου κατάλαβε- μα ήταν αργά- πως ήτανε βλαμμένη
σε παίνευε από μικρό , όρνιθα η καημένη.
* * *
Πάντως γι’ αυτά δεν φταις εσύ ούτε και ή μαμά σου
φταίνε και όσοι ασπάζονται τη συμπεριφορά σου.
Δημαγωγοί , δημόσοφοι και ολόκληρη χορεία,
όσοι με πείσμα κυνηγούν δύναμη και εξουσία.