…Ἦταν πολύ ἀγωνιστής καί νήστευε πολύ. Μερικές μέρες δέν ἔτρωγε τίποτε. Περνοῦσε μόνο μέ ἀντίδωρο.
Στήν Ἐκκλησία εἶχε μία φανέλλα μάλλινη στό πάτωμα, ὅπου ἔκανε τίς μετάνοιές του. Δέν τίς ἄφηνε μέχρι τελευταῖα πού κατέπεσε καί δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του.
Κάποτε κρύφτηκε μία ὀχιά κάτω ἀπό τήν φανέλλα του καί, ὅπως αὐτός ἔκανε τίς μετάνοιες, ἐνωχλήθηκε καί τόν τσίμπησε. Δέν ταράχθηκε καθόλου, οὔτε ἔτρεξε στούς γιατρούς. Πῆγε στόν παπα–Ἀρσένιο, ἀλλά ἔλειπε καί γύρισε στό Κελλί του. Ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ πίστη στήν πρόνοια τῆς Παναγίας, ἔβαλε λαδάκι ἀπό τό καντήλι Της καί δέν ἔπαθε τίποτε. Μόνο στενοχωρήθηκε καί ἔλεγε λυπημένος ὅτι ἔκανε ἁμαρτία πού σκότωσε τήν ὀχιά.
Εἶχε ἕνα γαϊδουράκι καί γιά νά μήν τό κουράζη δέν ἀνέβαινε καβάλα ποτέ του∙ πάντα πήγαινε μέ τά πόδια. Ὅταν ἤθελε νά ἀλλάξη τήν φιάλη ὑγραερίου, φορτωνόταν αὐτός τήν ἄδεια φιάλη καί μπροστά του πήγαινε τό γαϊδουράκι. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν τήν φορτώνει στό γαϊδουράκι, ἀπαντοῦσε: «Αὐτό θά φέρει τήν γεμάτη, νά κουβαλάη καί τήν ἄδεια;». Τό θέαμα ἦταν γιά γέλια ἀλλά ὁ γερω–Γερόντιος ἤξερε τί ἔκανε καί εἶχε τόν σκοπό του.
Οἱ περισσότεροι στίς Καρυές τόν εἶχαν γιά κακομοίρη, γιά καλόγερο ἄσημο πού ἀσχολοῦνταν μέ τά σκυλιά καί τά κοκόρια, τόν εἰρωνεύονταν. Ἦταν περίγελως στούς πολλούς, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἦταν ἕνα μυστήριο. Εἶχε πολλές γνώσεις καί φαίνεται ὅτι εἶχε σπουδάσει, ἀλλά κανείς δέν ἤξερε τίποτε γιά τήν ζωή του στόν κόσμο, γιατί ποτέ δέν μιλοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως ἔβλεπε νά γίνεται κάποια κακή ἐνέργεια ἐκ μέρους τῆς πολιτείας, ἔγραφε γράμματα διαμαρτυρίας στούς ἁρμοδίους.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Από τη ασκητική και αγιορείτικη παράδοση, Άγιον Όρος 2011»
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΙΤΕ: >> ΕΔΩ