Με την ανατολή του Αυγούστου, αφιερωμένου σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Κυρία μας Θεοτόκο, έδυσε άλλο ένα αστέρι πρώτου μεγέθους της Αγιοταφιτικής αδελφότητος. Επειγόταν η μακαρία να συνεορτάσει την σεπτή Κοίμηση της Παναγίας εις τα ουράνια, ομού μετά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων.
Αυτή είναι η αείμνηστη ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Λαζάρου Βηθανίας, Γερόντισσα Ευπραξία. Η μακαριστή καταγόταν από την μαρτυρική Κύπρο, από ένα μικρό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας που λέγεται Ασκάς και ανήκει σ’ ένα σύμπλεγμα χωριών όπου η περιοχή λέγεται Πιτσιλιά.
Γεννήθηκε το 1934 από γονείς ευσεβείς, τον Γεώργιο και την Κυριακή, και έλαβε στο άγιο βάπτισμα την ονομασία Ελένη. Οι μακαριστοί γονείς της έφεραν στον κόσμο άλλα δύο παιδιά, εκ των οποίων το ένα κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, ενώ το άλλο ονομαζόταν Άννα. Αυτή ακολούθησε τον έγγαμο βίο, όμως ο Θεός της επιφύλαξε ένα από τα παιδιά της από μικρή ηλικία να προκρίνει την παρθενία και τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό και πολύ νέα ανεχώρησε και εγκατεβίωσε κοντά στην θεία της Ευπραξία. Αυτή δεν είναι άλλη από την γνωστή σε όλους εκλεκτή Μοναχή Μαρία.
Τα πρώτα χρόνια της Ελένης
Η Ελένη, εκτός των άλλων χαρισμάτων που είχε, ήταν πανέξυπνη και εργατική. Παρ’ όλο που ήταν μετρίου αναστήματος, δούλευε σαν άνδρας. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο του χωριού με άριστα. Οι γονείς της, αν και ήθελαν να την στείλουν σε ανώτερο σχολείο, ήταν πτωχοί και δεν είχαν δυνάμεις. Όμως η Ελένη δεν στενοχωρήθηκε· τουναντίον έτρεξε αμέσως έξω στους αγρούς με τον πατέρα της. Οι ασχολίες ήταν αμπελουργικές, κηποκαλλιέργειες, λίγα σιτηρά κ.τ.λ. Σε όλα αυτά έτρεχε και δούλευε πιο πολύ και από άνδρες. Σαν ένα δείγμα, διηγούμαι το εξής: Την εποχή εκείνη ο φτωχόκοσμος μετέβαινε, άνδρες και γυναίκες, στα χαρουποχώρια, προς συγκομιδή χαρουπιών. Οι άνδρες έριχναν με βέργες τα χαρούπια και οι γυναίκες τα μάζευαν. Λόγω φτώχειας μετέβη και η μικρή Ελένη σε ένα χωριό για δουλειά. Εκεί υπήρχε μια πανύψηλη χαρουπιά όπου στην κορυφή ήταν φορτωμένη χαρούπια, αλλά κανένας δεν μπορούσε να αναρριχηθεί τόσο ψηλά. Κι όμως, η απτόητη Ελένη ανέβηκε στην κορυφή και έριξε κάτω όλα τα χαρούπια. Το γεγονός αυτό διελαλήθη παντού και θαύμασε όλος ο κόσμος. Άλλη μια φορά, την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου (’55-’59), οι νέοι του χωριού, εμφορούμενοι από γνήσιο πατριωτισμό και με το σύνθημα «Ζήτω η Ένωση με την μητέρα Ελλάδα» κολλούσαν αφίσες με πατριωτικά συνθήματα και ελληνικές σημαίες στα δένδρα, στους τοίχους, παντού. Όμως οι Άγγλοι, από αντίδραση, έβαζαν σκάλες, ανέβαιναν στα δένδρα και τις κατέβαζαν. Στην πλατεία του χωριού υπήρχε ένα πανύψηλο δένδρο, κυπαρίσσι·πάνω σ’ αυτό κάποιοι νέοι τοποθέτησαν δυο-τρεις σημαίες, όμως οι Άγγλοι έβαλαν σκάλες και κατέβασαν τις σημαίες. Τότε λέγει η Ελένη: «Να δείτε τι θα τους κάνω». Μόνο κατά τρόπο θαυμαστό μπορεί να εξηγηθεί αυτό που έκανε. Ανέβηκε μόνη με μια μεγάλη σημαία με ιστό στην κορυφή του κυπαρισσιού όπου την έδεσε σφιχτά και σταθερά. Από παντού φαινόταν η γαλανόλευκη να κυματίζει με τον Σταυρό στον ιστό. Αλλά το πιο θαυμαστό είναι ότι, όσο κι αν προσπάθησαν οι Άγγλοι με τα μέσα που είχαν, κανένας δεν μπόρεσε να βγει να την κατεβάσει. Έτσι λοιπόν, η γαλανόλευκη παρέμεινε κοινό θέαμα στο δένδρο για χρόνια, μέχρις ότου εξέλιπε με την φυσική φθορά του χρόνου.
Την εποχή εκείνη στον Ασκά, όπως και στα άλλα χωριά της Κύπρου, λειτουργούσε μια εθνικοθρησκευτική οργάνωση, η Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Νέων (Ο.Χ.Ε.Ν.). Η οργάνωση αυτή θέρμαινε τα εθνικοθρησκευτικά ιδεώδη της νεολαίας. Αντί σε θέατρα, χορούς, καφενεία, κ.τ.λ., οι νέοι σύχναζαν σ’ αυτά τα κέντρα. Μάλιστα είμαι σε θέση να πω ότι τα πιο εκλεκτά μέλη του απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. προήλθαν απ’ αυτή την οργάνωση, πολλοί εκ των οποίων θυσίασαν ακόμα και την ζωή τους. Ήδη και η Ελένη με πολλές άλλες φίλες της,όλεςσε εφηβική ηλικία, άρχισαν να δραστηριοποιούνται. Το πρώτο και κύριο έργο τους ήταν το λατρευτικό. Είχανε συχνές λατρευτικές συνάξεις και μάλιστα ξεκίνησαν μικρές αγρυπνίες, πράγμα παράξενο για την τότε εποχή. Επεδόθησαν και σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Έκαναν εράνους υπέρ απόρων οικογενειών, αλλά και υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα, κ.τ.λ. Αρκετές από αυτές τις νέες κατετάγησαν στην μυστική οργάνωση Άλκιμος Νεολαία Ε.Ο.Κ.Α. (Α.Ν.Ε.). Αυτές είχαν βοηθητικό, αλλά ουσιαστικό ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα. Κολλούσαν κρυφά αφίσες στους τοίχους με πατριωτικά συνθήματα, πετούσαν στους δρόμους φέϊγ-βολάν κ.τ.λ. Αλλά το πιο σπουδαίο και επικίνδυνο, με κίνδυνο της ζωής τους, διακινούσαν όπλα στους αγωνιστές, φύλαγαν στασπίτια καταζητούμενους αντάρτες και τους συντηρούσαν, και εκτελούσαν με προθυμία διαταγές του τομεάρχου της περιοχής, ή και αυτού του Γεωργίου Γρίβα Διγενή. Εξ αυτών οι πιο πολλές ακολούθησαν έγγαμο, αλλά υποδειγματικό βίο. Αρκετές όμως από αυτές ακολούθησαν τον μοναχικό βίο και μάλιστα διεκρίθησαν ως μοναχές. Γνωρίζω ότι μόνο στη Μονή Αγίου Ηρακλειδίου εγκαταβίωσαν και διακρίθηκαν οι αδελφές Συνεσία, Ευσεβία και Χριστίνα. Από αυτές τις τάξεις κατάγεται και η εκλεκτή Ηγουμένη Παναγίας Παντανάσσης Κοτσιάτη, Γερόντισσα Επιφανία.
Πρόσκληση της Ελένης
Η Ελένη από μικρή προέκρινε και ποθούσε τον μοναχικό βίο. Όμως δεν ήξερε πού πρέπει να πάει. Ο αείμνηστος Ν. Παπακώστας εκείνη την εποχή και επί ήμισυ και πλέον αιώνα, διακρίθηκε ως ο καλύτερος ταξιδιωτικός πράκτορας, τόσο σαν ξεναγός, όσο και σαν άνθρωπος. Κατά το έτος 1955 έμαθε η Ελένη ότι ο Παπακώστας οργάνωσε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Τότε παρεκάλεσε τους γονείς της να την αφήσουν να πάει και αυτή. Ο πατέρας συγκατένευσε στον πόθο της κόρης, με την προϋπόθεση ότι θα αναλάμβανε την προσωπική κηδεμονία της ο ξεναγός της. Έτσι το όνειρο της Ελένης γίνεται πραγματικότητα και αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους. Η χαρά της κόρης απερίγραπτη. Συνεχώς έκλαιγε από συγκίνηση.
Την εποχήν εκείνην την Μ. Παρασκευήν μετά την ακολουθίαν των εγκωμίων ο κόσμος ο περισσότερος έμενε μέσα στον ναό της Αναστάσεως,ή στον Άγιον Κωνσταντίνον, όλη νύχτα μέχρι μεσημέρι του Μ. Σαββάτου 1 – 2 ώρα μ.μ. όπου ανέμεναν εναγωνίως να δουν το Άγιον Φως. Έτσι και η συνοδεία του Ν. Παπακώστα μαζί με την μικρήν Ελένη διανυκτέρευσαν στον Άγιον Κωνσταντίνον. Είναι ακριβώς πάνω από τον Πανάγιον Τάφον. Εκεί στην μικρή την Ελένη συνέβη κάτι πολύ θαυμαστό. Ενώ όλος ο κόσμος ξάπλωσαν κάτω στο πάτωμα να κοιμηθούν ξαφνικά βλέπει η Ελένη ότι άστραψε η εκκλησία και έλαμψεν από ουράνιο Φως. Συγχρόνως βλέπει μέσα στο Φως ένα αρχιερέα με λαμπρή άσπρη στολή. Η μικρή είτε από δέος είτε από ντροπή σκεπάστηκε κάτω από τα ρούχα. Νόμιζε ότι ήταν κάτι φυσικό και ότι όλοι βλέπανε. Όμως ο αστραπόμορφος εκείνος αρχιερέας πλησίασε την Ελένη μαζί με δύο άλλες νεάνιδες και της είπε:“Μη φοβάσαι· εγώ είμαι ο Άγιος Λάζαρος, και σε προσκαλώ να έρθεις στο σπίτι μου. Όταν πας πίσω, να ξαναγυρίσεις στο σπίτι μου”. Αυτά είπε και εξαφανίστηκε μαζί με τις δύο κοπέλες. Όμως από εκείνη τη στιγμή η καρδιά της κόρης πυρώθηκε από ένθεον έρωτα. Ο Κόσμος πια και τα εγκόσμια δεν την συγκινούσαν, γι’ αυτό και αποφάσισε να μείνει στους Αγίους Τόπους. Αποκορύφωμα μάλιστα ήταν, όταν ο καλός ξεναγός τους πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Λαζάρου στην Βηθανία. Όμως, όταν το ανέφερε στον Κον Παπακώστα, τον βρήκε αντίθετο. Μάλιστα της είπε το εξής: θαυμάζω και εκτιμώ τον πόθο σου, όμως εγώ υποσχέθηκα στον πατέρα σου να είμαι κηδεμόνας σου μέχρι να σε γυρίσω πίσω στο σπίτι σου. Όμως σου υπόσχομαι ότι σύντομα θα ξαναέρθω· και αν μείνεις σταθερή στον πόθο σου να σε ξαναφέρω την επόμενη φορά.
Εξ ανάγκης λοιπόν επέστρεψε η παιδούλα πίσω στους γονείς της. Όμως αλλοιωμένη “την δεξιάν αλλοίωση” με αυτά που είδε και έζησε στους Αγίους τόπους.Ο τόπος δεν την χωρούσε, ο νους και η καρδιά της ήταν εκεί.Όμως βρήκε αντίθετους τους γονείς της. Όμως μεσολάβησε άλλο ένα πολύ θαυμαστό γεγονός ώστε να ξεπεραστεί και αυτό το εμπόδιο. Μια μέρα εμφανίστηκαν εν οράματι δύο κόρες της έδωσαν στο χέρι ένα πανεύοσμο τριαντάφυλλο και της είπαν: “Τούτο είναι δικό σου. Να το προσέξεις ως κόρη οφθαλμού· ούτε να το πετάξεις, ούτε να το λερώσεις.Και σε προσκαλούμε στο σπίτι μας”. Ασφαλώς θα εννοούσαν ότι το εύοσμο ρόδον είναι η παρθενία. Το να μην το πετάξει σήμαινε να μην καταφρόνηση το υψηλό αυτό χάρισμα και παντρευτεί. Το να μην το λερώσει πάλι, μην τυχόν και δεν κρατήσει ως κόρη οφθαλμού την καθαρότητα μέχρι τέλους. Στην συνέχεια της λένε: “Να πεις τον πατέρα σου ότι είχε τρία πουλάκια. Από αυτά το ένα πέταξε στον ουρανό, το δεύτερο να μας το δώσει ο ίδιος, για να μη χάσει και το άλλο”. Τότε η Ελένη έλαβε θάρρος και τις ρώτα: “Εσείς ποιές είσαστε, και πού με ξέρετε; Της απαντούν: “Εγώ είμαι η Μάρθα και αυτή είναι η αδελφή μου Μαρία, αδερφές του Αγίου Λαζάρου. Σε περιμένουμε στο σπίτι μας”.Και με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκαν. Δεν έχασε καιρό τότε, και διηγείται καταλεπτώς το όραμα στον πατέρα της. Εκείνος έμεινε σκεπτικός, αλλά και πάλι δυσκολευόταν να αποφασίσει να αφήσει την κόρη του να γίνει Μοναχή. Δεν άργησε όμως να μεσολαβήσει ένα άλλο γεγονός. Ξαφνικά αρρωστά η αδερφή της. Τότε συγκλονισμένος ο πατέρας, θυμήθηκε το όραμα. Φοβήθηκε μήπως χάσει και το δεύτερο κορίτσι και έδωσεν υπόσχεση στο Χριστόν: «Κάνε, Χριστέ μου, καλά το παιδί μου και από αυτή την στιγμή παραδίδω στην αγκαλιά σου την Ελένη μου». Δεν άργησε η μικρή άρρωστη να γίνει καλά, αλλά και ο πατέρας της τηρών την υπόσχεσή του με την πρώτη ευκαιρία μετέβη ο ίδιος και παρέδωκε την θυγατέρα του στον αείμνηστο Άγιο Γέροντα Θεοδόσιον στην Ιερά Μονή Αγίου Λαζάρου.
Αρχιμανδρίτης Θεοδόσιος
Εκείνη την εποχή άκμαζε η Μονή του Αγίου Λαζάρου, με δέκα εκλεκτές μοναχές. Από αυτές υπήρχαν και μερικές Κύπριες. Είχα την ευλογία να προλάβω την μακαριστή Μοναχή Αγαθονίκη. Αυτή καταγόταν από ένα χωριό της Κύπρου που λέγεται Ορμήδεια. Ήταν μία σπάνια αγωνίστρια. Και αυτή έλαβε προσωπική κλήση κατά τρόπο θαυμαστό. Ήταν ήδη μοναχή από την Κύπρο. Μία φορά αποφάσισαν μερικές αδελφές της Μονής να μεταβούν στους Αγίους Τόπους για προσκύνημα. Ακολούθησε και η αδελφή Αγαθονίκη. Αφού προσκύνησαν όλα τα προσκυνήματα με συγκίνηση, πέρασαν και από την Μονή του Αγίου Λαζάρου. Όταν ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν, ακούουν την αδελφή Αγαθονίκη να τους λέγει: «Άντε αδελφές μου, να πάτε στο καλό. Εμένα όμως με κράτησε ο Πανάγιος Τάφος. Εδώ θα μείνω μέχρι να πεθάνω». Πράγματι αυτό το τήρησε πιστά. Έκτοτε και σε όλη της τη ζωή δεν βγήκε από το μοναστήρι, εκτός από κάθε ένα-δυο χρόνια, που μετέβαινε με άλλες αδελφές και προσκυνούσε τον Πανάγιο Τάφο. Ποτέ δεν την είδε κανένας αργή. Είτε προσευχόταν, είτε διάβαζε, είτε έκανε κανόνα, γονυκλισίες, ευχή με σταυροκοπήματα, είτε με την ποδιά κάπου δούλευε και ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τις αδελφές· κρατούσε αυστηρά τις νηστείες και ο ύπνος της ήταν όπως του λαγού. Τις ώρες του ύπνου οι παρακείμενες αδελφές άκουγαν στο δωμάτιό της προσευχή με κλάματα. Ποτέ δεν αργολογούσε, ούτε την άκουσε κανένας να κατακρίνει, εκτός από τον εαυτό της.
Αλλά και ο αείμνηστος π. Θεοδόσιος ήταν μία σπάνια χαρισματούχα μορφή. Διορίστηκε ηγούμενος στην Ι.Μ. Αγίου Λαζάρου κατά το 1946. Σαν πνευματικός άφησε εποχή. Υπήρξε το στήριγμα των πατέρων της αγιοταφιτικής αδελφότητας. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται στη ζωή και εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Επειδή αρκετές νέες εξέφρασαν επιθυμία να μονάσουν, τις δέχθηκε και ανέλαβε την διαποίμανσή τους. Ο αείμνηστος είχε το χάρισμα να κερδίζει όχι μόνο φίλους, αλλά και εχθρούς. Όσοι γνωρίζουν, η Βηθανία σήμερα είναι μία καθαρά μουσουλμανική πόλη και η Μονή είναι κυκλωμένη όπως ένα μικρό νησί στο πέλαγος. Και όμως κατόρθωσε να έχει πολύ καλές σχέσεις με τους κατοίκους, αλλά και με αυτή την κεφαλή, δηλαδή τον Βασιλιά της Ιορδανίας Αμπτάλλαχ. Οσάκις ερχόταν ο βασιλιάς από το Αμμάν στα Ιεροσόλυμα, έπρεπε να σταθμεύσει στην Βηθανία να επισκεφθεί τον φίλο του π. Θεοδόσιο. Μάλιστα πολλές φορές τον παρακαλούσε και μετέβαινε μαζί του στα Ιεροσόλυμα. Τότε τα Ιεροσόλυμα ανήκαν ακόμα στο κράτος της Ιορδανίας. Όμως, φευ, μεσολάβησε ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός. Μια φορά που πέρασε ο βασιλιάς με τον νεαρό διάδοχο Χουσεΐν, παρακάλεσε και τον π. Θεοδόσιο να τους συνοδεύσει. Εκεί όμως μια σπείρα έστησε καρτέρι να εξολοθρεύσει την βασιλική οικογένεια. Βάρεσαν πρώτα τον βασιλιά και τον φόνευσαν. Εν συνεχεία ψάχνουν τον διάδοχο. Όμως ευτυχώς πρόλαβε ο π. Θεοδόσιος, τύλιξε τον Χουσεΐν μέσα στο ράσο, τον έκρυψε, κι έτσι ο διάδοχος γλύτωσε. Έκτοτε οι σχέσεις της Μονής με το παλάτι ήταν πολύ στενές, αφού ο νέος βασιλιάς χρωστούσε την ζωή του στον π. Θεοδόσιο.
Η δόκιμη Ελένη
Καθώς είπαμε, κατά το έτος 1956 ο Άγιος Λάζαρος πρόσθεσε ακόμα μία εκλεκτή αδελφή, την Ελένη. Αυτή, από την πρώτη στιγμή εγκλιματίστηκε με το περιβάλλον και έθεσε τον εαυτό της στην υπακοή του μεγάλου διδασκάλου της. Πρόθυμη παντού· όχι μόνο σ’ ένα συγκεκριμένο διακόνημα, αλλά έτρεχε όπου είχαν ανάγκη, να αναπαύσει όχι μόνο τον Γέροντα, αλλά και όποια αδελφή ήθελε βοήθεια. Είχε μάθει από την αρχή: όποιος πρόσταζε κάτι έλεγε «Να ‘ναι ευλογημένο»· και αν τυχόν της έκαναν καμία παρατήρηση, σκύβοντας το κεφάλι έλεγε μόνο «Ευλόγησον αδελφή». Ασφαλώς θα είχε και δίκαιο, αλλά ποτέ δεν το ζητούσε. Σιωπούσε με ταπείνωση, αλλά εσωτερικά έστρεφε το βλέμμα στην προσευχή. Εκεί μιλούσε με θάρρος και ασφαλώς τα έλεγε όλα στον Χριστό μας. Όταν αργότερα προεχειρίσθη Ηγουμένη της Μονής, μερικές αδελφές την παρακινούσαν λέγοντας: «Γερόντισσα, μίλησέ μας κάτι να ωφεληθούμε». Και η απάντηση: «Εάν με το παράδειγμα και την σιωπή μου οι αδελφές δεν ωφελούνται, τα λόγια είναι περιττά». Πράγματι και σαν δόκιμη η Ελένη, αλλά και αργότερα σαν μοναχή και κατόπιν ηγουμένη, ήταν στη Μονή ένα σιωπηλό, αλλά ζωντανό κήρυγμα. Γι’ αυτήν ίσχυε ο λόγος του Αποστόλου: «Τις ασθενεί και ουχ εγώ πυρούμαι;» (Β΄ Κορ. ια, 29). Παρ’ όλον ότι είχε το χάρισμα της σιωπής, όμως κάποτε όταν κάποια ψυχή είχε ανάγκη, λάμβανε πληροφορία να μιλήσει. Μου έλεγε μια ηγουμένη ότι όταν την ψήφισαν ηγουμένη, στην αρχή συνάντησε τέτοιους πειρασμούς και δυσκολίες, ώστε σκέφθηκε να παραιτηθεί. Όμως θεώρησε καλό πρώτα να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Όταν άκουσε την φήμη της Γερόντισσας στη Βηθανία, σκέφθηκε να της μιλήσει για τα προβλήματά της. Προτού όμως αρχίσει αυτή να μιλάει, την περιλαμβάνει και της λέγει: «Εμάς, κόρη μου, που γίναμε ηγουμένισσες μας ανέβασαν στον Σταυρό. Όμως πρόσεξε καλά, μην γελαστείς μόνη σου να κατέβεις κάτω αν δεν σε κατεβάσουν, διότι θα πάθεις πανωλεθρία». Της λέγει η Ευπραξία: «Μα, Γερόντισσα, μου λένε τέτοια λόγια, μέχρι που με συκοφαντούν στον πνευματικό της Μονής, ακόμα και στον Μητροπολίτη». Και η Γερόντισσα: «Εσύ, παιδί μου, μη μιλάς· όσο μπορείς σιωπή. Θα έλθει ώρα που θα μιλήσει ο Χριστός για σένα. Αν τολμήσεις να πεις ένα για να βρεις το δίκαιό σου, δέκα θα ακούσεις και δίκαιο δεν θα βρεις. Σιωπή και προσευχή να φωτίσει ο Θεός». «Πράγματι», μου είπε η Γερόντισσα αυτή, «έκανα μαρτυρική υπομονή και σιωπή, αλλά όμως ήλθε η ώρα που μίλησε ο Κύριος». Παρόλη την απλότητά της ήταν όμως και πανέξυπνη. Πριν λίγα χρόνια θέλησαν κάποιοι μουσουλμάνοι να κτίσουν κατάστημα έξω ακριβώς από την πύλην της μονής. Αυτό τόσονερέθισε τις αδελφές, όπου με αξίνες και φτυάρια χαλούσαν όσα εκείνοι έκτιζαν. Οι μουσουλμάνοι φοβήθηκαν μην γίνει και φόνος. Τρέχουν στην ηγουμένη να παραπονεθούν, γιατί αφήνει τις καλογριές να απειλούν τους εργάτες. Εκείνη όμως,κάμνοντας ότι δεν συμφωνεί με τις καλόγριες, τους λέγει:«Δεν μπορώ να κάνω τίποτε, γιατί θα με κτυπήσουν». Έτσι τα μάζεψαν και φύγανε.
Παντού λοιπόν, από δόκιμη η Ελένη έτρεχε στους αρρώστους, αδυνάτους, στα ζώα, στον κήπο, να σκαλίσει, να ποτίσει. Ανέβαινε με τα πόδια κοντά στον τάφο του Αγίου Λαζάρου για τις ανάγκες της εκκλησίας και των κτιρίων. Μια φορά βούλωσαν τα λούκια στο Μοναστήρι. Την βλέπω, ανεβαίνει με σκάλα στην οροφή με μερικά εργαλεία, και θα ήταν άνω των 80 ετών. Της λέγω: «Γερόντισσά μου, γιατί δεν λες σε καμιά νέα να σε βοηθήσει»; Μου λέει: «Δεν χρειάζεται. Με βλέπουν τι κάνω. Αν έλθει καμιά, έχει καλώς· ειδ’ άλλως σιγά-σιγά μόνη μου, ήσυχα, είναι καλύτερα.Λέγω και τους χαιρετισμούς και έχω παρέα την Παναγία μας. Τι άλλο θέλω»; Όμως την είδαν οι αδελφές και ανέβηκε η αδελφή Θεοδοσία και την βοήθησε.
Όσον αφορά τα πνευματικά της καθήκοντα, όσο διαλυμένη κι αν ήταν από την κούραση, ποτέ δεν τα αμελούσε. Στην εκκλησία πρώτη, αλλά δεν άφηνε και τα καθήκοντα του κελιού, μετάνοιες (γονυκλισίες), κομβοσχοίνια, προσευχή για τους άλλους, ανάγνωση κ.τ.λ.
Μοναχική κουρά
Από την πρώτη στιγμή ο αείμνηστος π. Θεοδόσιος την ξεχώρισε απ’ όλες τις άλλες. Γι’ αυτό δεν άργησε να την κείρει μοναχή, και της έδωσε το όνομα μια μεγάλης οσίας. Την ονόμασε Ευπραξία. Μάλιστα ο αοίδιμος διέβλεψε ότι η μοναχή Ευπραξία είναι προικισμένη με χάρισμα ποιμαντικό. Και το γεγονός αυτό δεν το άφησε μυστικό από τον αείμνηστο τότε Πατριάρχη Διόδωρο.
Κοίμηση του π. Θεοδοσίου
Κατά το έτος 1991 μεσολάβησε ένα δυσάρεστο γεγονός, όχι μόνο για την Μονή, αλλά και για όλη την αγιοταφιτική αδελφότητα. Η μεγάλη μορφή του Παναγίου Τάφου, ο Γέροντας Θεοδόσιος, εκλήθη εις την Άνω Ιερουσαλήμ, αφήνοντας ορφανά τα τέκνα της Μονής, αλλά και όλους τους Αγιοταφίτες.
Η Μοναχή Ευπραξία προχειρίζεται Ηγουμένη
Όμως την μεγάλη θλίψη της απορφανισθείσης ποίμνης μετρίασε ένα άλλο ευχάριστο γεγονός. Ο αείμνηστος Πατριάρχης Διόδωρος, ενημερωμένος από τον μακαριστό π. Θεοδόσιο, σχεδόν αμέσως, πλήρωσε το κενό και τοποθέτησε την μοναχή Ευπραξία ως πρώτη ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Λαζάρου.
Έρχεται λοιπόν ο αείμνηστος αμέσως σχεδόν μετά την κοίμηση του Γέροντος Θεοδοσίου να προχειρίση νέαν ηγουμένην. Μόλις το έμαθε η μοναχή Ευπραξία σκέφτηκε:“Ο Θεός να τον φωτίσει να εκλέξει την πιο άξια. Εγώ πάντως δεν είμαι για αυτή τη δουλειά”. Και αντί να έρθει κι αυτή για την εκλογή, φόρεσε ρούχα της δουλειάς και μετέβη στον στάβλο να καθαρίσει και να ταΐσει τις κατσίκες. Όλες οι άλλες συγκεντρώθηκαν στο συνοδικό, άλλες με την ελπίδα, η κάθε μια, μήπως αυτήν προκρίνει ο πατριάρχης και άλλες εν αναμονή να δουν την νέαν ηγουμένην τους. Ρωτά λοιπόν ο Μακαριώτατος: “Είσαστε όλες εδώ”; Λένε:“Ναι,Μακαριώτατε, εκτός μια που είναι στις κατσίκες”. Λέγει ο πατριάρχης:“Φωνάξετε την, διότι για να εκλέξω πρέπει να είσαστε όλες παρούσες”. Φωνάζουν την Ευπραξία και έρχεται με τα ρούχα της δουλειάς. Της λέει ο πατριάρχης:“Εσένα,παιδί μου, πως σε λένε”; Απαντά: «Αμαρτωλόν τέκνο σας, Ευπραξία». Τότε ο αείμνηστος γυρίζει και λέγει: «Αδερφές,από σήμερα ηγουμένη σας είναι η μοναχή Ευπραξία». Το γεγονός αυτό το δέχτηκαν οι αδερφές με χαρά, διότι γνώριζαν πόσο ταπεινή και ενάρετη ήταν, παρ’ όλη την απλότητά της, η νέα ηγουμένη. Η μόνη που δυσκολεύτηκε ήταν η ίδια, όπου με δάκρυα στα μάτια έλεγε: «Εγώ δεν είμαι άξια να αναλάβω τέτοιο βάρος». Όμως συνηθισμένη από τον άγιο γέροντά της να κάνει υπακοή, έκλεινε τον αυχένα λέγοντας: «Δι’ ευχών σας, Μακαριώτατε, το θέλημα του Κυρίου να γίνει».
Η Γερόντισσα Ευπραξία σαν ηγουμένη
Ίσως περίμενε κανείς ότι η Γερόντισσα Ευπραξία με την ανάληψη της ηγουμενίας, θα περιοριζόταν σ’ ένα γραφείο και απ’ εκεί θα έδινε εντολές και κατευθύνσεις. Όμως για την ηγουμένη δεν άλλαξε τίποτε από την ζωή της. Πηγαίναμε στο Μοναστήρι. Αν δεν την ξέραμε δεν ξεχωρίζαμε ποια είναι η ηγουμένη. Βλέπαμε μια ταπεινή μοναχή με μια ποδιά να σκουπίζει, να πλένει πιάτα, ρούχα, να τρέχει στον στάβλο, στον κήπο, παντού. Φαινόταν σαν μια από τις τελευταίες. Γι’ αυτήν ίσχυε ο λόγος του Κυρίου προς τους μαθητάς: «Εγώ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών».
Άλλο ένα χάρισμα αρετής της Γερόντισσας ήταν ότι κατόρθωσε να διατηρήσει πολύ φιλικές και ειρηνικές σχέσεις με τους αλλοδόξους γείτονές τους. Αυτό το διαπιστώσαμε όταν βλέπαμε με πόσο σεβασμό έρχονταν στο Μοναστήρι, όχι μόνο απλός κόσμος, αλλά και οι επίσημοι της πόλης, ο μουχτάρης, κυβερνητικοί κ.τ.λ. Η Μονή, αν και κυκλωμένη από αλλοθρήσκους, όμως είχε φύλακες αυτούς τούτους τους μουσουλμάνους. Υπήρχαν γείτονες που την νύκτα παρακολουθούσαν και ειδοποιούσαν αμέσως, αν τύχαινε αργά τη νύκτα να γίνει απόπειρα ληστείας, ή να αναρριχηθούν κακοποιοί πάνω στα τείχη.
Μεταξύ άλλων χαρίτωσε ο Κύριος τη Γερόντισσα να μάθει πολύ καλά την Αραβική, ώστε να μπορεί να συνεννοείται άνετα.
Στο Μοναστήρι συνήθιζαν να έρχονται και πολλοί φτωχοί. Τους φόρτωνε όλους με τρόφιμα, ρούχα, λίγα χρήματα κ.τ.λ. Αν και ήταν ελεήμων η Γερόντισσα, όμως λόγω των συνθηκών της φτώχειας με τις οποίες ανετράφη, έμαθε από τους γονείς να μην είναι ούτε τσιγγούνα, ούτε πολύ ανοικτοχέρα. Όμως, τι μεθοδεύτηκε σαν ηγουμένη; Παρέδωσε το ταμείο σε μια έμπιστη αδελφή. Της έδωσε ευλογία να διαχειρίζεται το ταμείο εν λευκώ και αυτή ήταν απερίσπαστη από χρήματα. Στην αδελφή αυτή φαίνεται έδωσε ο Θεός το μεταδοτικό χάρισμα, ώστε και με την ευλογία της ηγουμένης διέθετε μεγάλα ποσά για ελεημοσύνες και φιλανθρωπικούς σκοπούς, παρ’ όλο ότι το κύριο εισόδημα της Μονής συντηρείται από τους προσκυνητές.
Θαυμαστή διάσωση της Γερόντισσας Ευπραξίας από ισχυρή χειροβομβίδα
Παρ’ όλο που η Μονή έχει πολύ καλές σχέσεις με τους αλλοδόξους γείτονες, όμως δεν παύουν να υπάρχουν πάντα και πανταχού οι φανατικοί. Γι’ αυτό έγιναν πολλές απόπειρες ληστείας· τύχαινε να κατορθώσουν νύκτα να αναρριχηθούν από τα τείχη της Μονής, να μπουν μέσα. Πολλές φορές έτυχε να πετροβολούν απ’ έξω, ώστε να γεμίσει η αυλή μέσα πέτρες. Όμως οι μεγάλοι προστάτες της Μονής δεν άφησαν μέχρι στιγμής να πάθει καμιά αδελφή τίποτα. Σ’ όλα αυτά η Γερόντισσα ήταν συνηθισμένη σ’ όλα της τα χρόνια. Εκείνο όμως το πιο φοβερό, αλλά καθαρό θαύμα, είναι η διάσωση της Γερόντισσας από ισχυρή χειροβομβίδα. Μια φορά οι φανατικοί μουσουλμάνοι (ισλαμιστές) μπήκαν στο περιβόλι της Μονής. Εκεί είναι μια μικρή πόρτα. Ετοποθέτησαν μιαν ισχυρή χειροβομβίδα. Ήταν κανονισμένο μόλις η Γερόντισσα θα άνοιγε την πόρταν και θα άγγιζε η πόρτα στην χειροβομβίδα να γίνει έκρηξη και να σκοτωθούν πάραυτα όσοι ήσαν εκεί. Ανύποπτη η Γερόντισσα ανοίγει την πόρτα. Αμέσως εξερράγη η βόμβα, αλλά, ω του θαύματος:Η Γερόντισσα, μπροστά της εξερράγη η χειροβομβίδα, δεν έπαθε τίποτε και σκοτώθηκαν οι κατσίκες που βρίσκονταν 30 μέτρα μακρυά. Είχε μόνο ένα ελαφρό τραυματισμό στο πόδι και μικρό τσουρούφλισμα στο πρόσωπο που αμέσως ξεπεράστηκαν. Ούτε γιατρός δεν χρειάστηκε.
Κλονισμός της υγείας της Γερόντισσας και οσιακόν τέλος
Όμως μπορώ να πω ότι αυτό που δεν άντεξε ήταν οι καταπατήσεις γύρω από τη Μονή. Γι’ αυτό προ διετίας περίπου πέρασε το πρώτο εγκεφαλικό. Συνήλθε μεν, αλλά της άφησε κατάλοιπα, μεταξύ άλλων και σχετική άνοια. Δεν πέρασε καιρός·δέχεται δεύτερο πλήγμα εγκεφαλικού. Αυτό φαινόταν η χαριστική βολή. Έφτασε στο χείλος του θανάτου· κρύωσε το σώμα, σιγά-σιγά έσβηνε η αναπνοή και ο θάνατος ήταν βέβαιος. Ήδη ετοίμαζαν τον τάφο. Ξαφνικά όμως έρχεται νέα διαταγή άνωθεν· ανοίγει τα μάτια, ζεσταίνεται το σώμα και, ω του θαύματος, βλέπουμε ξανά την Γεροντούλα με δυο μπαστουνάκια να γυρίζει το Μοναστήρι, να πηγαίνει εκκλησία, τράπεζα, ακόμα να προσπαθεί και κάτι να προσφέρει. Εκείνο που έκανε εντύπωση στις αδελφές ήταν ο σφοδρός πόθος της να κοινωνά συχνά, ει δυνατόν κάθε μέρα. Σ’ αυτή την κατάσταση την κράτησε ο Κύριος για λίγους μήνες. Άραγε όμως είναι τυχαίο ότι από το χείλος του θανάτου επανήλθε, για λίγο ξανά; Νομίζω όχι. Τον τελευταίο καιρό η Μονή έπασχε από λειψανδρία. Για να μην φύγει η Γεροντούλα μ’ αυτό τον καημό, ευδόκησε ο Θεός πρόσφατα να προστεθούν άλλες τρεις αδελφές εκλεκτές, εκ των οποίων οι δύο έγιναν μοναχές πριν κοιμηθεί. Έτσι λοιπόν πλήρως αναπαυμένη η αοίδιμη επείγεται πια μεταβήναι προς τον ποθούμενον. Γύρω στα τέλη Ιουλίου δέχεται η Γερόντισσα τη χαριστική βολή με το τρίτο εγκεφαλικό. Έκτοτε περιορίστηκε στο κελάκι της, όπου φιλοτίμως την υπηρετούσαν όλες οι αδελφές με τη σειρά. Είχε μεν σώας τας φρένας και τις αισθήσεις, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει. Άρχισε να μην τρώει. Με δυσκολία, με κουταλάκι της έβαζαν στο στόμα λίγο υγρό. Μόνο όταν ερχόταν ο ιερέας άνοιγε με λαχτάρα το στοματάκι να κοινωνήσει. Λίγο πριν φύγει την επισκέφθηκα. Το προσωπάκι της λαμπερό, με δυο μάτια ήρεμα, και ήμερα, ορθάνοικτα. Σου έδιναν την εντύπωση ότι ατένιζε το υπερπέραν.
Όταν έφθασε η ευλογημένη ώρα, διεπίστωσαν οι αδελφές ότι κάπου ατένιζε, αλλά και κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει. Για μια στιγμή έκλεισε μόνη της τα μάτια και το στόμα, και πολύ ήρεμα παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού, κατά τρόπο οσιακό. Αιωνία αυτής η μνήμη. Νά’χουμε την ευχή της.
Η κηδεία
Το γεγονός αυτό μετεδόθη αστραπιαία σε όλη την αγιοταφιτική αδελφότητα, αλλά και παντού. Άρχισαν αμέσως επισκέψεις για τον τελευταίο ασπασμό. Η κηδεία έγινε την επομένη, κατά την 11η ώρα. Παρευρέθηκαν στην Μονή πολλοί αρχιερείς, ηγούμενοι ιερών μονών, πολλοί επίσημοι, αλλά και πολύς κόσμος. Κυρίως όμως τίμησε με την παρουσία του ο Μακαριώτατος Πατριάρχης κ.κ. Θεόφιλος, καθώς και ο εκλεκτός ιεράρχης Κωνσταντίνης Αρίσταρχος, όστις και εν ολίγοις εξήρε τον βίο της εκλιπούσης Γεροντίσσης.
Εκτός από τους αγιοταφίτες και διαφόρους προσκυνητές, την κηδεία τίμησαν και πολλοί από τους κατοίκους της Βηθανίας και μάλιστα μου έκανε εντύπωση ότι την χαιρετούσαν με δάκρυα, εκφράζοντας έτσι έμπρακτα την εκτίμησή τους.
Η νέα ηγουμένη
Μετά το πέρας της κηδείας κάλεσε ο Μακαριώτατος Πατριάρχης όλες τις αδελφές. Αφού πρώτα τις συλλυπήθηκε, εν συνεχεία προέβη εις την ανάδειξη της νέας ηγουμένης, λέγοντας περίπου τα εξής: «Για να μη μείνη κενό εξουσίας εις την Μονή, προτείνω την αδελφή Μητροδώρα ως την νέα ηγουμένη». Μόλις άκουσε η αδελφή την απόφαση αντέδρασε, και με δάκρυα απεποιείτο του αξιώματος, λόγω ηλικίας. Όμως, αφού ο Μακαριώτατος επέμενε, έκλινε με δάκρυα τον αυχένα, λέγοντας: «Κάνω υπακοή στον Μακαριώτατο. Το θέλημα του Κυρίου γενέσθω». Ευχόμεθα λοιπόν υπέρ ευοδώσεως της νέας ηγουμένης, να συνεχίσει να κρατά τα ηνία της αοιδίμου προκατόχου της και η Μονή ως νησίον εν μέσω θαλάσσης να συνεχίσει ανοδικά την πορεία της, έως συντελείας του αιώνος. Αμήν.
Ι.Μ.Δ.