Τοῦ Χριστοῦ δεξαμένη τὴν θείαν δύναμιν, τῶν ἀποστόλων τὸν ζῆλον Νίνα ἐκτήσω λαμπρῶς, καὶ ἐκήρυξας Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον· ὅθεν ὡς θεῖον ὁδηγόν, μακαρίζει σε πιστῶς, ἡ χώρα τῆς Γεωργίας, ἐν ᾗ καλῶς ἠγωνίσω, καὶ τὸν Σωτῆρα ἐμεγάλυνας.
Ἡ Γεωργία γνώρισε πολὺ νωρὶς τὸ χριστιανισμό. Σύμφωνα μὲ ἀρχαιότατη παράδοση, τὸ σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου σ’ ἐκείνη τὴν περιοχὴ ἔριξαν πρῶτοι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος καὶ Σίμων ὁ Κανανίτης.
Ἡ μεταστροφή, πάντως, ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας στὴ χριστιανικὴ πίστη ἔγινε τὸν 4ο αἰώνα ἀπὸ τὴν ἁγία Ἰσαπόστολο Νίνα.
Ἡ ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα στὴν Καππαδοκία, ὅπου τότε κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοί. Ἦταν στενὴ συγγενής τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ἕνα παλαιὸ χειρόγραφο ἦταν ξαδέλφη του.
Ὁ πατέρας τῆς Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, καὶ ἡ μητέρα της Σωσάννα, ἀδελφή τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιου, διακρίνονταν γιὰ τὴ βαθιά τους εὐσέβεια.
Ἔτσι, ἀπὸ τὸ εὐλογημένο αὐτὸ ζεῦγος προῆλθε ἕνας ἐξίσου εὐλογημένος καρπός, ἡ μακαρία Νίνα.
Ὅταν ἡ Νίνα.ἔγινε δώδεκα χρόνων, πῆγε μὲ τοὺς γονεῖς της στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ὁ πατέρας της Ζαβουλών, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου, ἀναχώρησε γιὰ ν’ ἀσκητέψει στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη.
Ὁ ἀκριβὴς τόπος καὶ ὁ χρόνος τοῦ θανάτου του παρέμειναν ἄγνωστοι.
Ἡ Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἀδελφό της ὡς διακόνισσα στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ νὰ φροντίζει τὶς φτωχὲς καὶ ἄρρωστες γυναῖκες.
Τέλος, τὴν ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη γερόντισσα Σάρα-Νιοφόρα, τὴ Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι ἐκείνη στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6,4).
Ἡ Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σὲ βάθος τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες καὶ μιλοῦσε ἀκατάπαυστα στὴ μικρὴ Νίνα γιὰ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Θεανθρώπου στὴ γῆ, γιὰ τὰ Πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Καὶ ἡ ἁγία τὴν ἄκουγε μὲ πολὺ ζῆλο, «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2, 51), μελετοῦσε καθημερινὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ πόθο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Κάποτε, καθὼς διάβαζε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἡ σκέψη της στάθηκε στὸν ἄρραφο χιτώνα Του (Ἰω. 19, 23-24).
—Τί ἀπέγινε ἄραγε αὐτὴ ἡ πορφύρα; ρώτησε ἡ ἁγία τὴ Σάρα-Νιοφόρα.
—Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν παράδοση, ἀποκρίθηκε ἡ γερόντισσα, ὅτι βρίσκεται στὴν πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα τῆς Γεωργίας. Μεταφέρθηκε ἐκεῖ ἀπὸ ἕναν Ἑβραῖο, τὸ ραββίνο τῆς Μτσχέτα Ἐλιόζ, στὸν ὁποῖο παραδόθηκε ἀπὸ τὸ στρατιώτη πού τὴν κέρδισε στὴν κλήρωση, κάτω ἀπὸ τὸ Σταυρό. Οἱ κάτοικοι ὅμως τῆς χώρας αὐτῆς παραμένουν μέχρι σήμερα βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας.
Τὰ λόγια ἐκεῖνα χαράχθηκαν βαθιὰ στὴν καρδιὰ τῆς Ἁγίας. Ἀπὸ τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στὴν Παναγία:
—Ἀξίωσέ με, Δέσποινα, νὰ πάω στὴ Γεωργία, γιὰ νὰ προσκυνήσω τὸ χιτώνα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ νὰ κηρύξω ἐκεῖ τὸ ὄνομά Του!
Καὶ μία νύχτα ἡ Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε:
—Πήγαινε στὴ Γεωργία, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὴ φοβᾶσαι! Ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ σκέπη σου!
Γιὰ νὰ τὴν ἐνθαρρύνει, μάλιστα, τῆς ἔβαλε στὸ χέρι ἕνα σταυρὸ ἀπὸ κληματόβεργες καὶ πρόσθεσε:
—Πάρε τοῦτον τὸ σταυρό. Θὰ σὲ προστατεύει ἀπ’ ὅλους τούς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους ἐχθρούς. Μὲ τὴ δύναμή του θὰ ὁδηγήσεις τὴ χώρα τῆς Γεωργίας στὴν πίστη τοῦ Υἱοῦ μου,«ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4).
Ἡ Ἁγία ξύπνησε, καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο σταυρό! Ἀφοῦ τὸν ἀσπάσθηκε μὲ δάκρυα, ἔκοψε μία τούφα ἀπὸ τὰ μαλλιά της καὶ τὴν τύλιξε ὁλόγυρά του.
Ὕστερα ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸ θεῖο της ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο, πού, ἀκούγοντας γιὰ τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου, ἔδωσε στὴν ἀνηψιὰ του τὴν εὐλογία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴ μακρινὴ Γεωργία.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ἀφοῦ διέσχισε τὴν Ἀρμενία, στὴν πρωτεύουσα τῆς ὁποίας Βαγαρσαπὰτ παρακολούθησε τὸ φρικτὸ μαρτύριο τῆς ἁγίας Ριψιμίας καὶ ἄλλων τριανταπέντε παρθένων (ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται στὶς 30 Σεπτεμβρίου), ἡ ἁγία Νίνα ἔφτασε, τὸ 315 μ. Χ., στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούρ. Κατάκοπη καὶ ὁλομόναχη, καθὼς ἦταν, σὲ μία ξένη χώρα, ἔνιωσε νὰ δειλιάζει. Ἕνα θεϊκὸ ὅραμα, ὅμως, τῆς ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικό. Μὲ νέο ἐνθουσιασμὸ συνέχισε τὴν πορεία της. Τράβηξε γιὰ τὴ Μτσχέτα, ἀκολουθώντας τὸ δρόμο ποὐ τῆς ἔδειξαν κάποιοι βοσκοί.
Στὴν πρωτεύουσα τῆς χώρας ἡ Ἁγία βρέθηκε τὴν ἡμέρα πού ὁλόκληρος ὁ λαός, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ βασιλιὰ Μιριᾶν (265-342 μ. Χ), εἶχε συγκεντρωθεῖ σ’ ἕνα βουνό, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες στὸ ἀνθρωπόμορφο εἴδωλο Ἀρμάζ. Κατευθύνθηκε καὶ ἐκείνη πρὸς τὸ βουνό. Κρυμμένη στὸ κοίλωμα ἑνὸς βράχου, παρακολουθοῦσε τὶς εἰδωλολατρικὲς τελετές. Καὶ κάποια στιγμή, καθὼς ἤχησαν οἱ σάλπιγγες καὶ τὰ πλήθη ἔπεσαν στὴ γῆ γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ Ἀρμάζ, ἡ καρδιὰ τῆς Ἁγίας ἄναψε ἀπὸ θεῖο ζῆλο.
Σήκωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμά:
—Παντοδύναμε Θεέ! Ὁδήγησε τὸ λαὸ αὐτὸ στὴ γνώση Σου! Σύντριψε τὰ εἴδωλα! Ἐλευθέρωσε τοῦτες τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου!…
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ὁλοκάθαρος οὐρανὸς σκοτεινίασε. Μαῦρα σύννεφα πλησίασαν μὲ τρομερὴ ταχύτητα ἀπὸ τὴ δύση καὶ στάθηκαν ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸν εἰδωλολατρικὸ ναό.
Ξέσπασαν τότε βροντές, ἀστραπὲς καὶ δυνατὴ ἀνεμοθύελλα. Μέσα σὲ ἐλάχιστη ὥρα ὁ ναὸς γκρεμίστηκε καὶ τὸ εἴδωλο Ἀρμὰζ ἔγινε συντρίμμια. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ θεομηνία ὁ ἥλιος ἔλαμψε πάλι λαμπρότερος ἀπὸ πρίν! Ἦταν 6 Αὐγούστου, ἡ ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, καὶ τὸ θαβώρειο φῶς, ἀστράφτοντας γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Γεωργία, σκόρπισε τὸ εἰδωλολατρικὸ σκοτάδι. Ἀπὸ τότε ὁ βασιλιὰς Μιριᾶν καὶ ὁ λαὸς του ἔχασαν τὴν πίστη τους στὴ δύναμη τοῦ Ἀρμὰζ καὶ ἄρχισαν νὰ ἀναρωτιοῦνται τί σημεῖο ἦταν ἐκεῖνο ποῦ ἔγινε καὶ τί προμηνοῦσε γιὰ τὸ μέλλον.Στὴ Μτσχέτα τώρα ἡ Ἁγία, καθὼς περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸν βασιλικὸ κῆπο, εἶδε τὴ γυναίκα τοῦ κηπουροῦ, πού τὴν ἔλεγαν Ἀναστασία, νὰ τρέχει κοντά της καὶ νὰ τὴν καλεῖ στὸ σπίτι της. Σὰν νὰ τὴ γνώριζε ἀπὸ παλιά, σὰν νὰ τὴν περίμενε. Ὁ Θεὸς τὴν εἶχε φωτίσει, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν Ἁγία στὸ ξεκίνημα τοῦ ἔργου της.
Ἡ Ἁγία ἀκολούθησε τὴν Ἀναστασία ὡς τὸ σπίτι της, ὅπου τόσο ἡ ἴδια ὅσο καὶ ὁ ἄνδρας της ὄχι μόνο τὴν φιλοξένησαν μὲ πολλὴ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ μείνει μαζί τους σὰν ἀδελφή, γιατί ἦταν ἄτεκνοι καὶ τοὺς ἔθλιβε ἡ μοναξιά. Ἐκείνη δέχτηκε, καὶ ὁ κηπουρός, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία της, τῆς ἔχτισε ἕνα κελάκι σὲ μία ἄκρη τοῦ κήπου.
Στὴ θέση αὐτὴ -μέσα στὸν περίβολο τώρα τῆς γυναικείας μονῆς Σαμτάβρ- εἶναι κτισμένο σήμερα ἕνα παρεκκλήσι πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας Νίνας.
Ἡ ἁγία τοποθέτησε στὸ κελὶ της τὸ σταυρὸ πού τῆς εἶχε δώσει ἡ Θεοτόκος, καὶ περνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες της μὲ προσευχὲς καὶ δεήσεις, μὲ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ θαύματα. Τὸ πρῶτο θαῦμα πού ἐπιτελέσθηκε μὲ τὴν προσευχὴ τῆς μακαρίας Νίνας ἦταν ἡ θεραπεία τῆς Ἀναστασίας, πού ἀπὸ στείρα ἔγινε πολύτεκνη καὶ καλλίτεκνη μητέρα.
Καὶ οἱ πρῶτοι Γεωργιανοὶ πού πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἦταν τὸ τίμιο ἐκεῖνο ζεῦγος πού περιέθαλψε τὴν Ἁγία.
Κάποια μέρα μία γυναίκα, κρατώντας στὰ χέρια τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνοῦσε μὲ γοερὸ θρῆνο στοὺς δρόμους τῆς πόλης καὶ ζητοῦσε ἀπ’ ὅλους βοήθεια.
Ἡ ἁγία Νίνα πῆρε τὸ παιδί, τὸ ἔβαλε στὸ ἀχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, τὸ σταύρωσε μὲ τὸ σταυρὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του θεραπευμένο.
Τὸ θαῦμα διαδόθηκε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἀπὸ τότε ἡ Ἁγία ἄρχισε νὰ κηρύσσει δημόσια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ καλεῖ τοὺς Γεωργιανοὺς σὲ μετάνοια. Ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς της ἔγιναν σὲ ὅλους γνωστές. Πολλοί, καὶ προπαντὸς γυναῖκες, τὴν πλησίαζαν, ἄκουγαν ἀπὸ τὰ μελίρρυτα χείλη της τὴ νέα διδασκαλία γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀσπάζονταν τὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς γυναῖκες ἦταν καὶ ἡ Σιδωνία, θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου τῶν Ἑβραίων τῆς Καρτάλης Ἀβιάθαρ, καθὼς καὶ ἄλλες ἔξι Ἑβραῖες. Σύντομα πίστεψε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ, ὅταν ἄκουσε πῶς ἑρμήνευε ἡ Ἁγία τὶς ἀρχαῖες προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία καὶ πῶς ἐκπληρώθηκαν οἱ προφητεῖες αὐτὲς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀπὸ τὸν Ἀβιάθαρ ἔμαθε ἡ ἁγία Νίνα ὅτι, σύμφωνα μὲ παλαιὰ ἑβραϊκὴ παράδοση, ὁ χιτώνας τοῦ Κυρίου ἦταν θαμμένος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του ραββίνου Ἐλιόζ, Σιδωνία, κάτω ἀπὸ τὸν βαθυσκιοκέδρο, πού ὑψωνόταν στὸ κέντρο τοῦ βασιλικοῦ κήπου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ πηγαίνει τὶς νύχτες καὶ νὰ προσεύχεται κάτω ἀπ’ τὰ κλαδιὰ τοῦ μεγάλου δέντρου.
Ὑπερφυσικὰ ὁράματα, πού εἶδε ἐκεῖ, τὴν ἔπεισαν γιὰ τὴν ἱερότητα τοῦ τόπου.
Στὸ μεταξὺ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ κήρυσσε ἀκατάπαυστα τὴν ἀληθινὴ πίστη. Καθοριστικές, ὅμως, γιὰ τὴ μεταστροφὴ τοῦ γεωργιανοῦ λαοῦ ἦταν οἱ θεραπεῖες τῶν βασιλέων Μιριᾶν καὶ Νάνας.
Πρώτη ἡ βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρὴ καὶ εἰδωλολάτρισσα φανατική, ἀρρώστησε βαριὰ καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τῆς προσφέρουν τίποτα.
Τότε κάποιες φίλες της τὴ συμβούλεψαν νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τῆς ξένης Νίνας, πού μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ της θεραπεύει κάθε ἀσθένεια. Πράγματι, ἡ ἀπελπισμένη βασίλισσα κατέφυγε στὴ Νίνα, πού μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου τῆς χάρισε τὴν ὑγεία της. Ἐπιστρέφοντας στὸ παλάτι ἡ βασίλισσα, ὁμολόγησε μὲ παρρησία, μπροστὰ στὸ βασιλιὰ Μιριᾶν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἀργότερα, ἀφοῦ διδάχθηκε τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες ἀπὸ τὴν ἁγία Νίνα, βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε θερμὴ χριστιανή. Μετὰ τὸ θάνατό της, μάλιστα, ὁ λαὸς τὴν ἀνακήρυξε ἁγία. Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται τὴν 1η Ὀκτωβρίου.
Ὁ βασιλιάς, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ πιστέψει στὸν Χριστό, μὰ καὶ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ θανάτωνε τὴ Νίνα καὶ θὰ ἐξολόθρευε ὅλους τούς χριστιανοὺς τοῦ βασιλείου του. Ὥσπου μία μέρα, καθὼς κυνηγοῦσε στὰ δάση τοῦ Μουρχᾶν, εἴκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά τῆς Μτσχέτα, ξαφνικὰ καὶ ἀναπάντεχα τυφλώθηκε! Ἔντρομος, ἄρχισε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς θεούς του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Πάνω στὴν ἀπελπισία του, θυμήθηκε τὸ Θεὸ τῆς Νίνας καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του. Ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του!
Συγκλονισμένος καὶ ὁλόχαρος, ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ κραύγασε μὲ δάκρυα:
—Θεὲ τῆς Νίνας! Ἐσὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Ὁμολογῶ καὶ δοξάζω τὸ ὄνομά Σου!
Τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονὸς συνέβη στὶς 6 Μαΐου τοῦ 319.
Μόλις ἐπέστρεψε στὴν πόλη ὁ βασιλιάς, ἔτρεξε κι ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Ἁγίας:
—Ὢ μητέρα μου! τῆς εἶπε. Δίδαξέ με καὶ ἀξίωσέ με νὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ σου καὶ Σωτήρα μου!
Ἔτσι ὁ Μιριᾶν ἔγινε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τῆς Γεωργίας. Ὁ Κύριος τὸν εἶχε διαλέξει γιὰ χειραγωγὸ τῶν Γεωργιανῶν πρὸς τὴ μοναδικὴ ἀλήθεια.
Ἀμέσως ἔστειλε πρεσβεία στὸ Βυζάντιο καὶ ζήτησε ἕναν ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, γιὰ νὰ κατηχήσουν καὶ νὰ βαπτίσουν τὸ λαό του. Στὸ μεταξὺ ἡ ἁγία Νίνα τοὺς προετοίμαζε γιὰ τὸ ἅγιο βάπτισμα μὲ τὶς ἱερὲς διδαχές της.
Ὥσπου νὰ ἔρθουν οἱ κληρικοί, ὁ Μιριᾶν σκέφτηκε νὰ οἰκοδομήσει ἕναν χριστιανικὸ ναό. Ἡ ἁγία του ὑπέδειξε νὰ τὸν κατασκευάσει μέσα στὸν βασιλικό του κῆπο, καὶ μάλιστα στὸ σημεῖο ὅπου ὑψωνόταν ὁ γνωστὸς κέδρος.
Ὁ κέδρος κόπηκε καὶ ἀπὸ τὰ ἔξι κλαδιὰ του ἔγιναν ἰσάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σὲ κατάλληλα σημεῖα τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ Θεία οἰκονομία, ὅμως, ὁ ἕβδομος στύλος, πού ἦταν καμωμένος ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου καὶ προοριζόταν γιὰ τὴ βάση τοῦ ναοῦ, δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ μετακινηθεῖ. Ἀπὸ τὸ κάτω μέρος του, μάλιστα, ἄρχισε νὰ τρέχει εὐωδιαστὸ καὶ ἰαματικὸ μύρο, πού θεράπευε ὅσους ἄρρωστους πρόστρεχαν ἐκεῖ καὶ χρίονταν μὲ πίστη.
Πλήθη λαοῦ συνέρρεαν στὸν θαυματουργὸ στύλο, καὶ ὁ βασιλιὰς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευασθεῖ ὁλόγυρά του μία περίφραξη. Στὸ μεταξὺ ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τοῦ πρώτου ναοῦ στὴ Γεωργία, πού ἦταν ξύλινος -σήμερα, μετὰ ἀπὸ ἀνακατασκευή του, εἶναι πέτρινος- καὶ ἀφιερώθηκε στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ὁ λαὸς ὅμως τὸν ὀνόμασε κοινὰ «Σβετιτσχόβελι» (= ἅγιος Στῦλος).
Ἤδη οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Μιριᾶν εἶχαν γίνει δεκτοὶ μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, πού τοὺς ἔστειλε πίσω στὴν πατρίδα τους μὲ πλούσια δῶρα καὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐστάθιο (+337μ. Χ.), δύο ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους καὶ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ Θεία λατρεία σκεύη καὶ εἴδη.
Μὲ διαταγὴ τοῦ Μιριᾶν ἦρθαν στὴν πρωτεύουσα ὅλοι οἱ διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν, οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ κράτους. Σ’ ἕνα βαπτιστήριο, κοντὰ στὴ γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Κούρ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος βάπτισε πρῶτα τὸ βασιλικὸ ζεῦγος καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἄρχοντες. Γι’ αὐτὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὀνομάζεται ἀπὸ τότε «Μταβάρτα Σανατλάβι», δηλαδὴ «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».
Λίγο πιὸ κάτω οἱ δύο ἱερεῖς βάπτιζαν τὸ λαό, πού εἶχε προετοιμασθεῖ καὶ πιστέψει ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας Νίνας. Ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τῆς Μτσχέτα βαπτίσθηκαν ὁ Ἀβιάθαρ μὲ ὅλους τούς οἰκείους του καὶ πενήντα ἀκόμη ἑβραϊκὲς οἰκογένειες.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος καὶ ἡ ἁγία Νίνα φώτισαν μέσα σὲ μερικὰ χρόνια ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ χώρα τῆς Γεωργίας. Ὕστερα ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἀφοῦ χειροτόνησε ὡς ἐπίσκοπο τῆς χώρας τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη, ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια.
Ἡ ἁγία Νίνα, ἀποφεύγοντας τὴ δόξα καὶ τὶς τιμὲς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ λαοῦ, κατέφυγε σὲ μία ὀρεινὴ περιοχή, στὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ Ἄραγβι, ὅπου ἑτοιμαζόταν μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες γιὰ νέους ἀποστολικοὺς ἀγῶνες. Πράγματι, ἀφοῦ κήρυξε τὸν Χριστὸ στοὺς σκληροτράχηλους ὀρεσίβιους κατοίκους τοῦ Καυκάσου, τοὺς ὁποίους βάπτισε ὁ συνεργάτης της πρεσβύτερος Ἰάκωβος, κατευθύνθηκε στὰ νότια τῆς Καχέτης καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν κωμόπολη Μπόντμπε, τὸν τελευταῖο σταθμὸ τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ τῶν ἁγίων κόπων της. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἡ βασίλισσα τῆς Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ἀκούγοντας τὸ θεόπνευστο κήρυγμα τῆς Ἁγίας, πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ πλήθη λαοῦ.
Τώρα πιὰ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε στὴν πιστὴ ἀπόστολό Του ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Εἰδοποίησε ἀμέσως μὲ γράμμα τὸν βασιλιὰ Μιριᾶν, πού κατέφθασε ταχύτατα μὲ τοὺς αὐλικούς του καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη. Ἡ Ἁγία κοινώνησε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐπισκόπου καὶ ζήτησε νὰ ταφεῖ στὸ φτωχικὸ καλύβι της. Ὕστερα παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.Ἦταν τότε 67 ἐτῶν.
Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ Ἐπίσκοπος θέλησαν νὰ μεταφέρουν τὸ τίμιο λείψανό της στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Μτσχέτα καὶ νὰ τὸ θάψουν δίπλα στὸν ἱερὸ στύλο.
Μὲ κανένα τρόπο, ὅμως, δὲν μπόρεσαν νὰ μετακινήσουν τὸ σῶμα της. Ἔτσι τὸ ἔθαψαν ἐκεῖ, στὸ ταπεινὸ καλυβάκι της, στὸ Μπόντμπε, ὅπως ἡ ἴδια τὸ ζήτησε.
Ἡ μακαρία Νίνα συγκαταριθμήθηκε στὴ χορεία τῶν ἁγίων καὶ ἡ μνήμη της ὁρίσθηκε νὰ ἑορτάζεται στὶς 14 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας τὴν ἀνακήρυξε Ἰσαπόστολο καὶ φωτίστρια τῆς χώρας.
Πάνω στὸν τάφο τῆς ἁγίας κτίσθηκε ναὸς ἀφιερωμένος στὸ συγγενῆ της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε στὰ χρόνια τοῦ γιοῦ καὶ διαδόχου τοῦ Μιριᾶν, τοῦ βασιλιᾶ Μπακὰρ (342-364) καὶ σώζεται μέχρι σήμερα. Ἀργότερα σ’ αὐτὸν τὸ χῶρο ἱδρύθηκε γυναικεία μονὴ ἀφιερωμένη στὴν ἁγία Νίνα.
ΠΗΓΗ