Στὴν πασίγνωστη παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Χριστὸς δέχεται μιὰ ἐρώτηση ἀπὸ τὸν νομικὸ ποὺ τὸν πείραζε: Ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου ποὺ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπῶ ὅπως τὸν ἑαυτό μου; Στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γνωστὴ παραβολὴ ἔδειξε, ὅτι ἡ ἐρώτηση τέθηκε μὲ λάθος τρόπο. Ἔτσι στὸ τέλος ἀντέστρεψε τὸ ἐρώτημα καὶ τὸ ἔθεσε μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο πρὸς τὸν νομικό: Ποιὸς ἔγινε ὁ πλησίον γιὰ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές; (Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ).
Τὸ θέμα γιὰ τὸν Χριστὸ δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ αὐτονόητο, τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μας. Αὐτὸ δὲν θέλει ρώτημα. Εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀνάγκη, κοντινὸς ἢ μακρινός, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, γλώσσας, καταγωγῆς. Τὸ θέμα εἶναι ἂν ἔχουμε ἐμεῖς διάθεση νὰ γίνουμε ὁ πλησίον τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ὑποφέρει. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε δίπλα στὸν κάθε δοκιμαζόμενο, φτωχό, πεινασμένο, γυμνό, θλιβόμενο, φυλακισμένο; Ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ βροντοφώναξε κάποτε τὸ παράπονό του στὸν Χριστό: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Μὰ ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα». Ἐμεῖς μποροῦμε ἄραγε νὰ γίνουμε ὁ ἄνθρωπος τοῦ κάθε ἐμπερίστατου καὶ πονεμένου; Ἂν ὁ Χριστὸς ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ γίνει ὁ καλὸς Σαμαρείτης γιὰ μᾶς, ἐμεῖς τί κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον μας ποὺ εἶναι μόλις δίπλα μας, στὸ σπίτι μας ἴσως, στὴ γειτονιά μας, στὸν περίγυρό μας; Ἢ μήπως συγκινούμαστε μόνο ἀπὸ τοὺς πεινασμένους τῆς ἄλλης πλευρᾶς τοῦ πλανήτη, πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν τοὺς ξέρουμε, ξεμπερδεύουμε εὔκολα μαζί τους μὲ λίγα ψωροευρώ, μὲ ἕνα κόκκαλο ποὺ καὶ πού, στὸ πνεῦμα μιᾶς ἐντελῶς ἀνώδυνης, μίζερης, ἐπιδερμικῆς, ψυχρῆς φιλανθρωπίας, ἐνῶ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἕνα βῆμα μόνο ἀπὸ μᾶς; Γιὰ νὰ γίνουμε ὁ πλησίον τοῦ διπλανοῦ μας, χρειάζεται κόπος, χρόνος, διάθεση, θυσία. Διηγεῖται ὁ Μητροπολίτης Ἄκκρας Νάρκισσος γιὰ τὸν Ἀφρικανὸ (ἀπὸ τὴ Σιέρρα Λεόνε) ἱερέα Ἀλέξανδρο καὶ τὴν ἄρρωστη ἀπὸ καρκίνο πρεσβυτέρα του, ποὺ ἡ ἀρρώστια τῆς κόστισε κάποια ἀναπηρία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφαίρεση τοῦ δεξιοῦ της χεριοῦ.
«Τοὺς παρατηροῦσα στὴν καθημερινή τους διαβίωση κοντά μας. Διέκρινα τὸν π. Ἀλέξανδρο μέρα παρὰ μέρα νὰ βάζει τὴ σκάφη καὶ μὲ τὰ χέρια του νὰ πλένει τὰ ροῦχα του καὶ αὐτὰ τῆς πρεσβυτέρας του, ἐνῶ ἐκείνη νὰ μὴν τὸν ἀφήνει μόνο του, ἀλλὰ νὰ κάθεται δίπλα του σὲ ἕναν τσιμεντόλιθο καὶ νὰ τοῦ μιλάει. Μετὰ τὸ πλύσιμο κουβαλοῦσε τὰ ροῦχα γιὰ νὰ τὰ ἁπλώσει στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἱεραποστολικοῦ Κέντρου. Αὐτὴ δίπλα του μὲ τὴν πατερίτσα, στεκόταν ἀνήμπορη νὰ δώσει χέρι βοηθείας, στὴν πραγματικότητα ὅμως βοηθοῦσε μὲ τὴ στάση της. Τὸ ἀπόγευμα καθόντουσαν δίπλα-δίπλα κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο δέντρο τοῦ Ἱεραποστολικοῦ Κέντρου καὶ ἐκεῖνος τῆς διάβαζε κομμάτια ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅταν τοὺς ἔβλεπες νὰ μιλᾶνε μεταξύ τους, ὑπῆρχε πλήρης ἁρμονία. Μιλοῦσαν καὶ κοίταζαν στὴν ἴδια κατεύθυνση.
Ἡ παρουσία τοῦ πατρὸς Ἀλεξάνδρου καὶ τῆς πρεσβυτέρας του Ἐλισάβετ ἦταν ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα καὶ ταυτόχρονα κήρυγμα συζυγικῆς ἀγάπης, ἀφοσίωσης καὶ πίστης στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ βιοτή τους ἦταν ἕνα σιωπηρὸ κήρυγμα…».
Νὰ ἕνα τέλειο παράδειγμα γιὰ τὸ πῶς γίνεται κάποιος, ἂν θέλει, πλησίον γιὰ τὸν πλησίον του!
π. Δημητρίου Μπόκου