Το ίδιο το κακό δεν υφίσταται σαν οντότητα[1], σαν μέρος της δημιουργίας[2]. Υπάρχει όταν και εφόσον δεν υπάρχει το καλό[3], δεν έχει δική του ύπαρξη[4]. Υπάρχουν μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας πολλά γεγονότα δηλωτικά της ύπαρξης του κακού, τα οποία ωστόσο σημαίνουν τη ρήξη της αγαπητικής σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον ίδιο τον Θεό[5], που οδηγεί σε μία φίλαυτη και εγωιστική τοποθέτηση του καθενός με άμεσο αποτέλεσμα την παρουσία του κακού[6]. Το κακό εμφανίζεται όπου σημειώνεται η απώλεια της ιερότητας του προσώπου, του κόσμου. Παρατηρείται μία ισχυρή αυτονόμηση του προσώπου[7] που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην καθιέρωση του ως μία φυσική κατάσταση[8].
Ο αμετανόητος άνθρωπος, που δεν έχει την πρόθεση ν΄ αναλάβει τις ευθύνες του απλά τις μεταφέρει στον Θεό πράττοντας μία ακόμη φορά το ίδιο λάθος με τους πρωτόπλαστους, όταν αμάρτησαν και επιρρίψαν τις ευθύνες έμμεσα στον Θεό και όχι στην κακή χρήση της ελευθερίας τους. Ως εκ τούτου γεννάται το ερώτημα, πως είναι δυνατόν να είναι το κακό επικρατέστερο του κακού και ο Θεός, που είναι γνώστης της κατάστασης αυτής να την ανέχεται[9].
Το ζήτημα της Θεοδικίας δεν αγγίζει έναν συνειδητά πιστό άνθρωπο, ο οποίος είναι σταθερά προσανατολισμένος στο πρόσωπο και τις ενέργειες του Θεού. Πίσω από κάθε θεία ενέργεια υπάρχει η μέριμνα του Θεού για τον άνθρωπο[10]. Για τον πιστό άνθρωπο το κακό φανερώνεται στον κόσμο ως το αποτέλεσμα της ανθρώπινης βούλησης. Το κακό μέσα από αυτή τη διαδικασία παίρνει σάρκα και οστά[11]. Είναι ιδιαίτερα εύστοχη η αναφορά του Γρηγορίου Νύσσης επί του θέματος, ο οποίος αναφέρει ότι η θεμελίωση της ύπαρξης του κακού είναι αυτή ακριβώς η ανυπαρξία του[12]. Με το συγκεκριμένη τοποθέτηση επισημαίνει πως το κακό δεν ανήκει στην ανθρώπινη πραγματικότητα όπως αυτή ορίστηκε από τον Θεό[13]. Το ίδιο αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας πως δεν είναι στοιχείο του κόσμου που έθεσε ο Θεός μεταξύ άλλων[14], απλά δεν υπάρχει αυτόνομο[15]. Το κακό θεμελιώνει την ύπαρξη του μόνο όταν εκλείψει το αγαθό[16]. Δεν αποτελεί μία οντολογική πραγματικότητα, σαν κάτι το κυριολεκτικά υπαρκτό, του οποίου η φύση είναι κακή[17]. Την ανυπαρξία του κακού τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «ώστε ανυπόστατον το κακόν, επειδή μη μετέχει του Θεού κατά στέρησιν έξεως φαινόμενον»[18].
Ασφαλώς και το κακό εμφανίζεται μαζί με τα δημιουργήματα του Θεού αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μία σύμφυτη πραγματικότητα, δεν υπάρχει ταύτιση με τα του κόσμου[19]. η ύπαρξη περνάει σε μία άλλη πορεία αυτή της αυτονόμησης, της υπαρκτικής αυτοτέλειας. Το κακό μπορεί να θεωρηθεί μία πράξη λιποταξίας, μία απόρριψη του αγαπητικού τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου[20]. Αυτή την συγκεκριμένη τάση του ανθρώπου ενισχύει ο διάβολος[21].
Υποσημειώσεις:
[1] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 53, 73A.
[2] Surin Kenneth, Theology and the problem of evil (Signposts in Theology), p. Wipf & Stock Pub 2004, σ. 38-58.
[3] Φλωρόφσκυ Γ., Οι ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα, μτφρ. Πάλλης Παναγιώτης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 288-292.
[4] Σκουτέρη Κ., «»Malum privatio est»: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καί ὁ Ψευδο-Διονύσιος διά τήν ὕπαρξιν τοῦ κακοῦ», Επιστημονική Επητηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών, τ. ΚΣΤ΄, Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήνα 1984, σ.314.
[5] Φλωρόφσκυ Γ., Δημιουργία και απολύτρωση,, μτφρ. Πάλλης Παναγιώτης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 95 – 97.
[6] Παπαδοπούλου – Τσατσανά Ολυμπία, Η ανθρωπολογία του Μ. Βασιλείου, εκδ. Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 72.
[7] Γιανναρά Χ., Η οντολογία της σχέσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2011, σ. 168.
[8] Cassirer Ernst, Διαφωτισμός και θρησκεία, μτφρ. Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος, εκδ Έρασμος, Αθήνα 2004, σ. 27.
[9] Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ηθική Ι Εισαγωγή – Γενικές αρχές Σύγχρονη Προβληματική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 156.
[10] Αλεβιζόπουλου Αν., Το νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας, Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 1997, σ. 72 – 74.
[11] Ιωάννου Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, PG 95. 944, «και το ανυπόστατον δε δισσώς λέγεται. Ποτέ μεν γαρ το μηδαμή μηδαμώς ον σημαίνει ήγουν το ανύπαρκτον, ποτέ δε το μη εν αυτώ έχον το είναι αλλ΄ εν ετέρω έχον την ύπαρξιν ήγουν το συμβεβηκός».
[12] Μεγάλου Βασιλείου Ότι ούκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 344A
[13] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 45, 37D.
[14] Μεγάλου Βασιλείου, Εις Εξαήμερον, PG 29, 37 C
[15] Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευής ανθρώπου, PG 44 164 A «Και τουτω γίνεται τω τρόπω του κακού η γένεσις, δια της υπεξαιρέσεως του καλού παρυφισταμένη».
[16] Σκουτέρη Κ., «Malum private est. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο Ψευδοδιονύσιος δια την ύπαρξιν του κακού», στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 26(1984) σ. 311 – 319.
[17] Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα του κακού. Δοκίμιο πατερικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 35 – 37.
[18] Μαξίμου Ομολογητή, Σχόλια εις τα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, PG 4, 53B.
[19] Florovsky G., Δημιουργία και απολύτρωση, μτφρ. Πάλλης Παναγιώτης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 95 – 97.
[20] Γιανναρά Χ., Προτάσεις κριτικής οντολογίας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 146 – 147.
[21] Παπαδοπούλου – Τσανανά Ολυμπία, Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 72.