Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στὴν Ἱεριχὼ εἶναι τὸ τελευταῖο θαῦμα, ποὺ τοποθετεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν πορεία του πρὸς τὸ Πάθος.
Καὶ ἴσως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ ὑμνωδὸς βάζει στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ τὸ πικρὸ παράπονο, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὰ λόγια: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα…· τί ἐποίησά σοι καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας;».
Ἡ στερεὰ τροφὴ τοῦ πόνου
Γιὰ τὴν τυφλή, φτωχὴ καὶ ἀχάριστη ἀνθρωπότητα σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ ἦρθε· γιὰ νὰ τὴ φωτίσει μὲ τὸ φῶς του καὶ νὰ τὴν πλουτίσει μὲ τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῶν χαρισμάτων του. Μόνο ποὺ αὐτὲς τὶς δωρεὲς δὲν τὶς ἐπέβαλε στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐπιβάλεις κάτι σὲ κάποιον ποὺ καμαρώνει ὅτι «εἶναι πλούσιος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη κανέναν», ἔστω κι ἂν στὴν πραγματικότητα «εἶναι ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλός». Μόνο συμβουλὴ μπορεῖς νὰ τοῦ δώσεις «νὰ βάλει στὰ μάτια του κολλύριο, γιὰ νὰ δεῖ» (Ἀποκ. 3,17-18).
Τέτοιο κολλύριο φαίνεται πὼς χρησιμοποιοῦσε ὁ τυφλὸς Ἱεριχοῦς, γιατί ἐνδιαφερόταν νὰ μάθει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ λόγια τῶν προφητῶν. Ἔτσι ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ψευδεῖς αὐτάρκειες καὶ κομπασμούς, κάτι βέβαια ποὺ δὲν συμβαίνει ὑποχρεωτικὰ μὲ ὅλους τοὺς ἀναγκεμένους. Ὅσο καὶ νὰ φαίνεται παράξενο, δὲν εἶναι σπάνιο, οἱ δοκιμασίες νὰ φέρνουν ἔπαρση καὶ νὰ ὁδηγοῦν σὲ αὐθάδεια καὶ ἀλαζονεία· κάποτε καὶ βλασφημία. Ἡ στερεὰ τροφὴ τοῦ πόνου τὰ ὑγιῆ «στομάχια» τὰ τρέφει, ἐνῶ στὰ ἄρρωστα προκαλεῖ ἐμετό.
Ὑγιὲς «στομάχι» σίγουρα εἶχε καὶ ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Εἶχε ἀφήσει τὸν πόνο νὰ τὸν θρέψει καὶ νὰ τὸν ὡριμάσει σὲ τέτοιο «μέτρον ἡλικίας», ὥστε πληροφορούμενος γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαύματά του, ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπό του τὸν Μεσσία. Γι’ αὐτό, ὅταν ἄκουσε ὅτι περνάει ἀπὸ τὸν δρόμο ὅπου καθόταν ἐπαιτώντας, ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με».
Ἀνάγκη συνεργασίας
Ὅμως οἱ φωνὲς του ἐνοχλοῦν τὸ πλῆθος. Δὲν ἐπιτρέπεται ἕνας, ποὺ ἡ ἰουδαϊκὴ κοινωνία τὸν θεωροῦσε μὴ καθαρό, νὰ τοὺς ἀναστατώνει. Τοὺς ἐλέγχει καὶ ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ ἀπόβλητος τυφλὸς -ἀντίθετα μὲ τοὺς περισσότερους- βλέπει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Μεσσία. Ἐνῶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν ἁπλῶς ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος», ἐκεῖνος τὸν φωνάζει «υἱὸ τοῦ Δαυίδ». Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ· ἀλλὰ δὲν εἶχαν ὅλοι πεισθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Χριστός· μερικοὶ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσουν. Πάντως ὅλους τοὺς ἐνοχλοῦν οἱ φωνὲς τοῦ τυφλοῦ· γι’ αὐτὸ τὸν ἐπιτιμοῦν νὰ σωπάσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς ἀγνοεῖ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει περισσότερο.
Ἡ σταθερὴ καὶ θερμή του πίστη συγκινεῖ τὸν Χριστὸ· ζητάει νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβει ὁ ὄχλος ὅτι ἀπὸ Αὐτὸν δὲν ζητιανεύει χρήματα, ἀλλὰ τὸ φῶς του, τὸν ρωτάει: «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;» «Νὰ ἀναβλέψω», ἀπαντάει ὁ τυφλός. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν θεραπεύει μὲ τὸν ἐξουσιαστικό του λόγο «ἀνάβλεψον» καὶ τὸν προβάλλει ἐπαινώντας τὴν πίστη του: «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».
Ἡ σωτηρία τοῦ τυφλοῦ δὲν εἶναι μόνο ἡ θεραπεία τῶν σωματικῶν του ματιῶν. «Ἀπὸ διπλὴ τυφλότητα τὸν ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός», τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας· «τὴν σωματικὴν καὶ τὴν εἰς νοῦν καὶ καρδίαν». Καὶ ἡ μὲν θεραπεία τῆς σωματικῆς τυφλότητας εἶναι ἀποκλειστικὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία ὅμως τῆς ψυχικῆς τυφλότητας ἀπαιτεῖ καὶ τὴν ἐλεύθερη συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου· πρόκειται γιὰ κόπο διαρκοῦς καθάρσεως καὶ μετανοίας, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικό τοῦ θείου φωτισμοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ ὅρoς «ὁ βλέπων» ἀναφερόταν στοὺς θεόπτες προφῆτες.
Γιατί ὁ βλέπων ἐνοχλεῖ;
Μόνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ποὺ βλέπει καθαρὰ τὸν Θεὸ καὶ πορεύεται κάτω ἀπὸ τὸ Φῶς του, γίνεται -ἄθελά του- ἐνοχλητικὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ «ἠγάπησαν μᾶλλον τὸ σκότος» καὶ ὡς «τὰ φαῦλα πράσσovτες μισοῦν τὸ φῶς» (Ἰω. 3,1921). Ἡ ζωὴ τοῦ «βλέποντος» ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ αὐτοὺς ποὺ παραπατᾶνε στὰ σκοτάδια. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια περιγράφεται συμβολικὰ μὲ εὔστοχο τρόπο στὸ διήγημα «Ἡ χώρα τοῦ τυφλοῦ» τοῦ Ἀμερικανοῦ λογοτέχνη X. Τζ. Οὐέλς: Κάποιος νεαρὸς βρίσκει καταφύγιο σὲ μία ἀπομονωμένη φυλὴ ἐκ γενετῆς τυφλῶν. Σύντομα διαπιστώνουν ὅτι οἱ συνήθειες, οἱ κινήσεις καὶ γενικότερα ἡ συμπεριφορὰ του εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν δικὸ τους τρόπο ζωῆς, καὶ αὐτὸ ἀρχίζει νὰ τοὺς ἐνοχλεῖ. Ἔτσι τὸν φέρνουν νὰ ἐξεταστεῖ ἀπὸ τοὺς γιατρoὺς τῆς φυλῆς. Ὁ γεροντότερος καὶ πιὸ σοφὸς ἀπὸ αὐτοὺς γνωματεύει ὅτι ἔχει πειραχθεῖ τὸ μυαλό του, διότι ἀρρώστησαν «αὐτὰ τὰ παράξενα πράγματα ποὺ ἔχει στὰ βαθουλώματα τοῦ προσώπου του (τὰ μάτια του)». Καὶ προτείνει μὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση νὰ τὰ ἀφαιρέσουν, ὥστε νὰ γίνει «ἀπόλυτα ὑγιὴς καὶ ἀληθινὰ νομοταγὴς πολίτης».
Ὁ μύθος ἐπανέρχεται μὲ διάφορες παραλλαγὲς στὴν παγκόσμια λογοτεχνία καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτυπώνει αὐτὸ ποὺ διαβάζουμε στὴ Σοφία Σολoμώvτoς (2,12-15): «Δύσχρηστος μᾶς εἶναι ὁ δίκαιος· ἐναντιώνεται στὰ ἔργα μας· μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς κατηγορεῖ ὅτι παραβαίνουμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ ἡ παρουσία του μᾶς ἐνοχλεῖ».
Γιὰ μᾶς ἂς εἶναι ὄχι μόνο χρήσιμος ὁ βλέπων καὶ δίκαιος, ἀλλὰ καὶ ἀσφαλὴς ὁδηγός μας. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ συμψάλλουμε μὲ τὸν Βλέποντα προφήτη Δαβίδ: «Μέτοχος ἐγὼ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου… Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου» (Ψαλμ. 118,63.18).
Αρχιμανδρίτης Λαμπρόπουλος Βαρνάβας
agiazoni