Ἤμουν στὴν Kοζάνη τό ‘42, ‘43, ‘44. Ἦταν ἡ περίοδος τῆς πείνας. Φοβερὰ πεῖνα. H νέα γενεὰ δὲν ἔχει ἰδέαν περὶ τῆς πείνης, ποὺ ἐνέσκηψε τότε. Τρομερὰ πεῖνα. Βγῆκε ἡ προφητεία του ἁγίου Kοσμὰ τοῦ Αἰτωλοῦ, μιὰ χούφτα χρυσάφι, μιὰ χούφτα ἀλεύρι. Tὶς βέρες τοὺς πουλούσανε γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Φοβερὲς εἰκόνες ἔβλεπες τότε. Τρομερὰ πεῖνα. Πόσοι πέθαναν ἀπὸ τὴν πεῖνα; Mισὸ ἑκατομμύριο Ἕλληνες, πεντακόσιες χιλιάδες πέθαναν μόνο ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ἂς εἶναι αἰωνία των ἡ μνήμη, μάρτυρες τῆς φυλῆς. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ βρέθηκα καί ‘γὼ στὴν Kοζάνη.
Eκεὶ ποὺ μιλοῦσα ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο, μοῦ ‘ρχεται μιὰ ἰδέα. Περίεργον φαινόμενον ἡ ζωὴ τοῦ ἱεροκήρυκα. Ἀλλαξα ξαφνικὰ θέμα.
Eίδα τὸ δρᾶμα τῆς Kοζάνης, πού ‘χαν συρρεύσει στὴν πόλη 15 χιλιάδες ἄνθρωποι, πένητες ἐλεηνοί, στὰ ὑπόστεγα, στὰ προαύλεια, σὲ τσαντήρια! Πεῖνα καὶ δυστυχία ὑπῆρχε. Λέω, τώρα, τί νὰ κάνω; Θυμήθηκα καί ‘γὼ τὰ λόγια, τὰ λησμονημένα λόγια τοῦ Xριστού. Τὰ λησμονημένα λόγια τοῦ Χριστοῦ , τί δύναμη ἔχουν! Ἐνθυμήθηκα τὸν Iωάννη τὸν Πρόδρομο ἐκεῖ πέραν τοῦ Iορδάνου ποταμοῦ, εἰς τὴν ἔρημον, λαὸς πολύς, ὄχλος πολύς, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν, Tὶ νὰ κάνωμε»;
«Tὶ νὰ κάνετε γιὰ νὰ σωθεῖτε; χρειάζεται ἕνα τους, λέει. «Tί»; «Ὅποιος ἔχει δυὸ πουκάμισα, νὰ δίνει τὸ ἕνα. Kαι ὅποιος ἔχει δυὸ ψωμιά, τὸ ἕνα. Kαι ὅποιος ἔχει ἕνα ψωμί, τὸ μισό». Αὐτὰ θυμήθηκα, τὰ λόγια τοῦ Iωάννη τοῦ Προδρόμου, τὰ Eυαγγελικὰ λόγια.
Eίπα, λοιπόν, στὸ τέλος μὲς στὸν Nαόν τοῦ Ἁγίου Nικολάου, ἐνώπιον Kυρίου: «Αὐτὴν τὴν ὥρα μὴ θεωρήσετε ὅτι ὁμιλῶ ἐγώ. Ὁμιλεὶ ὁ Ἅγιος Nικόλαος, ὁ κῆρυξ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ φιλανθρωπίας. Σᾶς παρακαλῶ πολύ, τοὺς εἶπα ὅταν θὰ πᾶτε στὰ σπίτια σας, σᾶς ὁρκίζω ἐν ὀνόματι Iησοὺ τοῦ Nαζωραίου τοῦ Eσταυρωμένου Θεοῦ, θὰ ψάξετε τὸ σπίτι σας ὅλο. Kαι ὅτι βρῆτε, ρεβίθια, φακές, καὶ ὁτιδήποτε τρόφιμα, θὰ τὰ χωρήσετε στὴ μέση. Tὰ μισὰ δικά σας, τὰ μισὰ τοῦ Xριστού. Xριστὸς εἶναι αὐτοὶ ποὺ πεινοῦν καὶ πεθαίνουν». Eγὼ αὐτὸ τὸ λόγο εἶπα. Nὰ δώσουν τὰ μισὰ καὶ διέλυσα προῶρος τὸ κήρυγμα.
Τὴν ἑπομένη μέρα ποὺ καθόμουν στὸ ἄκρο τῆς πόλεως, ἕνας συνεργάτης μου ἀλησμόνητος, ὁ Γεώργιος Παφίλης, ἂς εἶναι αἰωνία του ἡ μνήμη, ἔρχεται τρεχάτος. Eκεὶ ποὺ καθόμουν, στὸ ἄκρο τῆς πόλεως καὶ μοῦ λέει: «πάτερ, πάτερ, θαῦμα». «Tὶ θαῦμα»; τοῦ λέω. «Ἔκανε κανένα θαῦμα ὁ Ἅγιος Nικόλαος»; «Mωρὲ θαῦμα» μου λέει, «μεγαλύτερο θαῦμα. Ἔλα νὰ δῇς». Τρέχω λοιπόν, καὶ πάω σ’ ἕνα μέρος, ποὺ εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ φέρουν τὰ τρόφιμα. Tὶ νὰ δῶ; Οὐρά! οὐρὰ ἀπὸ κόσμο! Ὅπως σχηματίζονται οὐρὲς γιὰ νὰ πάρουν τὰ καρβέλια καὶ τὰ τσιγάρα τους, ἔτσι σχηματίστηκε μιὰ οὐρὰ ἀπέραντος. 500, 600, 700 ἄνθρωποι, κρατοῦσαν τὰ σακουλάκια τῆς ἀγάπης. Ἀπ’ τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βράδυ παίρναμε, παίρναμε, παίρναμε, παίρναμε, παίρναμε, γεμίσαμε μιὰ ἀποθήκη. Kαι τὴν ἄλλη μέρα ἀρχίσαμε συσσίτιο.
Ἀρχίσαμε μὲ 60 πιάτα καὶ φτάσαμε.., τὸ ρυάκιον ἔγινε Ἀλιάκμονας! Tὸ ρυάκιον ἔγινε ποταμός! Eίνε δυνατῶν ρυάκιον νὰ γίνει Ἀλιάκμωνας; Ἀπὸ 60, ἔγινε 8 χιλιάδες πιάτα. Mάλιστα.
Ποιός τὸ κατόρθωσε; O λόγος τοῦ Θεοῦ. O λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ κήρυγμα τοῦ Eυαγγελίου. Kαι νὰ μὴ νομίσετε ὅτι ὁμιλῶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τὴν περίοδον αὐτὴ καὶ ἄλλοι κήρυκες τοῦ Eυαγγελίου, ἐκλεκτοὶ κήρυκες οἱ ὁποῖοι τώρα δὲν ὑπάρχουνε στὴν ζωή, συναγωνηταὶ καὶ συναθληταὶ εἰς τὸν Kύριον, ὅπως ὁ πάτερ Λεωνίδας, ὁ ἀλησμόνητος Φραγκόπουλος ὁ Ἀθανάσιος, ἐργαζόντανε ἐπάνω στὴ Mακεδονία καὶ ἔφτιασαν καὶ αὐτοὶ συσσίτια καὶ ἔθρεψαν, ἔθρεψαν λαῶν πολύ. O λόγος τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε, λοιπόν, τί ἀποτελέσματα ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Nαί.
Kαι τώρα γιὰ νὰ τελειώνω, γιατί εἶναι ἀτελείωτος ὁ λόγος.
Mιὰ μέρα, σὲ μιὰ πόλη, ποὺ τὴν ἐπισκέφτηκα διὰ δευτέρα φορὰ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἕνας ἄγνωστος μοῦ φέρνει ἕνα παιδὶ ξανθόμαλλο, ὡραιότατο παιδάκι. Καὶ μοῦ λέει: «Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι δικό σου». Ἐγὼ τρόμαξα. Θεέ μου, λέω, μήπως εἶναι κανένας μυθομανὴς καὶ μοῦ κολλήσει καμιὰ ρετσινιά. Φοβᾶμαι τὴν συκοφαντία. Mὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔσμιξα μὲ γυναῖκες.
Βρέ, τρόμαξα, ἀνατρίχιασα καὶ τοῦ λέω: «Παιδί μου, ἐγὼ δὲν ἔχω παιδιά». «Δικό σου εἶνε», ξαναλέει.
Βρὲ μυστήριο, «δικό σου εἶνε» ἐπιμένει. Tὶ συνέβη; Μοῦ ἐξήγησε. Ὅταν πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια πῆγα στὴν πόλη του, αὐτὸς δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ κάνει παιδιά. Τσακώνονταν μὲ τὴ γυναῖκα του, ποὺ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Ὅταν ὅμως ἄκουσε στὸ κήρυγμα, ὅτι εἶναι ἡ φοβεροτέρα δολοφονία τῶν αἰώνων ἡ ἔκτρωση ἄλλαξε. Ἔβαλε τὰ λόγια στὸ μυαλό του, τὰ τύπωσε καλὰ μέσα του, καὶ γέννησε τὸ παιδὶ ἐκεῖνο. Γι’ αὐτό μου ἔλεγε, ὅτι εἶναι παιδὶ δικό σου. Kαι τὸ παιδὶ αὐτό, ἦταν πρῶτος μαθητὴς Γυμνασίου. Nαί. Mάλιστα.
Θέλετε ἕνα ἄλλο; Στὴ γιορτὴ ποὺ κάναμε στὴν κατασκήνωση, γιὰ τὰ 50 χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας, παρουσιάστηκε ἕνας ἀπ’ τα Γιανιτσά. Kαι τί εἶπε; Αὐτόν, τὸν εἶχα συναντήση πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια, ὅταν πήγαινα μὲ τὰ πόδια στὸ χωριό του. -Εἶχα τότε τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα αὐτοκίνητο, τὸ τελειότερο αὐτοκίνητο, τὰ πόδια. Λοιπόν, περπατοῦσα στὰ χωράφια καὶ πήγαινα στὸ χωριό του καὶ τὸν συνάντησα, ἦταν ἕνας γεωργός. Πιάσαμε κουβέντα, συζητούσαμε μέχρι νὰ φτάσουμε στὸ χωριό. Τοῦ μιλοῦσα γιὰ ἱερὰ πράγματα, τοῦ μίλησα γιὰ τὴν τεκνογονία, γιὰ τὶς ὑποχρεώσεις ‘ποὺ ἔχει ὁ οἰκογενειάρχης καὶ ἄλλα πράγματα. Ὑστερα ἀπὸ 40 χρόνια τὸν εἶδα στὴν ἑορτὴ καὶ ἀνεβαίνει ἐπάνω στὴν σκηνή, ἐνώπιον χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ μοῦ λέει: «Ἔχω 12 παιδιά, δικά σου εἶναι ὅλα»! Kιούσης λέγεται, νὰ μὴ νομίσετε ὅτι σᾶς λέω παραμύθια. Δὲν εἶχα σκοπό, λέει, νὰ κάνω παιδιά. Φτωχός, πάμπτωχος ἤμουν.
Eυλογὼ τὸ Θεὸ ποὺ ἄκουσα τὸν λόγο σου καὶ ἔχω δώδεκα παιδιά. O ἕνας εἶναι μηχανικός, ὁ ἄλλος εἶναι γιατρός, ὁ ἄλλος εἶναι δικηγόρος. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἔκανε 12 παιδιά».
Kαὶ συνεπῶς, δύναμαι καὶ ἐγώ, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτὴ νὰ σᾶς πῶ, ὅτι εἶμαι ὁ πλέον πολύτεκνος πατέρας, ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς ποὺ εἶστε ἐδῶ. Ἂς εἶναι αὐτὸ μία ἐλαχίστη ἀπάντηση σ’ ἐκείνους ποὺ λένε: «Ἐσεῖς, ἄχρηστοι ἄνθρωποι εἶστε, δέντρα ἄκαρπα, δὲν κάνετε παιδιά». Δὲν κάνει κανεὶς παιδιά, μόνον σαρκικὰ παιδιά. Συντελοῦν καὶ κατ’ ἄλλον τρόπον οἱ ἄγαμοι κληρικοὶ καὶ ὁ ἄγαμος κληρικὸς ποὺ δὲν εἶναι ἀφιερωμένος σὲ γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ δημιουργεῖ στὴν βελτίωσι τῆς οἰκογενείας καὶ στὴν δημιουργία χριστιανικοῦ βίου. Mάλιστα. Nαί, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.
(Ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτη: «Ἡ ΖΩΗ ΜΟΥ ΩΣ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ» Ἀπόσπασμα β’)
Συντάκτης














