“Πολὺ μὲ βοήθησαν ὅταν ἤμουν φοιτητὴς στὴν Ἀθήνα εἰς τὴν νομικὴν μερικοὶ ἁπλοῖ, ἄρρωστοι ἄνθρωποι μὲ λέπρα. Εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀλλὰ ἔμειναν τὰ σημάδια τῆς ἀρρώστιας πάνω στὸ πρόσωπό τους καὶ συνδέθηκα μαζί τους, καὶ πήγαινα κάθε βδομάδα καὶ τοὺς ἔβλεπα.
Εἶχε ἐκεῖ στὸ λεπροκομεῖο μίαν ἁγία ψυχή, τὴν Βαγγελιὼ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Ἰωαννίνων. Ἦταν λεπρή, τυφλὴ καὶ παράλυτη. Καὶ ἔλεγε αὐτὴ ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν ἐχάρηκε τίποτα στὴ ζωή της ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ εἶχε ὅλες τὶς χάρες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά της.
Καὶ μᾶς ἔλεγε ὅτι τὰ βράδια δὲν θέλει νὰ ἔχει ὕπνο πολύ.
-Καὶ τί κάνεις Βαγγελιώ; Τῆς εἶπα.
-Ἔ, νὰ παιδάκι μου, μοῦ λέει, σηκώνω τὰ δύο μου κούτσουρα -δὲν εἶχε δάχτυλα τῆς τὰ ἔφαγε ἡ ἀρρώστια, τὴν τάϊζαν οἱ νοσοκόμες-, σηκώνω τὰ δυό μου κούτσουρα καὶ προσεύχομαι στὴν Παναγία μας περισσότερο, γιὰ μένα καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, πιὸ πολὺ γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Καὶ λέω τοὺς Χαιρετισμούς. Τοὺς ἔμαθα ἀπ’ ἔξω καὶ τοὺς λέω.
-Πόσες φορές τους λές;
-Πέντε-ἕξι φορές, μοῦ λέει.
-Τοὺς λέω μιὰ φορά, μνημονεύω ὀνόματα ζωντανῶν. Ξαναλέω τοὺς Χαιρετισμούς, μνημονεύω ὀνόματα κεκοιμημένων.
Ξαναλέω τοὺς Χαιρετισμούς, μνημονεύω ὀνόματα ἀρρώστων.
Ξαναλέω τοὺς Χαιρετισμούς, μνημονεύω ὀνόματα ὀρφανῶν καὶ παιδιῶν χωρισμένων οἰκογενειῶν.
Ἀκοῦτε ἄνθρωπο!
Τῆς λέω, καὶ πὼς πᾶς μὲ τὸν πειρασμό;
Μοῦ λέει, ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ ξέρεις τί κάνει;
Τί κάνει; Τῆς λέω.
Ὅταν εἶναι χειμῶνας καὶ εἶμαι σκεπασμένη μὲ τὰ παπλώματα καὶ τὶς καλὲς κουβέρτες ἐδῶ τοῦ νοσοκομείου μας -στὸ λοιμωδῶν νόσων στὸ Αἰγάλεω- βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ἀφοῦ τὰ μάτια αὐτὰ δὲν βλέπουν τὰ σωματικά.
Βλέπω τὸν πειρασμὸ ὁλόμαυρο νὰ θέλει νὰ ἔρθει νὰ μὲ φοβίσει. Δὲν φοβᾶμαι ὅμως γιατί ἀγαπῶ τὴν Παναγία, μοῦ λέει. Ἀγαπῶ τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους καὶ δὲν φοβᾶμαι καθόλου.
-Καὶ τί κάνει, τῆς λέω, ὁ πειρασμός;
-Τραβᾶ τὰ σκεπάσματα, μοῦ λέει, καὶ τὰ ρίχνει κάτω στὸ ἔδαφος.
Στὸ σῶμα μοῦ ἀπάνω δὲν μπορεῖ νὰ ἀγγίξει, γιατί εἶναι γεμᾶτο προσευχές. Καὶ τὸ τελευταῖο μου κύτταρο τὸ ἐγέμισα προσευχή.
Τῆς λέω κι ἐγὼ ὁ χαζός,- ε νὰ φωνάξεις καὶ καμμιὰ νοσοκόμα νὰ σὲ σκεπάσει νὰ μὴν κρυώνεις.
-Ὄχι, μοῦ λέει, δὲν θέλω νὰ ἐνοχλῶ τὰ κορίτσια, ἐγὼ εἶμαι γριά…
Ξέρεις, μοῦ λέει, ποιός ἔρχεται καὶ μὲ σκεπάζει;
-Ποιός ἔρχεται; Τῆς λέω.
-Ἔρχεται ἡ Παναγία μας, καὶ σκύβει, καὶ πιάνει τὰ παπλώματα καὶ τὶς κουβέρτες, καὶ μὲ σκεπάζει σὰν καλὴ Μητέρα!”.
Συντάκτης
