Μ.Μ.: Γέροντα, ἀπ’ ὅσο ξέρω, γνωρίζετε τὴν ἀξιοθαύμαστη περίπτωση του παπα-Ματθαίου του Καρακαλληνοῦ. Θὰ μᾶς μιλήσετε γι’ αὐτόν;
Ἴερομ. Άρτ.: Εὐχαρίστως. Ὅ παπα-Ματθαῖος ἦταν ἄνθρωπος πυρακτωμένης προσευχῆς. Ασκήθηκε στὴν Μονὴ Καρακάλλου ἐπὶ ἑβδομῆντα ὁλόκληρα χρόνια! Γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων ποῦ τὸν γνώριζαν καὶ ἀναγνώριζαν τὴν ἀνθοδέσμη τῶν ἀρετῶν του, προσποιεῖτο τὸν σαλὸ ἢ καὶ τόν… μεθυσμένο ἀκόμη!
Κάποτε ὅμως, παρ’ ὅλες τὶς ἀπὸ μέρους του προσπάθειες ἀποκρύψεως τῆς ἀρετῆς, ἢ φήμη του ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ Ὅρους κι ἔφθασε παντοῦ, σὲ σημεῖο νὰ λαμβάνει καθημερινῶς ἕνα τρουβὰ ἐπιστολὲς μὲ τὸ ἄλφα καὶ τὸ βῆτα πρόβλημα. Καθόταν ὑπομονετικὰ καὶ ἀπαντοῦσε -ἕνας αὐτὸς σὲ τόσους πολλούς- σὲ σημεῖο νὰ στέλνει καὶ αὐτὸς κάθε μέρα, ἕνα τρουβὰ γράμματα!
Ἦτο ἄνθρωπος βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης. Του ζήτησαν κατ’ ἐπανάληψη νὰ δεχθεῖ νὰ τὸν ἐκλέξουν ἡγούμενο σὲ δύσκολες μάλιστα φάσεις κι ἐκεῖνος ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὸ ἀξίωμα ὡς τὸ τέλος!
Ἀξίζει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὴν δεκαετία τοῦ 70 οἱ πατέρες ἦσαν ὀλίγοι καὶ δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν ὅλη ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Μεταξὺ ἄλλων, εἶχαν κόψει τὶς ἀγρυπνίες. Γι’ αὐτό, ὃ παπα-Ματθαῖος πήγαινε μόνος του στὴν ἐκκλησία κι ἔκανε ἀγρυπνία ὁλονύκτια! Μόνος… Ἀπὸ τότε ποῦ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος – ἑξῆντα χρόνια μέχρι τὴν κοίμηση τοῦ- λειτουργοῦσε καθημερινῶς! Ὅ παπα-Ματθαῖος εἶχε Γέροντα τὸν περίφημο παπα-Κοδράτο τὸν Καρακαλληνὸ καθηγούμενο. Εἶχε μάλιστα στὸ κελάκι του -ὡς εὐλογία- τὴν ψάθα τοῦ Γέροντος του, ἐπὶ τῆς ὁποίας «κοιμόταν», ὅσο καὶ ὅπως κοιμόταν! Τὸ κελάκι περιεῖχε αὐτή την ψάθα στὸ πάτωμα, ἕνα σκαμνάκι, ἕνα τραπεζάκι καὶ πολλὲς εἰκόνες. Τίποτε ἄλλο. Εἶχε κι ἕνα στενὸ σιδερένιο κρεβατάκι, γιὰ νὰ δίνει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι «κοιμᾶται σὰν ἄνθρωπος» καὶ νὰ κρύβει ἔτσι ἐπιμελῶς τὴν σκληρὴ ἄσκηση του!
Τὸ 1973 ἀσθένησε σοβαρὰ ἀπὸ κήλη ἀποτέλεσμα τῆς συνεχοῦς ὀρθοστασίας καὶ τῆς κοπιώδους ἀσκήσεως. Ὅ Γέροντας τὸ ἄφηνε, τὸ ἄφηνε καὶ δὲν μιλοῦσε. Ὅμως τὸ κακὸ παράγινε καὶ ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ ἡγουμένου, ὃ ὅποιος τὸν ἔπεισε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ὅρος γιὰ νὰ τύχει τῆς δεούσης ἰατρικῆς περιθάλψεως. Αὐτὸς λοιπὸν ποῦ ἐπὶ ἑβδομῆντα χρόνια δὲν εἶχε βγεῖ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τὸ Ὅρος, ἄλλ’ οὐδὲ ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ μοναστηριοῦ του, έκανε ὑπακοὴ καὶ δέχθηκε νὰ βγεῖ στοὺς γιατρούς.
Πρὶν ὅμως ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ζήτησε νὰ πάει στὸ καθολικὸ νὰ προσευχηθεῖ. Πῆγε στὴν ἀριστερὴ κολώνα, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει παλαιὰ εἰκόνα τοῦ Ἀγίου Ἀρτεμίου.
Ἔπεσε μπρούμυτα καὶ εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Ἀρτέμιε, τόσα χρόνια σου ἀνάβω τὸ καντήλι καὶ θὰ μὲ ἀφήσεις τώρα στὰ γεράματα μοῦ νὰ βγῶ στὸν κόσμο; Ἅγιε Ἀρτέμιε, ἔχω αὐτὸ τό… παράπονο! Ὅμως δὲν θὰ μὲ ἀφήσεις! Ἔτσι δὲν εἶναι;». Ὅλ’ αὐτὰ ποῦ ἔλεγε ἐκφώνως -νομίζοντας πῶς ἤτο μόνος- τ’ ἄκουγαν πατέρες καὶ τὰ μαρτυροῦν, ὅπως ἐπίσης μαρτυροῦν καὶ τὴν θαυμαστὴ συνέχεια. Ὅ παπα-Ματθαῖος δὲν βγῆκε στὸν κόσμο, διότι ὃ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἄκουσε τὴν φλογερὴ προσευχὴ τοῦ πιστοῦ αὐτοῦ θεράποντος τοῦ Κυρίου καὶ μεσίτευσε γιὰ τὴν αὑθορεί καὶ παραχρῆμα θεραπεία του! Ἔγινε ἐκείνη τὴν στιγμὴ καλά! Χάθηκε ἢ κήλη, ἐξαφανίσθηκαν οἱ πόνοι… Ὅ γιατρὸς στὶς Καρυὲς τὰ ἔχασε! Δόξαζε καὶ ξαναδόξαζε τὸν Θεό, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ αὑτόπται καὶ αὑτήκοοι μάρτυρες. Ό παπα-Ματθαῖος μὲ ὑπομονὴ κι ἐπιμονὴ κέρδισε τὸν ἐπουράνιο μισθό του. Ἢ ὑπομονὴ σώζει. Πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπομονή, κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τῆς ζωῆς μας.
Θυμᾶμαι τὸν Γέροντα Παΐσιο νὰ μοῦ λέει: «Δέκα τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, παπᾶ, ἱκέτευα τὸν Θεὸ γιὰ ἕνα ζήτημα κι Ἐκεῖνος δὲν Ἱκανοποιοῦσε τὸ αἴτημά μου. Ἀκριβῶς λοιπὸν τότε ποῦ συμπληρώθηκαν τὰ δέκα τέσσερα χρόνια κι ἐγὼ θεώρησα ὅτι δὲν εἶν’ εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ ποῦ ζητοῦσα, ἔ, τότε ὃ Κύριος τὸ ἔκανε. Δοκίμαζε τὴν ὑπομονή μου».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἐπίγειοι Ἄγγελοι οἱ Ἁγιορεῖται», Μανώλης Μελινός
Συντάκτης














