(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός – Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, o μεγάλος αυτός Πατέρας και Άγιος της Εκκλησίας μας χαρακτηρίζεται «λυσσαλέος αντισημίτης» από τους Εβραίους της χώρας μας και «σκληρός μισέλλην» από τους Νεοπαγανιστές μας.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Παραπέμπω, αντίστοιχα, στις μελέτες: Σπύρου Κάραλη, «Χριστιανικός αντισημιτισμός» (Χρονικά, Όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, Ιαν.-Φεβρ. 1995, σσ. 3-6) και Μάριος Δημόπουλος-Απολλώνιος, «Τα ανθελληνικά αποσπάσματα στα έργα του Ι. Χρυσοστόμου — Η δράση του ως καταστροφέως Ελληνικών Έργων», (Δαυλός, αρ. 204, Δεκέμβριος 1998, σσ. 12761-12768).
Και οι δύο αυτές μελέτες όμως χαρακτηρίζονται από πνεύμα ακρισίας και φανατισμού, αλλά και προκατάληψης και σκοπιμότητας. Έτσι, μένουν στην επιφάνεια και το γράμμα, αγνοούν δε τις ιστορικές προϋποθέσεις και κυρίως τις ποιμαντικές ανάγκες της χριστιανικής κοινωνίας, στην οποία ανέπτυσσε την δράση του ο ι. Χρυσόστομος, αλλά και τη γλώσσα της εποχής, που επέτρεπε φραστικές οξύτητες ειλικρίνειας, σ’ αντίθεση με τους εκλεπτυσμένους τρόπους της δίκης μας ύπουλης και βάναυσης εποχής, που καλύπτει την αγριότητα και θηριωδία της με σχήματα (πλαστού) ανθρωπισμού και υποκρισίας. Ας θυμηθούμε τον τόσο συνήθη λόγο για «ανθρωπιστική βοήθεια», που καλύπτει την πιο κτηνώδη απανθρωπιά της εποχής μας.
Όσον αφορά στους Εβραίους, ο ι. Χρυσόστομος, πιστός συνεχιστής του Απ. Παύλου και αυθεντικός ερμηνευτής του (βλ. π. Αθανασίου Γιέφτιτς, μητρ. πρ. Ερζεγοβίνης, Η Εκκλησιολογία του Αποστ. Παύλου κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, Αθήναι 1967) γνώριζε ήδη και την συσσωρεμένη επώδυνη εμπειρία των Χριστιανών από την αδυσώπητη εχθρότητα και τους διωγμούς των Εβραίων εναντίον τους (Εβραίοι λ.χ. αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, περίπου 168 μ.Χ.), αλλά και την υπόλοιπη (αντι-) χριστιανική παρουσία τους. (Βλ. Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, Μητροπ. Κορίνθου, Εβραίοι και Χριστιανοί,, Κόρινθος 19802).
Έτσι, παρά τις φραστικές ρητορικές υπερβολές του Χρυσοστόμου, οι επισημάνσεις του δεν στερούνται αντικειμενικότητας, που επιβεβαιώνεται από την ποιμαντική προοπτική του. Βέβαια, και ο Σπ. Κάραλης αναγνωρίζει, ότι η γλώσσα και οι θέσεις του Χρυσοστόμου δεν αποτελούν δικά του ευρήματα, αλλά είναι η από μακρού καθιερωμένη γλώσσα των Πατέρων, που δεν μπορούν όμως καθόλου να χαρακτηρισθούν «αντισημίτες», όπως ο συγγραφέας επιμένει, στηριζόμενος στις Ομιλίες κατά Ιουδαίων του Χρυσοστόμου (PG 48, 843-942), τις οποίες έχει ήδη αναλύσει με αυστηρά επιστημονική μέθοδο και γνώση ο ειδικός πατρολόγος, καθηγ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος («Προστασία των Χριστιανών από τον Ιουδαϊσμό», στο τιμητικό αφιέρωμα εις τον Σεβ. Μητροπολίτην Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεον, Ύδρα 1997, σσ. 399-410). Ο συγγραφέας επισημαίνει τον ειδικό ποιμαντικό χαρακτήρα των Ομιλιών του Χρυσοστόμου, που θα όφειλαν να καλούνται μάλλον «υπέρ των Χριστιανών» και όχι «κατά Ιουδαίων» (ως γνωστόν οι τίτλοι δεν ανήκουν στους ίδιους τους Πατέρες, αλλά στους αντιγραφείς ή πρώτους έκδοτες.
Έτσι και ο Λόγος του Μ. Αθανασίου Κατά Ελλήνων έφερε αρχικά τον τίτλο Κατά Ειδώλων). Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την μελέτη του κ. Παπαδόπουλου:
«Όπως όλοι σχεδόν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, έγραφε και ο ιερός Χρυσόστομος για τους Ιουδαίους. Πριν από τον Χρυσόστομο έγραφαν κατά των Ιουδαίων κυρίως ο απολογητές Απελλής (το κείμενο του οποίου χάθηκε), ο Ιουστίνος («Διάλογος προς Τρύφωνα»), ο Τερτυλλιανός και ο ψευδό-Κυπριανός. Αργότερα έγραφαν ο Φιλάστριος Βρεσκίας και περισσότερο περιστασιακά οι Ευσέβιος Καισαρείας, Αθανάσιος ο Μέγας και οι Καππαδόκες Πατέρες. Οι άλλοι συγγραφείς, προγενέστεροί του και σύγχρονοί του αναφέρθηκαν με κρίσεις μόνο περιστασιακά στους Ιουδαίους.
Του Χρυσοστόμου έχουμε οκτώ σύντομα κείμενα, που συνιστούν καταγραφή Ομιλιών του προς το ποίμνιο της Αντιόχειας κατά τα έτη 386 ή 387. Συχνά στα κείμενα αυτά συναντάμε σκληρές εκφράσεις για τους Ιουδαίους και προπαντός έντονη κριτική των τελετών και των εθίμων τους, αλλά και της ίδιας της θρησκευτικής τους συμπεριφοράς κατά τους χρόνους της ΠΔ, της ΚΔ και της Εκκλησίας. Βέβαια, η κριτική του δεν είναι αυστηρότερη από εκείνη που άσκησαν οι προφήτες και ο ίδιος ο Χριστός κατά των Ιουδαίων. Όμως η δική του κριτική προκάλεσε την έντονη αντίδραση παλαιοτέρων και συγχρόνων συγγραφέων, πολλοί των οποίων προσγράφουν στον Χρυσόστομο σκληρό αντισημιτισμό, που δήθεν επηρέασε τους από τον Ε’ αιώνα και εξής χριστιανούς συγγραφείς.
Η αλήθεια είναι ότι γενικά ο Χρυσόστομος διατύπωσε οργανωμένα και με φράσεις έντονες, στο πλαίσιο μάλιστα των ανεκτών τότε ρητορικών υπερβολών, τις αντιλήψεις που και οι λοιποί εκκλησιαστικοί συγγραφείς είχαν για τους Ιουδαίους και την θρησκεία τους. Αλλά η ευρύτερη σχετική ενασχόλησή του έχει αιτία ποιμαντική και γίνεται πάντοτε με τα βιβλικά, τα ιστορικά και τα θεολογικά δεδομένα. Αιτία συνιστούσε η θρησκευτική κατάσταση στην Αντιόχεια, όπου το κλίμα εμπόδιζε την αυτοσυνειδησία των χριστιανών, μεγάλες ομάδες των οποίων δεν διέκριναν μεταξύ χριστιανισμού και ιουδαϊσμού και γι’ αυτό μετείχαν στις θρησκευτικές εορτές, στις τελετές και στις νηστείες των Ιουδαίων.
Χριστιανοί ζητούσαν θαυματουργίες από τους ραββίνους με τα φυλαχτά και τις τελετές που αυτοί ενεργούσαν. Το γεγονός είχε τεράστια σωτηριολογική και θεολογική σημασία για τον Χρυσόστομο, που το έβλεπε ως επικίνδυνη πληγή, αφού η σωτηρία προϋποθέτει απαραίτητα ενσυνείδητη ορθή πίστη και γνήσια λατρεία. Έτσι αποφασίζει να ομιλήσει για τους Ιουδαίους, διακόπτοντας μάλιστα τις Ομιλίες του Περί ακαταλήπτου του Θεού και Κατά Ανομοίων, όχι από ιδεολογική εναντίον τους τοποθέτηση, αλλά για να θεραπεύσει την πληγή, «το νόσημα», των χριστιανών και να τους προστατεύσει από θρησκευτικές πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρία τους. θεωρούσε απόλυτη ανάγκη να πεισθούν οι χριστιανοί, ότι αυτοί και όχι οι ιουδαίοι κατανοούν ορθά και πλήρως την ΠΛ. Μόνο έτσι θα έπαυαν οι χριστιανοί να μετέχουν στην θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων. […]
Ακατήχητοι στην Αντιόχεια πολλοί χριστιανοί μετείχαν στις ιουδαϊκές εορτές του Νέου έτους ή των Σαλπίγγων και της Σκηνοπηγίας και νήστευαν και τελούσαν το Πάσχα την 14η του μήνα Νισάν, κάτι που είχε απαγορεύσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, το 325 στην Νίκαια. Κι επεμβαίνει ο Χρυσόστομος να διαφωτίσει και να προφυλάγει τους χριστιανούς ακριβώς κατά τις παραμονές των εορτών αυτών.
Μιλάει άρα και γράφει όχι διότι έχει προγραμματική ιδεολογική αντίθεση προς τους Ιουδαίους, αλλά μόλις προκύπτει το ποιμαντικό πρόβλημα στο γεγονός που δείχνει ότι αιτία των Ομιλιών του δεν είναι ο αντισημιτισμός. […] Προσέχοντας ο ερευνητής τα σχετικά κείμενα του Χρυσοστόμου οφείλει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι κυρίως όχι «κατά» των ιουδαίων, αλλά «προστατευτικά» των χριστιανών. Χαρακτηρίζει τους Ιουδαίους «άθλιους», «δείλαιους», «αρπαγές», «πλεονέκτες» και τα όμοια, αλλά ποτέ δεν συνέστησε στους χριστιανούς να μη συναλλάσσονται ή να μη χαιρετούν τους ιουδαίους. Πολύ περισσότερο δεν συνέστησε να τους μισούν ή να τους καταδιώκουν. Αυτό που ζητούσε και συνιστούσε μόνο ήταν να μη συμμερίζονται την θρησκευτική ζωή τους.
Εφόσον ο Χρυσόστομος δεν συνιστούσε το μίσος και την προσωπική αποστροφή, δεν διαπνεόταν από κανένα είδος αντισημιτισμού, όπως τον κατηγορούν. Η χρήση βαρέων χαρακτηρισμών, όπως οι παραπάνω, συνήθων άλλωστε για την εποχή εκείνη, οφείλεται κυρίως στην αντίληψη που είχε ο Χρυσόστομος για τον ιουδαϊσμό ως θρησκεία, ενώ σχετίζεται άμεσα με την συμπεριφορά των ιουδαίων έναντι του Ιησού Χριστού και του Ευαγγελίου του, και προπαντός με την ηθικοκοινωνική συμπεριφορά των ιουδαίων της τότε Αντιόχειας. […]
Στην Αντιόχεια, την κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη του ευρύτερου ελληνιστικού ελληνόφωνου και συρόφωνου συριακού χώρου, είχε πολύ έντονη παρουσία το ιουδαϊκό στοιχείο. Ήδη από την ίδρυση της πόλεως από τον Σέλευκο έδρασαν εκεί με προνόμια ιουδαίοι, που οργάνωσαν την κοινωνικοθρησκευτική ζωή τους με απόλυτη ελευθερία και, φαίνεται, κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή του τόπου, γεγονός που ευθύνεται και για την μεγάλη ελευθεριότητα στα ήθη τους. Με κέντρο κυρίως δύο εντυπωσιακές Συναγωγές, μία στο Κεράτειο, στο κέντρο της πόλεως, και μία στην Δάφνη, στο «προάστειον», όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος, ασκούσαν στην κοινωνία ποικίλη και μεγάλη επιρροή, που έφτανε στον προσηλυτισμό. Αυτό δεν ήταν πολύ δύσκολο, ούτε απαιτούσε ύποπτες ραδιουργίες, διότι το κλίμα ήταν πρόσφορο ένεκα του φαινομένου του ιουδαιοχριστιανισμού (που στην περιοχή παλαιότερα γνώρισε ακμή, αλλά που επιζούσε ακόμα), της εύνοιας που ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έδειξε στους Ιουδαίους κι ένεκα της συγγένειας που είχε με τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό ο επιπολάζων στην Αντιόχεια αρειανισμός.
Ο Ιουλιανός έδωσε νέα φτερά στους ιουδαίους και τους υποσχέθηκε ότι θα ανακατασκευάσει ακόμα και τον ναό του Σολομώντα, κάτι που δεν έγινε διότι πρόλαβε τον αυτοκράτορα ο θάνατος (+363). […]
[…] Τέλος, άλλου είδους αρνητικό παράγοντα, στην τακτική των ιουδαίων έναντι των χριστιανών, αποτέλεσε για όλους τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας η προθυμία των ιουδαίων , στο να υποκαίουν τους διωγμούς των κρατούντων Ρωμαίων κατά των Χριστιανών […]
[…] Πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι ο Χρυσόστομος δεν μιλούσε αυστηρά μόνο κατά των ιουδαίων . Mε τον ίδιο και πιο αυστηρό τρόπο μιλούσε και κατά των Ανομοίων, των αιρετικών γενικά και των Γνωστικών ή των εθνικών. Αυτό συνέβαινε, διότι ο λόγος των αντιαιρετικών και των αντιιουδαϊκών Ομιλιών του υπήρξε ο ίδιος, η προστασία των πιστών από τις ετεροδιδασκαλίες. […]
Οι ερευνητές όλοι εκπλήσσονται από τους χρυσοστομικούς χαρακτηρισμούς των ιουδαίων και συνάγει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα. Ιδιαίτερα όσοι μέμφονται τον Χρυσόστομο για αντιιουδαϊσμό και αντισημιτισμό αποφεύγουν να μελετήσουν την θεολογική θεμελίωση των απόψεών του για τους Ιουδαίους και την έναντι τους αυστηρότητα. Αρκεί μάλιστα το εξής χωρίο του, για να κατανοήσει κανείς τις απόψεις του και τα πραγματικά αισθήματά του.
«Μηδέ θαυμάσητε, ει αθλίους εκάλεσα τους Ιουδαίους. Όντως γαρ άθλιοι και ταλαίπωροι, τοσαύτα από των ουρανών αγαθά εις τας χείρας αυτών ελθόντα απωσάμενοι και ρίψαντες μετά πολλής της σπουδής. Ανέτειλεν εκείνοις πρώιμος ο της δικαιοσύνης ήλιος κακείνοι μεν απώσαντο την ακτίνα και εν σκότω κάθηνται. Ημείς δε οι σκότω συντραφέντες, προς εαυτούς επεσπασάμεθα το φως και του ζόφου της πλάνης απηλλάγημεν. Εκείνοι της ρίζης της άγιας ήσαν κλάδοι, άλλ’ εξεκλάσθησαν. Ημείς ου μετείχομεν της ρίζης και καρπόν ευσεβείας ηνέγκαμεν. Εκείνοι τους προφήτας ανέγνωσαν εκ πρώτης ηλικίας και τον προφητευθέντα εσταύρωσαν. Ημείς ουκ ηκούσαμεν θείων λογιών και τον προφητευθέντα προσεκυνήσαμεν. Δια τούτο άθλιοι, ότι τα πεμφθέντα αυτοίς αγαθά αρπαζόντων ετέρων και προς εαυτούς επισπωμένων, αυτοί διεκρούσαντο […]».
[Σημ. π. Γ.Δ.Μ.: Σε άλλη περίπτωση (Λόγος Β’ στη Γένεση, Ιω. Χρυσοστόμου Έργα, τ. 8, ΕΠΕ, σ. 38) ο άγιος Πατέρας αρνείται κάθε δικαίωμα στους Ιουδαίους να θεωρούν δική τους την Παλαιά Διαθήκη, από πλευράς του περιεχομένου και μηνύματός της: «Μωυσέως εστί τα γράμματα, Μωυσέως, ω πιστεύειν ψευδόμενοί φασι. Και ότι ψεύδονται και ου πιστεύουσιν, άκουε του Χριστού διελέγχοντος αυτούς και λέγοντος· “Ει επιστεύετε Μωύσει, επιστεύετε αν εμοί”. Νυν δε παρ’ εκείνοις μεν τα βιβλία, παρ’ ημίν δε των βιβλίων ο θησαυρός· παρ’ εκείνοις τα γράμματα, παρ’ ημίν και τα γράμματα, και τα νοήματα».]
Μετά από αυτά, το περίεργο —όχι όμως και ανεξήγητο- είναι ότι ο ι. Χρυσόστομος κατηγορείται από παγανιστές (π.χ. τον κ. Μ. Δημόπουλο) ως «εβραιόφιλος»… Εδώ όμως έγκειται η ακεραιότητα και καθαρότητα της χριστιανικότητας του ανδρός. Μισείται και υπό των Ιουδαίων και Εθνικών, διότι ζει και κινείται στην εν Χριστώ Αλήθεια.
Ως προς την στάση, τώρα, του Χρυσοστόμου έναντι του Ελληνισμού, το άρθρο του κ. Μ. Δημόπουλου προσπαθεί να δημιουργήσει εντύπωση τελείως αρνητική για τον Ιερό Πατέρα. Είναι όμως αισθητή η προκατάληψη του συγγραφέα, αλλά και η αδυναμία προσεγγίσεως του κρινομένου, λόγω άγνοιας των προϋποθέσεων του Χρυσοστόμου και της εποχής του, όπως και ελλείψεως ψυχογραφικής ικανότητας. Τελικά ο κ. Δημόπουλος είναι αυτός, που τελικά συκοφαντεί τον Χρυσόστομο, διότι δεν μπορεί να διεισδύσει στο βάθος της σκέψης και των αισθημάτων του.
Η γενική κρίση του κ. Δημόπουλου είναι ότι ο Χρυσόστομος «διέκειτο εχθρικά προς τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, ότι ένοιωθε μίσος κατά του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής παιδείας και ότι συνέβαλε προσωπικά στην καταστροφή των αρχαίων μνημείων, ιερών και αγαλμάτων και ουσιαστικώς, στον αφανισμό του Ελληνικού Πολιτισμού». «Παραδόξως» όμως, ο Χρυσόστομος αναγνωρίζεται από κορυφαίους ερευνητές ως ένας των υψηλοτέρων φορέων της ελληνικής παιδείας, επαινούμενος, όπως είδαμε, από τον μεγάλο διδάσκαλο του εθνισμού Λιβάνιο (προόριζε τον Ιωάννη για διάδοχό του στην Σχολή) και θεωρούμενος από την νηφάλια επιστημοσύνη ως ένας των βασικών δημιουργών του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού. Και ως προς την αρχαία παιδεία δεν μπορούσε ο χριστιανός Χρυσόστομος να μην είναι επιλεκτικός απέναντί της, όπως ο Μ. Βασίλειος («Προς τους Νέους…»). Όντας όμως καταφατικός, ως ένα βαθμό, έχει επίγνωση και των ατελειών της κατά το προηγούμενο του Μ. Βασιλείου, αλλά και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Είναι, εξ άλλου, φαιδρό να κατηγορείται ένας από τους ασκητικότερους Πατέρες μας για την «εχθρότητά του προς κάθε “διονυσιακή” εκδήλωση του αρχαίου Πολιτισμού», καθαρά δε Συκοφαντικό να κατηγορείται για το (δήθεν) «μίσος του και προς κάθε “απολλώνεια” εκδήλωση του Ελληνικού Πολιτισμού», οφειλόμενο σε καθαρά παρερμηνεία του. Παρακολουθώντας τον ειρμό της σκέψης του συγγραφέα, μένουμε σε κάποιες βασικές επισημάνσεις.
Ως προς το όνομα «Έλλην», που από τον 3ο αιώνα π.Χ. —εποχή των Μακκαβαίων— ταυτίσθηκε με τα «εθνικός» και «ειδωλολάτρης», ο άριστος γνώστης των πραγμάτων Χρυσόστομος δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Είναι πάντα κριτικός και επιλεκτικός απέναντι στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Θα ήταν οικτρά πλάνη να δεχθεί κανείς το αντίθετο. Ως συνεπής χριστιανός και ο Χρυσόστομος απορρίπτει την ελληνική θρησκεία του Δωδεκαθέου, την οποία ταυτίζει ορθά με την ειδωλολατρία (ως θεοποίηση των προλήψεων των οπαδών της). Κατά συνέπεια αποστασιοποιείται και από κάθε πολιτιστικό στοιχείο που πηγάζει από τη σχέση με την πίστη του Δωδεκαθέου. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, ένας σημερινός δωδεκαθεϊστής να δεχθεί την στάση των Πατέρων μας, όπως ο Χρυσόστομος;
Όσον αφορά στη γλώσσα του Χρυσοστόμου και τις ρητορικές υπερβολές της, έγινε λόγος προηγουμένως. Φέρει, άλλωστε, τα γνωρίσματα της ρητορείας της εποχής και δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από αυτήν. Έτσι, η φράση «μιαροί και παμμίαροι» δεν ακουόταν τότε, όπως τα σημερινά «βρωμεροί και πανάθλιοι», που είναι μετάφραση του συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει για την φράση «καν πάνυ αναισχυντοίεν» και την σημερινή απόδοσή της «τελείως αδιάντροποι»! Όταν δε αποδίδουμε μίσος στον Χρυσόστομο κατά των Ελλήνων και του πολιτισμού τους, εθελοτυφλούμε μπροστά στην ισορροπημένη αγάπη του για τον Ελληνισμό, όπως φαίνεται στην εντελώς απαρατήρητη από τον κ. Δ. φράση του Αγίου: «Ημείς γαρ εσμέν αίτιοι, ημείς, του μένειν αυτούς επί της πλάνης» (Ομιλία OB’ «Περί της αγάπης και βίου ορθού…»).
Οι σοβαροί μελετητές του Χρυσοστόμου γνωρίζουν ότι συχνά ελέγχει τους Χριστιανούς, που δεν προσελκύουν τους «Έλληνες»-εθνικούς με το καλό παράδειγμά τους. (Ακολουθεί εδώ πιστά τον Απόστολο Παύλο: «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομα του Θεού εν τοις έθνεσιν», Ρωμ. 2,24, εφαρμοζόμενο τώρα στους Χριστιανούς). Ερμηνεύοντας, μάλιστα, το δ’ κεφάλαιο των Πράξεων (PG 60,96 έ.) ασκεί αυστηρή κριτική στους Χριστιανούς, διότι, αν ακολουθούσαν την κοινοκτημοσύνη των Χριστιανών των Ιεροσολύμων, «τις αν Έλλην έμενεν λοιπόν;». Αυτά τα αγνοεί παντελώς ο κ. Δ. — και δεν είναι φυσικά τα μόνα.
Ως προς την ελληνική φιλοσοφία είναι γεγονός ότι και πάλι ο Χρυσόστομος, όπως και όλοι οι άγιοι Πατέρες, είναι κριτικός και απορρίπτει, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, «όσον εις δαίμονας φέρει», το οποίο μόνο αρνητικά παιδαγωγεί τους σπουδάζοντες. Αν ο συγγραφέας μελετούσε με τον ζήλο που επιδεικνύει στην αντιχριστιανικότητά του (αδικώντας τον εαυτό του, διότι αποβάλλει έτσι την αναγκαία νηφαλιότητα του επιστήμονα), θα μάθαινε τι σημαίνει χριστιανικά ο «σπερματικός λόγος». Γράφει: «Τούτη η θέση καταρρίπτει τον μύθο, ότι ο Χρυσόστομος —αλλά και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς— εχρησιμοποίησαν την ελληνική φιλοσοφία ως σπερματικό λόγο». Και μόνο αυτό θα ήταν αρκετό, για να μη «πάρει κανείς τον κ. Δ. στα σοβαρά». Αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. Η περί «σπερματικού λόγου» θεωρία του πρώην πλατωνικού φιλοσόφου και μετά χριστιανού μάρτυρος Ιουστίνου (β’ αι.) δεν σημαίνει κατάφαση σύνολης της ελληνικής φιλοσοφίας, άλλ’ αναγνώριση της θεοκίνητης αρετής πολλών Ελλήνων σοφών να αναζητούν την Αλήθεια (Κλήμης Αλεξανδρεύς, β’ αι. «η ελληνική φιλοσοφία ζήτησίς έστιν αληθείας». Πάλαισμα αληθείας, δηλαδή, όχι όμως και η Αλήθεια). Η κριτική της Ελληνικής φιλοσοφίας είναι συνήθης στους Πατέρες (βλ. λ.χ. τους λόγους Περί των ιερώς ησυχαζόντων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά) την συνοψίζουν δε τον 18ο αιώνα οι νεοησυχαστές Κολλυβάδες Πατέρες. Δεν συκοφαντεί, συνεπώς, ο Χρυσόστομος, αλλά κρίνει και σταθμίζει, με βάση βέβαια την χριστιανική του πίστη. Μπορεί, λοιπόν, να μη συμφωνεί κανείς μαζί του, δεν έχει δικαίωμα όμως να τον συκοφαντεί, παρερμηνεύοντάς τον. Για την χριστιανική συνείδηση (και του Χρυσοστόμου) «η ζήτησις της αληθείας» από τον Ελληνισμό τεκμηριώνεται με την αποδοχή από τους Έλληνες του Ιησού Χριστού ως ένσαρκης Παν-Αλήθειας, όπως επανειλημμένα έχουμε γράψει.
Ο κ. Δ. παρουσιάζει τον Χρυσόστομο, τέλος, ως «κατεδαφιστή και καταστροφέα των ελληνικών καλλιτεχνικών αριστουργημάτων και μνημείων, ναών και ιερών», στηριζόμενος στον ιστορικό Θεοδώρητο (έπ. Κύρου – 423- 460, όχι αυστηρά ορθόδοξο και συνεπώς «εκκλησιαστικό συγγραφέα»). Ο κ. Δ. αγνοεί ότι άλλο «εκκλησιαστικός ιστορικός» – γράφει εκκλησιαστική ιστορία- και άλλο «εκκλησιαστικός συγγραφέας», που σημαίνει αναγνωρισμένος Άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας, «απλανής» εκφραστής δηλαδή της πίστεώς της. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα τώρα. Ο Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο δεν κατεστράφη με διαταγή του Χρυσοστόμου (το 401). Είχε ήδη καταστραφεί από τον Ηρόστρατο, όταν ήταν «θαύμα» του αρχαίου κόσμου.
Ο κ. Δ. στηρίζεται στην μαρτυρία του Θεοδωρήτου (E.I.V., 29): «Περί των εν Φοινίκη δι’ αυτού καταλυθέντων ειδωλικών νεών. Μαθών δε την Φοινίκην ετι περί τας των δαιμόνων τελετάς μεμηνέναι, ασκητάς μεν ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς, κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών. Τα δε τοις καταλύουσι τεχνίταις και τοις τούτων υπουργοίς χορηγούμενα χρήματα ουκ εκ ταμιείων βασιλικών λαμβάνων ανήλισκεν, αλλά τας πλούτω κομώσας και πίστει λαμπρυνομένας γυναίκας φιλοτίμως ταύτα παρέχειν ανέπειθε, την εκ της χορηγίας φυομένην ευλογίαν δεικνύς. Τους μεν ουν υπολειφθέντας των δαιμόνων σηκούς τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν».
Η τελευταία περίοδος του κειμένου δείχνει ότι επρόκειτο για αντίθεση προς την ειδωλολατρική λατρεία και τους χώρους της και όχι τα πρόσωπα. Εξ άλλου, δεν είναι δυνατόν να κριθεί μία πράξη, αν δεν τοποθετηθεί στο κλίμα της εποχής. Η επιθετικότητα των φανατικών οπαδών της αρχαίας θρησκείας καθόριζε και τις εκατέρωθεν συμπεριφορές, αλλά και εξηγεί τα (βίαια, ίσως, για μας) μέτρα των Εκκλησιαστικών Ποιμένων, αναγκαία όμως οπωσδήποτε για την περίπτωση. Τα κριτήρια των Πατέρων δεν ήσαν καλλιτεχνικά και αισθητικά, αλλά πνευματικά και σωτηριολογικά. Η προφύλαξη του Ποιμνίου τους προείχε και οι φανατικοί ειδωλολάτρες ήσαν οι Επικίνδυνοι εχθροί του.
Ο Χρυσόστομος, λοιπόν, δεν «υπήρξε ένας σκληρός μισέλλην», όπως θέλει ο νεώτερος χριστιανομάχος κ. Δημόπουλος, αλλά μέγας ευεργέτης του Ελληνισμού, αφού συνέβαλε, μαζί με όλους τους Έλληνες Πατέρες, στην απελευθέρωση του Ελληνισμού από στοιχεία της «νηπιότητός» του, όπως η αρχαία Θρησκεία, που ήταν μεν η κορυφαία λυτρωτική ζήτηση σ’ όλη την αρχαία ιστορία, αλλά, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, έδωσε την θέση της στην ζητουμένη από την αρχαία σοφία («ζήτησις αληθείας») εν Χριστώ Αλήθεια. Γι’ αυτό μόνο ευγνωμοσύνη οφείλουμε οι σημερινοί Έλληνες στον μεγάλο αυτόν Πατέρα και Άγιό μας.
Επειδή δε σχολιάζει, με τον γνωστό σε ανώριμο νέο ερευνητή φανατισμό, τον Λόγο του ι. Χρυσοστόμου «εις τον Μακάριον Βαβύλαν και κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας» (ΒΕΠ, Άπαντα Χρυσοστόμου, τόμ. 34, σσ. 416- 541), οφείλουμε να του υπενθυμίσουμε ότι ο μεν άγιος Βαβύλας ήταν επίσκοπος Αντιόχειας (240-250), την αφορμή δε για την κριτική του Χρυσοστόμου στην ειδωλολατρία (αυτό σημαίνουν στις περισσότερες περιπτώσεις του Λόγου οι όροι Έλλην και Ελληνισμός) έδωσε η προκλητικότητα του Ιουλιανού, ο οποίος επεδίωξε με πάθος την αναβίωση των ειδωλολατρικών εθίμων, με διάφορα μέτρα, όπως λ.χ. την διοργάνωση θυσιών στο Ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα. Παρά την θέλησή του δε, δεν πέτυχε την ανοικοδόμηση του ναού των Ιεροσολύμων, όπως είδαμε παραπάνω. Το 362 έλαβε χρησμό από τον Απόλλωνα ότι η ύπαρξη ιερών λειψάνων πλησίον του ναού εμποδίζει την χρησμοδοσία. Τότε διέταξε να μεταφερθεί η λειψανοθήκη του άγιου Βαβύλα από την Δάφνη στην Αντιόχεια. Ο Χρυσόστομος απάντησε στην πρόκληση αυτή για τους Χριστιανούς, τονίζοντας την υπεροχή του Χριστιανισμού έναντι της Ειδωλολατρίας και αποδοκιμάζοντας συγχρόνως την πανουργία των ιερέων των ειδώλων. Κατηγορεί τον Ιουλιανό ως Χριστιανομάχο, εξυμνώντας το μαρτύριο και την παρρησία του Αγίου Βαβύλα.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Από το βιβλίο: «ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ Ή ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;»Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ σελ. 78-92