Ἔνας πτωχὸς εἶχε μεγάλη ἀνάγκη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μαρκιανό ἐλεημοσύνη στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἦταν πολύ ἐλεήμων καὶ εὐσπλαχνος δὲν εἶχε ἐκείνη τὴ στιγμὴ χρήματα νὰ τοῦ δώσει, ὅπως ἤθελε, γι’ αὐτὸ πῆρε τὸν πτωχὸ σὲ μιὰ γωνιὰ ἀπόκρυφα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βλέπει ἀνθρώπινο μάτι. Έβγαλε γρήγορα τὸ ράσο του καὶ τὸ ἔδωσε στο φτωχό, γιὰ νὰ μὴν λυπήσει τὸν Κύριό μας, ποὺ τὸν ἔβλεπε στὸ πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ. Ἔτσι, ἔμεινε μὲ τὸ ὑποκάμισο μόνον.
Δὲν φοροῦσε ποτέ του δύο ράσα, ἦταν μονοχίτωνας. Αμέσως ἔτρεξε στὸ Ἱερὸ καὶ φόρεσε τὰ ἄμφια, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ συλλειτουργήσει καὶ αὐτὸς μὲ ἄλλους Ἱερεῖς καὶ παρουσία τοῦ Ἀρχιερέως τους.
Καθώς, λοιπόν, λειτουργούσαν, πολλές φορές τραβοῦσε τὸ φελόνι ὁ Ἅγιος καὶ τὸ συμμάζωνε, γιὰ νὰ μὴν δοῦν οἱ ἄλλοι Ἱερεῖς τὴν ἐσωτερική του γύμνια. Ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ ὑπόλοιποι κοιτάζοντας τὸ Μαρκιανὸ εἶδαν θαῦμα ἐξαίσιο.
Ἔβλεπαν, ὅτι φοροῦσε στολή βασιλική, κατάστικτη καὶ χρυσοΰφαντη, ποὺ ἄστραφτε. Ὅταν ἅπλωσε τὸ χέρι νὰ μεταλάβει τὸ λαό, φαινόταν περισσότερο ἐκεῖνο τὸ χρυσοΰφαντο ύφασμα καὶ ὅλοι τὸ εἶδαν.
Τότε οἱ Ἱερεῖς τὸν φθόνησαν καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν Ἀρχιερέα, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶχε δεῖ τὸ θαυμαστό περιστατικό. Ἐκεῖνος ἀμέσως τὸν μάλωσε αὐστηρά, ποὺ τόλμησε νὰ φορέσει βασιλική στολή τόσο λαμπρὴ καὶ πολύτιμη. Ὁ Μαρκιανὸς ἔμεινε ἄναυδος ἀπὸ τὴ συκοφαντία. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Αρχιερέως καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ἔλεγε, ὅτι ὅλοι τους εἶδαν φάντασμα. Γιὰ νὰ τοὺς δείξει μάλιστα τὴν ἀλήθεια γδύθηκε ἀμέσως τὰ ἱερατικὰ ἄμφια, καὶ τότε όλοι διαπίστωσαν ὅτι ἦταν γυμνός.
Αμέσως κατάλαβαν τὸ θαῦμα! Ἐννόησαν, ὅτι τὴ στολή αὐτὴ τοῦ τὴν χάρισε ὁ Κύριος, ἀντὶ τῆς δικῆς του ποὺ ἔδωσε στὸν φτωχό. Καὶ ὅταν ἔμαθαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὴν ὑπόθεση, τότε ἔδειξαν περισσότερη ἀπὸ πρὶν εὐλάβεια καὶ ἐκτίμηση στὸ Μαρκιανό ὅλοι τους, ἐπίσημοι καὶ λαός.
Πηγή: «Δύσβατες πνευματικὲς ὁδοιπορίες», Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 26-28
Συντάκτης














