Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κωτσόπουλος
Στις 3 Μαρτίου τοῦ 2006 ὅλη ἡ Ἑλλάδα γνώρισε ἕναν νέο άγιο, τὸν Βησσαρίωνα τόν Ἀγαθωνίτη, ὁ ὁποῖος μετά από 15 χρόνια βγῆκε ἀπό τόν τάφο του ἄφθαρτος, ἀδιάλυτος, εὐωδιάζων, ὅταν οἱ πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος πραγματοποίησαν τήν άνακομιδή τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του. Καί ἦρθε ή φοβερή μαρτυρία τοῦ σπουδαίου ἰατροδικαστῆ Γιαμαρέλου να συνεπικουρήσει στην ἁγιότητά του καθώς, ἐνῶ τά χεράκια τοῦ ἁγίου κρατοῦσαν σφικτά τό ἄφθαρτο εὐαγγέλιό του, ὅταν ὁ ἐκλεκτός ἰατροδικαστής τὸν παρακάλεσε νά τό ἀφήσει, ὁ ἅγιος χαλάρωσε τα χέρια του.
Όμως τί εἶδε ὁ Θεός καί ἔδωσε τέτοιο θαυμαστό σημάδι σε αὐτόν τόν ἄγνωστο μέχρι τότε σπουδαῖο ἄνδρα; Τὸ ἀντιλαμβάνεται κανείς στήν περίφημη βιογραφία αὐτοῦ τοῦ σύγχρονου ἁγίου, γιά τήν ὁποία ὁ ἀείμνηστος ήγούμενος τῆς Μονῆς π. Δαμασκηνός Ζαχαράκης ἐργάστηκε τρία χρόνια, συγκεντρώνοντας πολλές μαρτυρίες ἀπό ἀνθρώπους πού γνώρισαν τόν ἁγιασμένο Βησσαρίωνα. Μάλιστα, ὁ π. Δαμασκηνός ὅταν όλοκλήρωσε τό ἔργο του έφυγε ἀπό τήν ζωή, γιά νά τό ἐκδώσουν τελικά οἱ ὑπόλοιποι άδελφοί τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, βρίσκοντας ἕτοιμο τό υλικό.
Τί ἔργο, ἀλήθεια, καί αὐτό! Ποιός καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, ὅπου καί ἄν ἀνήκει, ὅποιον θεό καί ἄν προσκυνάει, δέν θά συγκινηθεῖ μέ τήν ζωή, τό ἔργο καί τήν μορφή αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἁγίου; Αὐτοῦ πού περπατοῦσε κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες και ζητιάνευε στα χωριά τοῦ νομοῦ Φθώτιδος γιά νά στηρίζει φτωχές οἰκογένειες. Αὐτοῦ πού ζοῦσε μέ ἕνα τριμμένο ἀντερί. Αὐτοῦ πού ἔσωσε ὁλόκληρα χωριά τῆς Καρδίτσας ἀπό μαζικές ἐκτελέσεις, πέφτοντας πάνω σε Γερμανούς διοικητές διακινδυνεύοντας τήν ζωή του. Μάλιστα ἀπό σφαίρα πού ἔριξε Γερμανός στα πόδια του, ἔτσι γιά ἐκτόνωση, καθώς ὁ ἅγιος τόν πίεζε νά μήν σκοτώσει ἀμάχους, τσάκισε καί ἡ φωνή του, καί μέχρι το 1991 πού ἐκοιμήθη εἶχε μόνιμη βραχνάδα. Ὁ ἅγιος πού κακοπάθαινε ἀπό τούς μοναχούς που τὸν φθονοῦσαν, ἐπειδή μέρα νύχτα ἦταν στο πόδι γιά νά ἀφουγκράζεται τον πόνο ὅλων ὅσων τόν προσέγγιζαν.
Όταν δὲ ἔλαβα τήν βιογραφία του στα χέρια μου, ἄνοιξα τό βιβλίο καί ἔπεσα σε ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, μέσα ἀπό τό ὁποῖο γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό πόσο ευαίσθητη καί ἄγια ψυχούλα ἦταν. Το περιστατικό εἶχε νά κάνει μέ ἕναν σκοτωμένο σπίνο, ἕνα πουλάκι-φίλο τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος. Ἄς ἀκούσουμε τὴν ἱστορία, ὅπως τήν διηγεῖται ὁ π. Δαμασκηνός:
«Κάθε πρωί μετά τήν ἀκολουθία, ὁ π. Γερμανός μέ τόν π. Βησσαρίωνα πήγαιναν καί κάθονταν στο τραπέζι πού βρίσκεται στο περιστήλιο τῶν κελλιῶν. Ἐκεῖ ἔπαιρναν τό πρωινό τους. Ἕνα πουλάκι (σπίνος) πετοῦσε ἀπό τά δένδρα τῆς αὐλῆς στό τραπέζι τους καὶ ἔτρωγε τά ψίχουλα, χωρίς καθόλου νά φοβάται τούς πατέρες. Πότε πετοῦσε στόν ἕναν πατέρα καί πότε στον ἄλλον καί πότε καθόταν πάνω στα σκουφιά τους. Οἱ πατέρες τὸ ἀγαποῦσαν πολύ καί κάθε ἡμέρα τό περίμεναν νά ἔλθει στην συντροφιά τους. Εγώ πού τούς πήγαινα το πρωινό τους, ἔβλεπα την όμορφη αυτή σκηνή καί θαύμαζα καί την ημεράδα τοῦ πουλιοῦ καί την χαρά τῶν πατέρων.
»Ένα πρωί μπήκε στην αυλή τῆς μονῆς ἕνα παιδί ἀπό τό διπλανό χωριό, τό ὁποῖο μέ τό ἀεροβόλο κυνηγοῦσε πουλιά. Χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν οἱ πατέρες, το παιδί σημάδεψε τον σπίνο τους καί τον σκότωσε. Αξέχαστη θὰ μοῦ μείνει ἡ ἀντίδραση καί τῶν δύο πατέρων, ὅταν εἶδαν τὸ ἀγαπημένο τους πουλάκι να πέφτει σκοτωμένο στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ παπα-Γερμανός ἔβαλε τις φωνές στο παιδί λέγοντάς του: Γιατί μᾶς ἔκανες αὐτό τό κακό; Γιατί μᾶς στέρησες τήν παρηγοριά;” Ὁ π. Βησσαρίων, άναστατωμένος καί αὐτός καί πολύ λυπημένος, πῆγε γρήγορα καί πῆρε στά χέρια του τό νεκρό πουλάκι καί τό καταφιλοῦσε, ἐνῶ ἀπό τά μάτια του έτρεχαν καυτά τα δάκρυα τῆς λύπης του.
»Ἡ ἀντίδραση καί ἡ λύπη τῶν πατέρων γιά τόν σκοτωμό τοῦ σπίνου τους δικαιώνουν τα λόγια τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, πού λέγει πώς “ἡ καρδιά τοῦ μοναχοῦ πρέπει νά εἶναι καιομένη ὑπέρ ἀπάσης τῆς κτίσεως”».
Ένα δυσάρεστο γεγονός. Ὁ σπίνος νεκρός. Ὅμως οἱ δύο πατέρες δέν ἀντέδρασαν τό ἴδιο. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος καί ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Ἐγώ σκάλωσα σε αὐτήν τήν ἱστορία. Ὁ συγγραφέας νομίζω σκόπιμα, γιά νά μήν κρίνει τὸν ἡγούμενο π. Γερμανό, ἀφοῦ οἱ συγκρίσεις γεννοῦν κατακρίσεις, προσπερνᾶ τὸ συμβάν. Εγώ θά σχολίαζα. Ὁ ἕνας ἀντιδρᾶ καί ὁ ἄλλος δρᾶ. Ὁ ἕνας φωνάζει στον κυνηγό. Ὁ ἄλλος έναγκαλίζεται τόν νεκρό σπίνο καί κλαίει. Στην πρώτη περίπτωση φαίνεται πῶς ἀντιδροῦν οἱ ἀτελεῖς καί στήν δεύτερη πῶς δροῦν οἱ τέλειοι. Ὁ ἅγιος Βησσαρίων δρᾶ τελείως. Ὅπως ή Παναγιά μας, πού ἐναγκαλίζεται τόν νεκρό Θεό καὶ Υἱό της κάτω ἀπό τόν σταυρό Του, χωρίς να τα βάζει μέ τούς σταυρωτές Του. Εἰδάλλως, πῶς θά ἦταν μάνα ὅλου τοῦ κόσμου Μεσίτρια ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ἡ Παναγιά μας πονοῦσε τὸ ἴδιο καί γιά τό παιδί της καί γι’ αὐτούς πού τό σταύρωναν. Ὅπως μία μάνα πού πονᾶ ὅταν τά δύο παιδιά της χτυπιούνται μεταξύ τους καί μάλιστα ὅταν τὸ ἕνα βασανίζει ἀδίκως τό ἄλλο, υποφέρει και γιά τά δύο.
Πόσες νεκρές ψυχές κυκλοφοροῦν ἄραγε ἀνάμεσά μας; Τίς ἐναγκαλιζόμαστε, τίς καταφιλοῦμε μέ τήν αὔρα τῆς προσευχῆς ἤ τίς ντουφεκᾶμε ὅπως ὁ κυνηγός τά πουλάκια καί μάλιστα ὅταν αὐτά εἶναι ζαλισμένα ἀπό τίς ἄγριες καιρικές συνθήκες; Νά λοιπόν ἡ ἁγιότητα. Νά τό μεγαλεῖο τοῦ Βησσαρίωνα. Νά ἐναγκαλίζεσαι τίς νεκρές ψυχές. Ἡ ἀντίδραση ἔχει στειρότητα. Ἡ δράση γονιμότητα.
Κάποτε, πρίν ἀπό 30 χρόνια, σε μιά κατασκήνωση στο Καπανδρίτι Ἀττικῆς, ὡς ὁμαδάρχης εἶχα στον θάλαμό μου δέκα παιδιά ἀπό τὸ Χατζηκυριάκειο ἵδρυμα. Ὁ Μιχάλης ἦταν πολύ ζωηρό καὶ ἀντιδραστικό παιδί. Μέ εἶχε ταλαιπωρήσει ἀφάνταστα. Ἕνα μεσημέρι Κυριακῆς το ποτήρι ξεχείλισε. Μπροστά σε ὅλα τὰ παιδιά τῆς ὁμάδας μας, τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ σηκώθηκε καί ἔριξε τρίμματα ἀπό αὐγό στο φαγητό μου. Ἐγώ ἐκείνη τήν ὥρα εἶχα πάει στην κουζίνα. Ὁ Μιχάλης νόμιζε πώς δέν θά γινόταν ἀντιληπτὸς, ἀλλὰ τὸν εἶδα. Καί αὐτός εἶδε πώς τόν εἶδα. Περίμενε την σκληρή ἀντίδρασή μου. Ἐγώ ἐκείνη τήν ὥρα, στενοχωρημένος μὲ δάκρυα στα μάτια ἔκατσα καί συνέχισα τό φαγητό μου. Αντί νὰ ἀντιδράσω (νά βάλω τίς φωνές), ἔδρασα (συνέχισα τό φαγητό μου). Ο Μιχάλης διαλύθηκε. Ἀνέβηκε μέ κλάματα στον θάλαμο. Τὸν ἀκολούθησα. Τόν παρηγόρησα. Ἀπό τήν ἄλλη μέρα και μέχρι νὰ φύγουμε ἀπό τήν κατασκήνωση ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός.
Τα χρόνια πέρασαν. Ἔγινα ἱερέας. Πρίν ἀπό τρία χρόνια ὁ Μιχάλης ἐμφανίστηκε στόν Ἱ.Ν. τοῦ Προφήτη Ηλία. Με βρήκε. Ἐξομολογήθηκε. Ἔφερε καί τήν οἰκογένειά του. Ἔκλαιγε σε όλη την διάρκεια τοῦ μυστηρίου. Νά δρᾶς, χωρίς νά ἀντιδρᾶς. Πάρε τις πέτρες πού σοῦ πετοῦν καί φτιάξε πεζούλια. Πάρε την βρομιά τοῦ κόσμου, κάνε την λίπασμα καί δῶσε τά φύλλα καί τούς καρπούς σου. Μέ τήν προσευχή ή μετάλλαξη τοῦ ἄχρηστου σε εύχρηστο εἶναι δυνατή. Ὅταν τήν κατάρα τοῦ ἄλλου τὴν δώσεις ὡς εὐλογία, πέτυχες τήν δική σου ζωογονία ἀλλά καί τήν δική του, ὅπως τόσο ώραῖα τήν λειτουργεῖ ἡ γῆ καί ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μας, πού ἔλαβε τήν κόλαση ἀπό τά παιδιά Του γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξει τὸν Παράδεισό Του.
15 Αὐγούστου 2022
Πηγή: «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΧΑΡΙΤΩΝ – Στούς δρόμους τῆς πόλης», Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κωτσόπουλος, ἐκδ. Ἀγαθός Λόγος, σελ. 27-31
Συντάκτης













