Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κωτσόπουλος
Ήρθε μιά γυναίκα νά μιλήσουμε: «Πάτερ, χώρισα με τὸν ἄνδρα μου», μοῦ εἶπε. «Παιδί μου, ἤσουν ποτέ ἑνωμένη μαζί του; Ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό εἶναι ἐνωμένος καί μέ τόν κόσμο, ὄχι ὅμως μέ τά μικρόβιά του, ἀλλά μέ τίς χαρές καί τίς λύπες του. Ὅπως τόσο ὡραῖα τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: Χαίρετε μετά χαιρόντων καὶ κλαίετε μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ’ 15).
Ἐμεῖς που, δυστυχῶς, εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό τόν Χριστό, θέλουμε νὰ εἴμαστε ένωμένοι μέ τόν κόσμο, ὄχι ὅμως μὲ τὰ βάσανά του, ἀλλά μέ τά μικρόβιά του. Πόσο τραγικό καὶ ἀξιοθρήνητο. Ἂν ὁ ἄρρωστος δέν προσκολληθεῖ στόν γιατρό γιὰ νὰ γίνει καλά, οἱ προσκολλήσεις μὲ τοὺς ἀρρώστους θα φουντώσουν ἑκατέρωθεν τά μικρόβιά τους.
Για να λειτουργήσει ἡ δεύτερη ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά ἀγαπήσουμε, δηλαδή, τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας, θα πρέπει να λειτουργεῖ καί ἡ πρώτη: «Αγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς σου» (βλ. Μάρκ. Ιβ’).
Μοναχός σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες εἶναι: «Ο πάντων χωρισθείς καί ὁ πᾶσι συνηρμοσμένος». Οἱ Ἅγιοι μετεῖχαν στα βάσανα τοῦ κόσμου καί μέσα ἀπό τήν πύρινη προσευχή τους τά ἀνακούφιζαν. Ἄν πονούσαμε γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν μας, δέν θά τίς ζούσαμε μέσα μας. Ὅποιος νιώθει τήν ἁμαρτία τοῦ ἀδελφοῦ του ὡς δικιά του δέν χρειάζεται νά τή ζήσει στο πετσί του, διότι τόν ταπεινώνει, καί ἔτσι τὸν προστατεύει ἀπό τίς δικές τους πτώσεις. Ἡ μετοχή στά παθήματα τῶν ἄλλων περιορίζει τα δικά μας, ἀνακουφίζει τούς ἄλλους καί ρίχνει ἀγαπητικές γέφυρες ἐνότητας μεταξύ μας, αὐξάνοντας τίς προϋποθέσεις γιά ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας.
Ὁ ἄγιος Πορφύριος, πού ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, ἔνιωθε ἕνα καί μέ ὅλο τον κόσμο, γι’ αὐτό καί ποτέ δέν βίωσε τή Θεοεγκατάλειψη· τήν ἐμπειρία τῆς κολάσεως -πού ἀκόμα καί Ἅγιοι βίωσαν κάποια περίοδο τῆς ζωῆς τους- ὁ ἅγιος Πορφύριος τή βίωνε ὡς μετοχή στις κολάσεις τῶν συνανθρώπων του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Θεός μέ ἔστειλε στην κόλαση τῆς Ὁμονοίας. Μέσα στον ὑπόκοσμο, στά κακόφημα σπίτια, στούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, στίς κουρελιασμένες ψυχές». Ἐκεῖ ἔριξε τό φῶς τῆς ἀγάπης του, στη δική του «εἰς Ἅδου κάθοδον» ἀπό τόν Παράδεισο τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου ἔλαβε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι σημαντικό να θυμόμαστε πώς τό Πάσχα, αὐτήν τήν ὑπέρλαμπρη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν θά γιορτάζαμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ «ἡ εἰς Ἅδου κάθοδός Του» γιά τή σωτηρία ὅλων μας «τῶν εὑρισκομένων ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου». Τί ὡραῖα πού τό γράφει στο Εὐαγγέλιο: «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. δ’ 16).
Πόσο χαρούμενη καί αἰσιόδοξη πίστη ἔχουμε! Ἄν στο Ἰσλάμ ὁ Ἀλλάχ στέλνει ψυχές στήν κόλαση, καί στον Ἑβραϊσμό ὁ Γιαχβέ τιμωρεῖ σκληρά τούς παραβάτες τοῦ νόμου, στόν χριστιανισμό μας ὁ Χριστός βουτάει στην κόλασή μας γιά νά ἀνασύρει ὅλους ἐμᾶς, τούς ἀπεγνωσμένα ζητοῦντες τό ἔλεός Του μέ αἴσθημα αὐτομεμψίας.
Ἦρθε μιά μητέρα να παραπονεθεῖ γιά τόν γιό της: «Πατέρα μου, θέλω τό παιδί μου νά μπεῖ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά ζεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας!». «Παιδί μου», τῆς ἀντεῖπα, «καί ποῦ ξέρεις ἄν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ στην παροῦσα φάση δέν εἶναι νά βιώσει τήν κόλαση, γιά νά γλιτώσει τήν αἰώνια Κόλαση; Ὁ ἄνθρωπος ήταν μέσα στον Παράδεισο ὅταν πρόδωσε τόν Θεό. Ἔπρεπε να ριχτεῖ στή γήινη κόλαση γιά νά εκτιμήσει τόν Παράδεισο καί νά “παρασύρει” τόν Θεό μας στήν πτώση του, ὥστε ὁ Ἴδιος νά κατέβει στήν κοσμική κόλασή μας, προκειμένου νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό αὐτήν».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἀγάπησε τόν Χριστό, βίωσε ὡς κόλαση τό γεγονός πώς πολλά χρόνια Τόν δίωκε μανιωδῶς. Τότε σε ἐκείνη τήν περίοδο τῆς ἀπεγνωσμένης ἀλλά χαρισματικῆς μετάνοιάς του, ὅπως γράφει στό περίφημο ἔργο τῆς αὐτοβιογραφίας του, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ζαχάρωφ “Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί”, τόν ἅρπαξε ἀπό τόν προσωπικό ἅδη τῆς ταπείνωσής του καί τόν ἀνέβασε ἕως τρίτου οὐρανοῦ, γιά νά δεῖ τά ἀπερίγραπτα κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μετά βέβαια ἀπό αὐτήν τή θεϊκή ἐμπειρία, τοῦ φόρτωσε καί ἕναν δαίμονα στό σῶμα «ἵνα τόν κολαφίζει, ἵνα μή ὑπεραίρεται» (βλ. Β’ Κορ. Ιβ’ 7).
Αὐτό λοιπόν εἶναι τό μεγάλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ: Ἐπιτρέπει να πέσουμε στήν κόλαση τῆς ἐγκαταλείψεως, έξαιτίας τῆς ἑωσφορικῆς μας ὑπερηφάνειας, γιά νά εἰσέλθει κατόπιν Αὐτός ἐκεῖ καί νά μᾶς ἐκτοξεύσει στά παραδείσια μεγαλεῖα Του. Άρκεῖ νά σηκώνουμε πάντα τά χέρια καί «ἐν λάκκῳ κατωτάτω» εύρισκόμενοι νά Τόν ἀναζητοῦμε.
9 Ἰουνίου 2025
Πηγή: «Τὸ Πρόσωπο καὶ οἱ Ἀριθμοί. Ἡ ἀρχὴ τῆς Ὑποστάσεως», Ἄρχιμ. Ἀρσένιος Κωτσόπουλος, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 39-42
Συντάκτης














