Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Επιστολή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου από την εξορία προς Επίσκοπο Κυριακό ο οποίος ήταν και αυτός εξόριστος.
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=391237
«Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; ο Αβραάμ πάντα άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, συ δε ουδέ ένα πτωχόν εφρόντισας να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τις και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, ο κεκτημένος τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής και μιας μόνης ρανίδος ύδατος; και διατί τούτο; επειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, διά τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε.
Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού, δηλαδή να είναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων αντικρύ η μία εις την άλλην. Διατί; ίνα βλέπωσιν αλλήλους οι ασεβείς και οι ευσεβείς, και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι, και ούτω να γνωρίσωσιν ο εις τον άλλον· διότι τότε έκαστος Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον ο οποίος τον εβασάνισε, και αντιστρόφως, έκαστος τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, τον οποίον ετιμώρησεν.
Και ότι αυτά τα οποία λέγω δεν είναι ιδικά μου λόγια, άκουσον την Σοφίαν του Σολομώντος, λέγοντος· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε’ 1), διότι ως ο οδοιπόρος περιπατών εις το καύμα του ηλίου και ευρίσκων κατά τύχην πηγήν τινα καθαρού ύδατος, κατακαίεται μεν εκ της δίψης, εμποδίζεται δε του να πίη, νερόν η καθώς τις λίαν πεινασμένος, όστις παρακάθηται μεν εις τράπεζάν τινα, ήτις περιέχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από άλλον τινά δυνατώτερον να μη φάγη καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος, πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διότι και ο διψασμένος δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του διά του ύδατος και ο πεινασμένος δεν ημπορεί να ανακουφίση την πείνάν του διά του φαγητού, τοιουτοτρόπως θέλει ακολουθήσει και εν τη ημέρα της κρίσεως· διότι θα βλέπωσι μεν τους Αγίους ευφραινομένους οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί, δεν θα δυνηθώσιν όμως να απολαύσωσι και αυτοί από την βασιλικήν εκείνην τράπεζαν των Δικαίων.
Όθεν και ο Θεός, θέλων να τιμωρήση τον Αδάμ, τον ετοποθέτησεν αντικρύ του Παραδείσου και εκεί να εργάζηται την γην, ίνα καθ’ εκάστην βλέπων μεν τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου εκ του οποίου εξήλθε, μη ημπορών δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον.
Εάν δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμωθώμεν εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί, εις την άλλην, ουδείς θέλει μας εμποδίσει του να συναντηθώμεν και να συζώμεν ομού. Τότε δε θέλομεν ίδει και εκείνους οι οποίοι μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον και οι Μάρτυρες θα ίδωσι τους τυράννους, οίτινες τους εμαρτύρησαν.
Διά τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλ’ ενθυμού τον Προφήτην Ησαΐαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε· ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός». (Ησ. να’ 7-8). Συλλογίσθητι δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, ότι εν τοις σπαργάνοις έτι ων εδιώκετο και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο -ποίος; εκείνος όστις κρατεί τον κόσμον εις τας χείράς του και διατί; ίνα γίνη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονώμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς.
Ενθυμήθητι δε, προς χάριν μου, και το πάθος του Σωτήρος και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε δι’ ημάς· διότι άλλοι μεν των Ιουδαίων ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην και οινοπότην, άλλοι δε δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην· διότι έλεγον, ότι «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ’ 34) και «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». (Ματθ. θ’ 34).
Συνεχίζεται
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιανουάριος, τόμος α’.