Ο γερο-Ανατόλιος, κατά κόσμον Σπυρίδων Σμυρνής, γεννήθηκε στο Παγκράτι Καλαβρύτων το 1862. Το 1890 προσήλθε στο Άγιον Όρος, στα Καυσοκαλύβια, και έγινε μοναχός το 1892 στην καλύβη του Τιμίου Σταυρού, η οποία ήταν κοντά στο Κυριακό.
Ήταν ξηροκαλύβη και δεν είχε μερίδιο νερού. Για τις ανάγκες του έπαιρνε με το σταμνί από τη βρύση του Κυριακού και είχε στέρνα με βρόχινο νερό. Δεν υποχρεούνταν να διακονήσει το δικαιάτο, αλλά αυτός πρόθυμος πάντοτε βοηθούσε κι εξυπηρετούσε όλους τους Δικαίους αδιακρίτως.
Ήταν, όμως, πολύ πτωχός και το εργόχειρο του δεν είχε έσοδα για την τροφή και τη συντήρησή του. Όταν άκουγε να ανοίγει η στέρνα του Κυριακού, πήγαινε να δει μήπως ο καθορισμένος αδερφός, ο μυλωνάς, είχε πρόγραμμα να αλέσει. Στις πρώτες γύρες το άλεσμα έβγαινε άχρηστο, διότι μετά την χάραξη της μυλόπετρας, όλο και θα έμενε τριμμένο μάρμαρο από την πέτρα, καθώς μάλιστα είχε και μυρωδιά δυσάρεστη. Αυτό το άλεσμα έπαιρνε ο πτωχός γερο-Ανατόλιος και το έκανε κουρκούτι ή το ζύμωνε και έκανε παξιμάδι, διότι ψωμί και μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε σπάνια. Όταν καμιά φορά είχε κάποιον φιλοξενούμενο, έκανε κανένα πρόχειρο μαγείρευμα.
Μάζευε αγριολάχανα την άνοιξη και είχε ένα μεγάλο κιούπι με άλμη, μέσα στο οποίο τα έριχνε. Με αυτά έβγαζε τις νηστείες και την Τετάρτη και Παρασκευή. Έτρωγε τόσα, όμως, όσα χωρούσε το χέρι του, που έβαζε μέσα στο κιούπι. Ο π. Αθανάσιος, αφού έβλεπε την ταλαιπωρία του, τον παρακάλεσε να του δώσει ευλογία να πάει στις Καρυές, να εργασθεί στο τυπογραφείο του π. Νεκταρίου, αφού ήξερε την εργασία. Με τον μισθό αυτό θα βελτίωναν την ζωή τους λίγο, διότι και ο γερο-Ανατόλιος περασμένη ηλικία είχε και δύσκολα θα μπορούσε να μαζεύει τσάι και λεβάντα στον Άθωνα, αμάραντο και μέντα στην Κερασιά, για να τα πουλάει στις Καρυές. Του έδωσε ευλογία και πήγε, ενώ αυτός συνέχιζε την ταπεινή και πτωχή ζωή του.
Μια μέρα ανέβηκε στις Καρυές να δώσει το εργόχειρό του, να δη και τον π. Αθανάσιο και ιδιαίτερα να προσκυνήσει στον λάκκο του« ᾊδειν» και να ψάλει τον αγγελοσύνθετο ύμνο «Ἂξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς», τον «εθνικό ύμνο» του Αγίου Όρους, στον τόπο και τον ήχο, δηλαδή τον β’, που πρωτοψάλθηκε. Αυτό το έκανε συχνά. Είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και αναζητούσε συνεχώς τρόπους να την ευχαριστήσει και να την τιμήσει με έργα και με λόγια. Ο λόγος, όμως, στα χείλη του δεν μπορούσε να μείνει πεζός, αλλά γινόταν ύμνος προς την καθηγήτρια των μοναχών. Ειδικά μάλιστα όταν πήγαινε και έψαλλε στην ιστορική καλύβη του «Ἄξιόν ἐστι», κάθε φορά το καντήλι της εικόνας της Θεοτόκου κουνιόταν. Ήταν ένα περίεργο φαινόμενο. Όλοι νόμιζαν ότι από τη βροντερή φωνή του κουνιόταν. Σκέφτηκαν και του είπαν να ψάλει μακριά από την εικόνα. Το καντήλι και πάλι κουνιόταν! Πώς να μην κινηθεί, όταν ένας πραγματικός όσιος έψαλλε από το βάθος της καρδιάς του στην Κυρία Θεοτόκο; Αυτή τη φορά, όμως, Σεπτέμβριο μήνα, τον έπιασε βροχή στο δρόμο, όπως επέστρεφε από το καλντερίμι Καρυές-Δάφνη. Βράχηκε και έπαθε πνευμονία. Κοιμήθηκε στις 20-9-1938 στα Καυσοκαλύβια.
Πολλές φορές έβγαινε και έψαλλε έξω από το καλυβάκι του διάφορα τροπάρια, που ήξερε απ’ έξω, αλλά όλα σε ένα ήχο. Είχε δική του κλίμακα. Όταν έτρωγε το καλοκαίρι, ερχόταν στο ίδιο πιάτο και ένα φίδι (λένε ότι ήταν οχιά) και έτρωγε και αυτό μαζί του, χωρίς αυτός να φοβάται ή να πάθει κάτι.
Κάποτε είδαν στον ναό τους την εικόνα του Εσταυρωμένου να δακρύζει. Ο υποτακτικός του του έλεγε ότι είναι από το καντήλι. Εγώ θα φύγω για να μαζέψω τσάι. Εσύ μην ανάβεις το καντήλι και θα δεις, είπε ο Γέροντας. Πράγματι η εικόνα πάλι δάκρυζε!
Δεν έπαυε μέρα νύχτα να ψάλλει το «Ἄξιόν ἐστι». Ήταν η ζωή του. Για αυτό και η Παναγία ανταποκρινόταν με αυτό τον τρόπο, την κίνηση του καντηλιού, στον ιερό πόθο του παιδιού Της, στον τόπο, όπου πριν από χίλια χρόνια ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισφράγισε ότι πραγματικά είναι άξιο να θεωρούμε την Θεοτόκο ασυγκρίτως ενδοξοτέρα όλων των αγγελικών Ταγμάτων, όπως μέχρι τότε έψαλλε η ανθρώπινη φύση με τον ύμνο του αγίου Κοσμά του Μελωδού: Τήν τιμιωτέραν των Χερουβίμ…
Ιερομονάχου Μάξιμου Καυσοκαλυβίτου, Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω – Άγιο Όρος, Τρίτη ανατύπωσι (2008), σελ. 237-239.
ΠΗΓΗ