Θα περάσω τώρα πιο λεπτομερώς στο κομμάτι που αφορά την ζωή του Γέροντα ως ιεροκήρυκος και ως λειτουργού ιερέως. Ήταν λοιπόν μια μεγάλη πνευματική απόλαυση να βλέπει κανείς τον Γέροντα να κηρύττει στον ναό. Το πρόσωπό του έπαιρνε θαυμαστές αλλοιώσεις. Το είχα βέβαια προσέξει κι εγώ, αλλά μου το επισήμανε και ο π. Μ., αγιορείτης μοναχός, που υπολήπτεται παρά πολύ τον πατέρα Ιγνάτιο. Ο Γέροντας επίσης στα κηρύγματά του έκανε και κάτι σαν αστεϊσμούς, ή ανέφερε μερικά πολύ απλά, καθημερινά παραδείγματα, με τα οποία οι άνθρωποι γελούσαν. Απώτερος στόχος ήταν, πέρα από το να ωφελούνται οι άνθρωποι, να μην τον θαυμάζουν καθόλου – αυτή την εντύπωση σχημάτισα τόσα χρόνια που τον γνώρισα. Τόση ήταν από τότε η ταπείνωσή του.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μερικά από τα απλά που έλεγε: για να καταλάβει λοιπόν το απλοϊκό ακροατήριό του για ποιον λόγο ο Χριστός ενανθρώπησε, έλεγε ότι κάποιος άνθρωπος είδε κάτι μυρμήγκια να πνίγονται σε μια ρεματιά, και θα σώζονταν εύκολα αν ανέβαιναν σε ένα ξυλαράκι. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα σώσει, γιατί ήταν πολλά και μικροσκοπικά, παρά μόνο, σκέφτηκε, αν γινόταν και ο ίδιος μυρμήγκι, και τους μιλούσε στην γλώσσα τους για τον τρόπο που πρέπει να σωθούν. Επίσης, ξεκινούσε συχνά τα αντιαιρετικά του κηρύγματα κατά των Πεντηκοστιανών, και των ψευδομαρτύρων του Ιεχωβά, λέγοντας ότι έξω από το χωριό είδε μια κότα, η οποία περπατούσε αφύσικα. Έκανε μάλιστα και ο ίδιος με τα χέρια του κάποιες χαρακτηριστικές κινήσεις, προσπαθώντας να «μιμηθεί» αυτά τα πηδηματάκια του πτηνού. Πρόσεξε κατόπιν καλύτερα, και είδε ότι η κότα είχε μόνο ένα πόδι. Και έλεγε λοιπόν, ότι έτσι και εμείς, αν έχουμε μόνο ένα «πόδι», δηλαδή την Βίβλο χωρίς την ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, θα χωλαίνουμε, και θα «κουτσαίνουμε» θεολογικά. Ο Γέροντας δηλαδή συγκατέβαινε στο επίπεδο του κοινού του, που τα πρώτα χρόνια της διακονίας του στην περιοχή, αποτελούνταν από ανθρώπους που δεν είχαν βγάλει καν το δημοτικό σχολείο, και έκρυβε τον πλούτο των γνώσεών του (αυτόν τον πλούτο τον κατάλαβα μόνο στην εξομολόγηση). Μερικές φορές μάλιστα το κήρυγμά του ήταν τόσο υψηλό, ώστε οι άνθρωποι- τολμώ να πω- γελούσαν ανοητωδώς, γιατί ο Γέροντας στόχευε κατευθείαν σ’ αυτό που υπήρχε στην καρδιά, και όταν εκεί φώλιαζε το κακό, το δαιμόνιο προξενούσε άτακτο γέλωτα. Το κήρυγμα του Πατρός ήταν μια πρόκληση στην σύμβαση του κόσμου, ένα γρήγορο γκρέμισμα κάθε τυπικότητας και σπουδαιοφανούς κοσμικότητας, γι’ αυτό, δίχως να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, όσα έλεγε εντυπώνονταν βαθιά στις ψυχές τους, και βγαίνοντας από τον ναό, οι άνθρωποι, αν μη τι άλλο, προβληματίζονταν.
Μια φορά ρώτησα τον Γέροντα γιατί, αφού έχει τόσες πολλές γνώσεις, κηρύττει πολύ απλά, λες και δεν είναι επιστήμων θεολόγος. Μου απάντησε το εξής: «σκέψου ότι, π.χ. στον άγιο Ιωάννη τον Ρώσο (εκεί ο Γέροντας πήγαινε και κήρυττε τα καλοκαίρια, κάθε Ιούλιο), περνά πάρα πολύς κόσμος, οι πιο πολλοί δεν εκκλησιάζονται καν, και πρέπει ο ιεροκήρυκας να τους ‘‘περάσει’’ όλον τον χριστιανισμό μέσα σε 15 λεπτά της ώρας». Και σκέφτηκα ότι ο Γέροντας συμπυκνώνει τόσο πολύ το κήρυγμα του, και εμμένει τόσο πολύ στα βασικά, που είναι όμως και τα πιο ουσιαστικά, ώστε ο λόγος του πράγματι «διατρέχει» σύντομα όλον τον χριστιανισμό.
Στις συνομιλίες του όμως στην εξομολόγηση, κατ’ αντίθεση, ο Γέροντας ήταν διαφορετικός, δεν έκανε τέτοιου είδους «σαλότητες», αλλά μιλούσε «φυσιολογικά». Μια άλλη φορά που τον ρώτησα γιατί δεν αξιοποιεί στα κηρύγματα τις γνώσεις που έχει και φαίνονται στην εξομολόγηση, μου είπε κάτι φαινομενικά διαφορετικό, αλλά κατά βάθος το ίδιο: ότι δηλαδή απώτερος σκοπός του είναι να ωφεληθεί ο πιστός. Και γνωρίζει ότι, ό,τι είναι παρά πολύ απλό, αυτό προπαντός εντυπώνεται στην ψυχή. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πόσο απλά κήρυττε ο ίδιος ο Κύριός μας.
Εν τω μεταξύ συμβαίνει και το εξής, τόσο στα κηρύγματά του, αλλά και στα βιβλία του. Αναφέρει πάντα διδαχές και γνώμες Πατέρων, ή σπουδαίων εκκλησιαστικών ανδρών, χωρίς ποτέ να λέγει κάτι δικό του. Αυτό συμβαίνει όχι βέβαια γιατί ο Γέροντας δεν έχει δική του πνευματική πείρα, και κατά συνέπεια και πνευματικό λόγο, αλλά πήρε από τον Θεό ένα ιδιαίτερο χάρισμα, όπως θέλω να πιστεύω, αυτό της «απόκρυψης» του δικού του λόγου. Έθαψε κυριολεκτικά την δική του γνώμη- το πόσο δύσκολο είναι αυτό, μπορούμε να το καταλάβουμε αν, έστω και για ελάχιστη ώρα, προσπαθήσουμε να μην πούμε τίποτε από το νου μας. Νομίζω, από όσο μπορώ να καταλάβω, ότι αυτό το χάρισμα της απόκρυψης του λόγου είναι ένα μεγάλο μυστήριο, που δίνεται σπάνια, και απαιτεί ύψιστη ταπείνωση. Για να το αποκτήσει κανείς, θα πρέπει να έχει νουν Χριστού, γιατί αλλιώς ο λεγόμενος «ενδιάθετος» λόγος, που όλοι έχουμε μέσα μας, θα εξακολουθεί να λέγει τα δικά του, και δεν θα αντέξει κανείς να τον κρατήσει εν σιωπή ούτε και για μικρό χρονικό διάστημα.
Ειδικά για ό,τι αφορά την άλλη ζωή, την Κόλαση και τον Παράδεισο, έμαθα από κάποιον άλλο πιστό ότι του είπε ο Γέροντας πως παρουσιάζει τόσο ανάγλυφα και παραστατικά όλα αυτά στα κηρύγματά του, γιατί θέλει οι αδιάφοροι που θα τύχει να τον ακούσουν, να συγκλονιστούν, να «σοκαριστούν», και να σκεφτούν τα της άλλης ζωής. Βαθμιαία πάντως ο Γέροντας άρχισε να διευκρινίζει ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός, και να λέγει ότι ο Χριστός είναι απλώς ο Ήλιος, γεμάτος καλοσύνη και αγάπη, που όμως καίει όποιον δεν έχει τα κατάλληλα μάτια για να τον αντικρύσει. Δηλαδή, με μια έννοια, μόνος του ο άνθρωπος καταδικάζεται στο κακό. Ωστόσο, συνέχιζε πάντα να επιμένει στο ζήτημα της αιωνιότητας της κόλασης, ζητώντας από τους πιστούς να πάρουν στα σοβαρά τα της άλλης ζωής.
Σχετικά τώρα με την «αυστηρότητα» του Γέροντα στα κηρύγματά του, πρέπει να πω ότι οφείλουμε να την συσχετίσουμε με την άκρα του επιείκεια στην εξομολόγηση. Αυτό το γνωρίσουν οι ίδιοι οι εξομολογούμενοι σε αυτόν, τα πνευματικά του τέκνα. Όπως μου έχουν πολλοί διηγηθεί, άλλωστε, στην εξομολόγηση ποτέ δεν κατακεραυνώνει, αλλά ρίχνει βάλσαμο πάνω στην πληγή. Σε ένα μόνο επέμενε πολύ: από την στιγμή που ο πιστός μετανοεί, ο Γέροντας δεν ζητούσε τίποτε άλλο παρά να πιστέψει ότι ο Θεός τον συγχωρεί. Ήθελε να εμπιστεύεται ο άνθρωπος το έλεος του Θεού, να τον νιώθει ως πατέρα του, όχι ως αυστηρό Κριτή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Γέροντας υποτιμά την αμαρτία). Επί πολλή ώρα μάλιστα στην εξομολόγηση νουθετούσε και διαφώτιζε, χωρίς να βαριέται, σχετικά με τα της χριστιανικής ζωής. Με ατελείωτη υπομονή, ώρες και ώρες, φρόντιζε το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Χριστός.
Συναφές με αυτό το χάρισμα είναι και ένα δεύτερο, αυτό της μεγάλης του υπομονής, που ξεπερνούσε κάθε μέτρο. Δεν αρνούνταν ποτέ σε κανέναν την εξομολόγηση, οποιαδήποτε ώρα και αν προσερχόταν στο ίδρυμα. Και μάλιστα, αντί να διαβάζει μια σύντομη εισαγωγική ευχή, και μετά πάλι σύντομα να δίνει την συγχώρηση, όπως κάνουν (πιθανόν δικαιολογημένα, λόγω φόρτου εργασίας) μερικοί ιερείς, αυτός διάβαζε κανονικά όλες τις ευχές του μυστηρίου, που είναι αρκετές. Θυμάμαι μια φορά που πήγα καθυστερημένος μια Δευτέρα για εξομολόγηση (αυτή ήταν η κυρίως μέρα του μυστηρίου), και αυτός εν τω μεταξύ είχε προλάβει να διαβάσει το «Δι’ ευχών». Μου είπε λοιπόν να κάτσω να εξομολογηθώ, και διάβασε πάλι από την αρχή όλες τις ευχές, δίχως ίχνος δυσανασχέτησης, αν και ήταν κατάκοπος. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν κάνει ό,τι οι άλλοι ιερείς, μου είπε ότι τα μυστήρια επιτελεί στην πραγματικότητα το Άγιο Πνεύμα, και αν δεν το επικαλεστούμε με τις ειδικές ευχές, είναι λάθος. Οι ιερείς, τόνιζε, μόνο «βοηθούν στην τέλεση του Μυστηρίου, δεν τα τελούν αυτοί». Είπε πάντως ότι , ένεκεν φιλανθρωπίας ο Θεός δέχεται ασφαλώς και την εξομολόγηση των πιστών με τον τρόπο που συνηθίζουν σήμερα πολλοί ιερείς, αλλά το ορθότερο είναι να διαβάζεται όλη η ακολουθία.
Ένα συγκλονιστικό γεγονός με την εξομολόγηση είναι το εξής: κάποιος (μελλοντικός του συνεργάτης) πήγε να εξομολογηθεί για πρώτη φορά στον Γέροντα. Είπε πολλές αμαρτίες, που απαγορεύουν την Θεία Κοινωνία για μεγάλο διάστημα. Μετά την εξομολόγηση, ο Γέροντας του είπε να κοινωνήσει την επομένη Κυριακή. Μέχρι να έρθει αυτή η Κυριακή, ο μετανοών «είδε και έπαθε». Τις δυο τελευταίας μέρες μάλιστα έβλεπε οφθαλμοφανώς τον διάβολο, με απαίσια μορφή, να γελά ειρωνικά, και να του λέγει «α, μετά από τόσα που έκανες, τώρα πήγες στον Ιγνάτιο για να αγιάσεις και από πάνω;». Έβγαζε τη γλώσσα και του έλεγε επίσης «πηγές ρε στον Ιγνάτιο για να σωθείς; Φτου σου, νόμιζες ότι θα σωθείς…. Θα αγιάσεις ρε, τώρα… ποιος είναι ρε, ο Ιγνάτιος;», έλεγε (το εν λόγω πρόσωπο είναι πανεπιστημιακής μορφώσεως, άκρως «προσγειωμένο» στο λόγο του και τη συμπεριφορά του, χωρίς καμιά τάση να φαντάζεται πράγματα ή καταστάσεις). Με τα πολλά, και αφού ο πιστός ήθελε η γυναίκα του να βρίσκεται διαρκώς δίπλα του, όταν έβλεπε το διάβολο, γιατί φοβόταν πολύ, κοινώνησε κανονικά την Κυριακή, οπότε και εξαφανίστηκαν όλα αυτά τα δαιμονικά οράματα. Όταν πήγε στον π. Ιγνάτιο και του τα διηγήθηκε, εκείνος του είπε: «γι’ αυτό σου είπα να κοινωνήσεις γρήγορα, γιατί ο διάβολος είχε αποκτήσει δικαιώματα πάνω σου». Και μετά πήρε κανονικά τον κανόνα του.
Ο πατήρ δένονταν πολύ, και με μυστικό τρόπο, με τα πνευματικά του τέκνα. Μια μέρα, ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα, που αντιμετώπιζε πολλά και διάφορα προβλήματα, τον είδε στον ύπνο του και του είπε «φρόντισε εσύ τα οικονομικά, τα άλλα θα γίνουν». Επισκεφθήκαμε τον πάτερ μαζί με αυτό το πρόσωπο, αλλά επειδή εκείνο ντρεπόταν να το αναφέρει, διηγήθηκα εγώ στον Γέροντα το γεγονός, και ρώτησα αν ήταν απλό όνειρο. Είπε: «Είναι τιμή δική σου (είπε στο πρόσωπο αυτό) αλλα και δική μου, γιατί ήταν μάλλον από τον Θεό» (τιμή δηλαδή του εξομολογουμένου που ο Θεός επέτρεψε να δεχθεί βοήθεια κατ’ αυτόν τον θαυμαστό τρόπο, αλλά και του εξομολογούντος, που ο Θεός θέλησε να βοηθήσει έτσι τον εμπερίστατο πνευματικό του τέκνο). Τότε όμως εγώ ρώτησα τον πάτερ με κάποια πικρία, «γιατί να μην έχει τύχει να δω κάτι παρόμοιο, τόσα χρόνια εδώ;». Ο Γέροντας γελώντας είπε «ο Θεός τα κανονίζει αυτά» (ωστόσο δεν έκανε καμιά περαιτέρω αποκαλυψη για το πώς ενεργεί ο Θεός δια του πνευματικού, κρυφά ο πνευματικός τι προσευχές κάνει για τα πνευματικά του τέκνα κ.λπ.).
Τελειώνω λέγοντας το εξής: τόσα χρόνια πνευματικός ο Γέροντας άκουγε κάθε λογής αμαρτίες. Τόλμησα να ρωτήσω αν όλα αυτά ενίοτε τον συγχύζουν (και επίσης ήθελα να πω τον σκανδαλίζουν). Ο Γέροντας είπε «όχι, γιατί ακούω τα βάρη των ανθρώπων με πόνο». Άκουγε σαν πατέρας τα πονεμένα παιδιά του. Δεν άκουγε με ψυχρότητα τα βάσανα των ανθρώπων.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ