«Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Γ΄ Λουκά μας μι¬λάει για την ανάσταση του νεκρού παιδιού μιας χήρας γυ¬ναίκας στην πύλη της πόλεως Ναΐν της Γαλιλαίας. Ο νικη¬τής του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός, συναντά μπροστά Του τον θάνατο και προφέρει τη φράση που διαβάζουμε στην περικοπή: «Νεανίσκε, σοι λέγω· εγέρθητι». Είναι η πρόσκληση της ζωής προς τον ηττημένο από τον θάνατο άνθρωπο, η ελπιδοφόρα και γεμάτη ζωή προσταγή του Χριστού, η αλήθεια της αναστάσεως.
Το μυστήριο του θανάτου
Ο θάνατος είναι, η σημαντικότερη αγωνία του κόσμου. Το μυστήριό του παραμένει οντολογική πραγματικότητα που αγγίζει κάθε ανθρώπινο ον και θέτει σε αμφιβολία το νόημα της ζωής γενικότερα.
Λόγω της αμαρτίας, οι προπάτορες μας έχασαν την ωραιότητα της αθανασίας, που τους είχε δοθεί στην αρχή της δημιουργίας. Κατεστάθησαν υποκείμενοι στον θάνα¬το μετά την αμαρτία του Αδάμ. Η φύση της καταστάσεως του ανθρώπου γίνεται θνητή από την αμαρτία που είναι καρπός ανυπακοής. Η αποξένωση από τον Θεό είναι ο πνευματικός θάνατος και η κατάρρευση της υλικής πλευράς του ανθρώπου είναι ο φυσικός θάνατος.
Η κατάλυση του θανάτου
Ο Χριστός ανασχηματίζει την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, αφού προσέλαβε κατά τη σάρκωσή Του ολό¬κληρη την ανθρώπινη φύση, χωρίς όμως αμαρτία, και είναι η γεννώσα αρχή της ζωής που ενώνει τις χωρισμένες αναλογίες του σώματος και της ψυχής. Έτσι, αρχίζει ο «της κακίας αφανισμός και η του θανάτου κατάλυσις» (άγ. Γρηγόριος Νύσσης). Μόνο η αθανασία του Θεού μπορεί να εγγυηθεί την αθανασία της θνητής φύσεως του ανθρώπου, αφού το «θνητόν εν τω αθανάτω γενόμενον αθανα¬σία εγένετο» (άγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ο Χριστός δηλαδή έδωσε τον Εαυτό Του ως λύτρο για χάρη αυτών που βρί¬σκονταν υπό την εξουσία του θανάτου «για να καταργή¬σει αυτόν που είχε το κράτος του θανάτου, τον διάβολο» (Εβρ. 2.14). Η αληθινή αποτροπή του θανάτου πραγμα¬τοποιείται με την Ανάσταση του Χριστού.
Η υπέρβαση του θανάτου
Γι’ αυτό ο θάνατος είναι πλέον ένας τοκετός που μας ανοίγει την αληθινή ζωή. Είναι η αληθινή γέννηση. Γιατί όμως και σήμερα ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μας λέγει: «Συμβαίνει ό,τι και με τους δεσμώτες, που είναι συνηθισμένοι στο σκοτάδι τους και δεν συνειδητοποιούν τη δυστυχία της καταστάσεώς τους. Έτσι και ο άνθρωπος, γελασμένος από τις απατηλές ηδονές των αισθήσεων, τις θεωρεί πραγματικά αγαθά και φοβάται να τις στερηθεί».
Όποιος βρίσκεται κοντά στον Αναστημένο Χριστό και ζει την παρουσία Του μέσα στην Εκκλησία, ουσιαστικά και όχι τυπικά, αυτός δεν αγωνιά μπροστά στον θάνατο και δε φοβάται. Με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μεταδίδεται στους ανθρώπους η νίκη επάνω στην αμαρτία και τον θάνατο, ακριβώς επειδή αυτή η νίκη πραγματο¬ποιείται μέσα στον Χριστό. Με το μυστήριο του Βαπτίσματος ο άνθρωπος λαμβάνει τη σφραγίδα της αθανασίας. Η έννοια του θανάτου μετά το Βάπτισμα αλλάζει για τον βαπτισμένο, αφού, μιμούμενος τον θάνατο του Χριστού, ανίσταται μαζί με τον Χριστό και υψώνεται στην κοινωνία της θεότητος. Στο «βάπτισμα των δακρύων», το μυστήριο της μετάνοιας και εξομολογήσεως, θανατώνου¬με τις αμαρτίες μας και συντρίβουμε αδιάκοπα τον θάνα¬τό μας. Στο μυστήριο της Θείας Λειτουργίας κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, που είναι «φάρμακον αθανασίας» και «αντίδοτον του μη αποθανείν» (άγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος), και μετέχουμε στην αθανασία του Χριστού, προγευόμενοι της γλυκύτητος της μελλούσης ζωής. Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί θεωρούμε τον θάνατο ύπνο, προσδοκώντας, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
(Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, Η ζύμη του Ευαγγελίου, σ. 21-24)