Θρύλος, παράδοση ἢ παραµύθι ἀποτελοῦσαν οἱ γραπτὲς καὶ προφορικὲς διηγήσεις ἁγιορειτῶν πατέρων περὶ τῆς ὁµάδας τῶν ἀόρατων ἀσκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶχα διαβάσει ἀρκετὲς ἐξ αὐτῶν καὶ πάντοτε ἀναζητοῦσα τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ ρωτήσω τὸν γέροντα.
Ἕνα ἀπόγευµα ἀµέσως µετὰ τὸν Ἑσπερινὸ ἔδωσα στὸν γέροντα ἕνα κείµενο τοῦ δασκάλου Γεωργίου Μηλίτση, ὁ ὁποῖος ἔγραφε γιὰ τοὺς ἀόρατους ἀσκητές. Τὸ ἔδωσα στὸν γέροντα νὰ τὸ διαβάσει. Τὸ κείµενο ἔγραφε τὰ ἑξῆς:
«-Ἄκουσα ὅτι ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν ἀόρατοι ἀσκητές, εἶναι ἀλήθεια, τί γνωρίζετε ἐσεῖς γι’ αὐτό; ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὴ συντροφιά µας.
-Αὐτὸ πού ρώτησες δὲν εἶναι παράδοση ἢ παραµύθι, εἶναι ἀλήθεια, εἶναι πραγµατικότητα.
-Συναντήσατε ἐσεῖς κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς αὐτούς;
-Ἀδελφέ µου, οἱ ἀόρατοι ἀσκητὲς εἶναι µιὰ ὁµάδα ἀπὸ ἑπτὰ κάτ’ ἄλλους δέκα ἢ κάτ’ ἄλλους δώδεκα πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦνε στὶς ἐρηµικότερες περιοχὲς τῆς ἀθωνικῆς ἐρήµου καὶ εἶναι ἀόρατοι ἀπὸ τὰ µάτια τῶν ἀνθρώπων. Ἐµφανίζονται µόνο σ’ ὅποιον αὐτοὶ θέλουν κυρίως σὲ ἁπλοὺς κι ἀπονήρευτους µοναχοὺς ἢ καὶ σὲ εὐσεβεῖς καὶ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς πού ἔχουν καθαρὸ καὶ χριστιανικὸ βίο. Ἡ παράδοση αὐτὴ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι τωρινὴ ἀλλὰ χάνεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων.
Πολλοὶ ἁγιορεῖτες Γέροντες πιστεύουν ὅτι καὶ στὶς µέρες µας ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι αὐτοὶ ἀσκητὲς καὶ ὅτι ζοῦνε σὲ ἄβατα µέρη τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ ὅτι τρέφονται λιτὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ µὲ θαυµαστὸ τρόπο. Κατὰ τὴν παράδοση ὑπάρχει µιὰ περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού ἐκτείνεται στὸ νότιο ἄκρο ἀπὸ τὴ Σκήτη τῆς µικρᾶς Ἁγίας ΄Ἄννας µέχρι τὴ Σκήτη τῆς Γλώσσας, ἢ Προβάτας, µιὰ πολὺ µεγάλη ἔκταση γεµάτη δέντρα καὶ πυκνὰ δάση. Αὐτὴ ἡ περιοχὴ λέγεται ἔρηµος του Ἄθω. Σ’ αὐτὴν τὴν περιοχὴ, λέγεται ὅτι ζοῦνε ἐδῶ κι αἰῶνες οἱ ἀόρατοι µοναχοί. Ὅπως ἀναφέρεται, κατὰ καιροὺς κάνουν τὴν ἐµφάνισή τους σὲ πολὺ λίγους κατοίκους τῆς περιοχῆς αὐτῆς, σεβάσµιοι στὴν ὄψη ἀποσκελετωµένοι ἀσκητές. Κατὰ κοινὴ ὁµολογία εἶναι τελείως γυµνοὶ ἀπὸ ἐνδύµατα ὑλικά, ἀλλὰ καλύπτονται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ παράδοση λέγει ὅτι οἱ ἀσκητὲς αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν τὶς νύχτες καὶ προσεύχονται ὄρθιοι, γιὰ νὰ µὴ νυστάξουν καὶ πέσουν δένονται µὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὶς µασχάλες πού κρέµονται ἀπὸ δοκάρια. Κατὰ καιροὺς ἀπὸ ἁγιορείτικα µοναστήρια ἢ σκῆτες ἐξαφανίζονται πατέρες καὶ λέγεται ὅτι πᾶνε νὰ ἀναπληρώσουν κάποιον ἀόρατο ἀσκητὴ πού κοιµήθηκε.
Ὑπάρχει µία παράδοση µάλιστα, πού ὑποστηρίζει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἑφτὰ ἐρηµίτες, θὰ τελέσουν τὴν τελευταία Λειτουργία στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα στὸ ναϊδριο τῆς Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Καὶ µετὰ θὰ ἔρθει ἡ συντέλεια τοῦ κόσµου, δηλαδὴ ἡ Δευτέρα Παρουσία. Αὐτοὶ οἱ ἑφτὰ (ἢ δώδεκα) δὲν θὰ πεθάνουν, ἀλλὰ θὰ µεταµορφωθοῦν, δηλαδὴ θὰ ἀλλάξουν µορφὴ καὶ τὰ σώµατά τους θὰ γίνουν ἄφθαρτα καὶ ἀθάνατα, ὅπως ὅλων τῶν εὐρισκοµένων ἐν ζωῇ τότε ἀνθρώπων.
-Γιατί, ὀνοµάζονται «ἀόρατοι µοναχοὶ ἢ ἀόρατοι ἐρηµίτες»;
-Ὁ τίτλος αὐτός, παιδιά µου, δηλαδὴ ἀόρατοι µοναχοί, ἢ ἀόρατοι ἐρηµίτες, ἔχει δύο ἔννοιες καὶ δυὸ ἑρµηνεῖες, ὅπως µᾶς ἔλεγαν οἱ Γεροντάδες µας. Ἡ µία εἰς τὸ ὅτι οἱ ἐρηµίτες αὐτοὶ ἔχουν τὴ µυστηριώδη χάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ εἶναι ἀόρατοι καὶ νὰ ζοῦν µυστηριώδη ζωὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ ὅτι οἱ ἐρηµίτες αὐτοὶ τοῦ Ἄθωνα εἶναι ἀφανεῖς καὶ ἀόρατοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ εἶναι κρυµµένοι καὶ οἱ τόποι πού κατοικοῦν εἶναι τόσο ἀπόµεροι καὶ ἀπρόσιτοι πού εἶναι σχεδὸν τελείως ἀδύνατο νὰ τοὺς συναντήσουν ἢ ἔστω νὰ τοὺς ἀντικρύσουν οἱ ἄνθρωποι.
-Ἔχουµε µαρτυρία ὅτι κάποιος εἶδε κάποιον ἀόρατο ἐρηµίτη;
-Ναί, ἔχουµε µαρτυρίες. Μιὰ µέρα πού διάβαζα ἕνα παλαιὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη» εἶδα ἕνα ἄρθρο τοῦ µακαριστοῦ γιατροῦ καὶ µοναχοῦ Ἀθανασίου Κοµπάνου, ὁ ὁποῖος ἔγραφε ὅτι µιὰ µέρα ὁ Γέρων Ἀντώνιος ἀπὸ τὸν ἅγιο Πέτρο ἦλθε καὶ µοῦ εἶπε ὅτι τοῦ παρουσιάσθηκαν ἀόρατοι ἀσκητὲς καὶ τοῦ εἶπαν νὰ ρθεῖ νὰ µὲ συναντήσει καὶ νὰ µοῦ πεῖ νὰ ἑτοιµαστῶ γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι. Γιὰ νὰ πιστέψω ὅτι δὲν λέγει φαντασίες τοῦ ἔδωσαν ἕνα Σταυρὸ πάνω στὸν ὁποῖο ἦταν σκαλισµένα γράµµατα πού ἔγραφαν «Μακάριος ἱεροµόναχος». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ γιατρὸς Ἀθανάσιος Λαυριώτης κοιµήθηκε ἀφοῦ, πρῶτα, δηµοσίευσε τὰ ἀνωτέρω.
Ὁ π. Ἀθανάσιος Σιµωνοπετρίτης διηγήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ὑπάρχουν αὐτοὶ οἱ ἀσκητὲς καὶ ὅτι κάποτε πού χάθηκε µέσα στὸ δάσος παρουσιάστηκε κάποιος µοναχὸς καὶ τοῦ ἔδειξε τὸ σωστὸ δρόµο.
Μὴ σᾶς φαίνονται παράξενα καὶ παράλογα αὐτά, ἐδῶ στὸ Ὄρος γίνονται καθηµερινὰ πολλὰ θαυµαστὰ γεγονότα πού τὸ µυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσει. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἑρµηνεύονται µόνον µὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωση, ἕνας ἐγωιστὴς εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ πιστέψει καὶ νὰ τὰ παραδεχθεῖ».
Μόλις τελείωσε ἡ ἀνάγνωση τοῦ κειµένου ἀπὸ τὸν γέροντα Βασίλειο ἔλαβα τὸ θάρρος νὰ τὸν ρωτήσω.
-Γέροντα ἔχεις ἀκούσει καὶ ἐσὺ γιὰ τοὺς ἀόρατους ἀσκητές; Ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου του διαπίστωσα ὅτι ξαφνιάστηκε καὶ ὅτι τὸν ἔφερα σὲ δύσκολη θέση. Τὸ πρόσωπο του κοκκίνισε σάν νά ἦταν µικρό παιδί πού τό µάλωσε ὁ δάσκαλος. Χαµήλωσε τὸ κεφάλι του.
-Τί νὰ σοῦ πῶ κόρη µου τώρα. Τί τὰ θὲς αὐτά; Ἔ! Κάποτε ἦταν δώδεκα. Ἕνας κοιµήθηκε ἔµειναν 11. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό, δὲν ξέρω πόσο κοιµήθηκε κι ἄλλος µείνανε 10. Γιὰ λίγο διάστηµα δὲν συµπληρώθηκε ὁ ἀριθµὸς δώδεκα. Κοιµήθηκε καὶ ὁ δέκατος καὶ ὁ ἔνατος πῆρε ἐντολὴ καὶ ἔφυγε. Ἄστα αὐτὰ τώρα. Δὲν ξέρω πόσοι εἶναι, ὑπάρχουν ἀλλὰ δὲν ξέρω πόσοι.
Ἐκεῖ διέκοψε τὴ συζήτηση ὁ γέροντας. Ἦταν σαφὲς ὅτι γνώριζε καλὰ περὶ τῶν ἀόρατων µοναχῶν ἀλλὰ ἀπέφευγε νὰ µιλήσει. Ὡστόσο, ἀπὸ τὰ λεγόµενά του φαινόταν νὰ στηρίζει τὴ δεύτερη ἐκδοχή, ὅτι δηλαδὴ ἦταν µοναχοὶ ἀφανεῖς καὶ ἀόρατοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπόµεροι µὲ µυστηριώδη ζωὴ καὶ προικισµένοι µὲ χάρη Θεοῦ. Τὸν ἄφησα διακριτικὰ νὰ ἠρεµήσει…
Δὲν σᾶς κρύβω πῶς πάντοτε µὲ βασάνιζε αὐτὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ γέροντα. Ἀναρωτιόµουν τὸ γιατί νὰ κοκκινίσει σὰν µικρὸ παιδὶ ὅταν τοῦ ἀπηύθυνα τὴν ἐρώτηση αὐτή. Μέχρι ποὺ µία ἡµέρα µετὰ τὴν κοίµηση τοῦ γέροντα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 ἦρθε στὸ σπίτι µου ὁ π. Παῦλος. Ὁ π. Παῦλος εἶναι πνευµατικὸς καὶ ἐξοµολογοῦσε τὸν γέροντα. Ὡς ἐκ τούτου καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἡ πρεσβυτέρα του ἐρχόντουσαν τακτικὰ στὸ σπίτι προκειµένου νὰ συναντήσουν τὸν γέροντα.
Ὁ π. Παῦλος µοῦ ἔπιασε τὰ χέρια συγκινηµένος καὶ µοῦ εἶπε:
-Ξέρεις Καλλιόπη ὅτι ὁ γέροντάς σου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀόρατους µοναχούς;
Γιὰ µία στιγµὴ ἔµεινα ἄφωνη. Ἀµέσως συνδύασα κάποια πράγµατα καὶ µοῦ λύθηκαν πολλὲς ἀπορίες. Ὁ αἰφνιδιασµὸς τοῦ γέροντα ἀπὸ τὴν ἐρώτησή µου, ἡ ἀµηχανία του, ὁ τρόπος ποὺ ἀπάντησε στὴν ἐρώτησή µου καὶ γενικὰ ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του µαρτυροῦσαν ὅτι κάτι ἤθελε νὰ κρύψει. Κι ἔφθασε ἡ στιγµὴ ποὺ ὁ π. Παῦλος ἔδωσε ἀπάντηση σ’ αὐτὸ ποὺ µὲ ἀπασχολοῦσε.
-Σεβαστέ µου π. Παῦλε αὐτὸ πού µοῦ ἀποκάλυψες δὲν σοῦ κρύβω πὼς µὲ ἀπασχολοῦσε. Κι αὐτὸ γιατί ὁ γέροντας ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήσει σὲ ἐρωτήµατα περὶ τῶν ἀόρατων µοναχῶν. Στὶς συγκεντρώσεις ποὺ γίνονταν στὸ σπίτι, ὅσες φορὲς ἄλλα πνευµατικὰ παιδιὰ του ρωτοῦσαν γιὰ νὰ µάθουν γι’ αὐτὸ τὸ θέµα ἡ ἀπάντηση τοῦ γέροντα ἦταν σύντοµη καὶ λιτή, χωρὶς περαιτέρω ἐξηγήσεις. Τὸ µόνο ποὺ ἔλεγε, ὅπως θυµᾶµαι ἦταν, «ναὶ ὑπάρχουν ἀόρατοι»! Σὲ συζήτηση µάλιστα ποὺ εἶχα µὲ τὰ παιδιά του καὶ ἀφοροῦσε τὸν γέροντα, ἀναφέρθηκαν σὲ ἕνα γράµµα ποὺ κάποτε τοὺς ἔστειλε καὶ µεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς ἔγραφε. «Ἐπειδὴ θὰ βγῶ στὴν ἔρηµο, νὰ µὴν µὲ ψάξετε γιατί θὰ λείπω ἀρκετὸ καιρό. Κι ὅταν ἐπιστρέψω θὰ ἐπικοινωνήσω ἐγὼ µαζί σας. Τὰ παιδιὰ του µιλοῦν γιὰ 2,5 περίπου χρόνια ποὺ ἦταν παντελῶς ἐξαφανισµένος ὁ γέροντας. Ἦταν τότε ποὺ ζοῦσε στὸ σπήλαιο και τρεφόταν µέ λίγο ἀντίδωρο καί νερό.
-Ναὶ Καλλιόπη, ὁ γέροντάς σου πῆρε ἐντολὴ νὰ φύγει. Μετὰ τὴ φυγὴ του ἔµειναν ὀκτὼ οἱ ἀόρατοι µοναχοὶ ἀσκητές. Πίστευε ἀκράδαντα, ὅµως, ὅτι σύντοµα θὰ ξαναγίνουν δώδεκα.
-Ἐπειδὴ γνώριζα πολὺ καλὰ τὸν γέροντα, π. Παῦλε, καθὼς καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιµετώπιζε τὸ κάθε τί, τώρα καταλαβαίνω γιατί σιωποῦσε καὶ δὲν µιλοῦσε. Ἦταν καθαρὰ ἀπὸ ταπείνωση. Ὁ γέροντας , ὄχι µόνο δὲν πρόβαλε τὸν ἑαυτὸν του ἀλλὰ ἦταν καὶ αὐστηρὸς µὲ ἐκείνους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παινέψουν ἢ νὰ τοῦ ποῦν καὶ νὰ τοῦ περιγράψουν θαύµατα ποὺ ζήσανε. Μιλοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτὸ του πάντα µὲ ταπείνωση λέγοντας «ἐγὼ ὁ ἁµαρτωλὸς καὶ ταπεινὸς Βασίλειος δὲν εἶµαι τίποτε. Ὁ Θεὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ πάντα. Θυµᾶµαι π. Παῦλε τὶς πρῶτες ἡµέρες τῆς φιλοξενίας στὸ σπίτι µας. Τότε ἤµουν πολὺ περίεργη κι ἄπειρη στὰ πνευµατικὰ θέµατα.
Ἤθελα νὰ µάθω πολλά. Τὸν ρώτησα ἂν ἔζησε κάποιο θαῦµα ἢ ἂν εἶχε κάποιες οὐράνιες παρουσίες. Ἐκεῖνος µὲ κοίταξε γαλήνια καὶ µοῦ διηγήθηκε ὅτι ὅταν ἦταν στὸ Λουτράκι ἀνακαίνισε ἐξ ὁλοκλήρου, γιατί πρὶν ἦταν ἀποθήκη, τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Κοιµήσεως Θεοτόκου, ὅπως καί τό ναό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου καὶ τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας, (ἔχει γράψει καὶ τὸ ἀπολυτίκιο της). Τότε εἶδε τὴν Παναγία νὰ κινεῖται κανονικὰ µπροστὰ στὸ τέµπλο καὶ τὰ ἔχασε. «Ἄρχισα νὰ κλαίω, ἐνθουσιάστηκα, δὲν ὑπερηφανεύτηκα, ἀλλὰ τῆς ζητοῦσα συγχώρεση. Ἔκλαιγα χωρὶς νὰ τὸ θέλω. Βέβαια στὴν καλύβη µου ἔχω δεῖ πολλά, πάρα πολλὰ καὶ σιγὰ -σιγὰ ἀπέκτησα οἰκειότητα καὶ διάκριση. Βέβαια αὐτὰ δὲν λέγονται, καλὰ εἶναι νὰ ἀποφεύγονται καὶ νὰ µὴν τὰ λέµε, γιὰ νὰ µὴν ἔχουµε πειρασµὸ καὶ πέσουµε σὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωϊσµό. Δὲν πρέπει νὰ τὰ λέµε, ἀλλὰ ἐσὺ κόρη µου, ἀπὸ ἐδῶ µ’ ἔχεις, ἀπ’ ἐκεῖ µ’ ἔχεις µοῦ τὰ βγάζεις ὅλα», µοῦ εἶπε ὁ γέροντας.
-Καλλιόπη, ὁ γέροντας γνώριζε ὅτι ἡ πνευµατικὴ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὡς βάση τὴν ταπείνωση. Καὶ τὴν ἀρετὴ αὐτὴ τὴν κρατοῦσε πάντα ὡς τὸ µέγιστο θησαυρὸ στὴν καρδιά του. Ὡς πνευµατικός του τὰ τελευταῖα χρόνια ἔζησα πολλὰ θαυµαστὰ κοντά του καὶ ἐγὼ ἀλλὰ καὶ ἡ πρεσβυτέρα µου. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἀκόµη καὶ κατὰ τὴν ἐξοµολόγηση του ἔπαιρνα σηµαντικὲς συµβουλὲς καὶ νουθεσίες, οἱ ὁποῖες µὲ βοηθοῦσαν νὰ ἀντιµετωπίσω διάφορα προβλήµατα καὶ δοκιµασίες ἐνῶ πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἀποτελοῦσαν σαφέστατες ἀπαντήσεις σὲ ζητήµατα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὴν ἐνορία καὶ τὰ πνευµατικά µου τέκνα. Τώρα τοῦ ζητῶ νὰ πρεσβεύει πλέον, ὡς µέλος τῆς θριαµβεύουσας Ἐκκλησίας, γιὰ ὅλους ἐµᾶς ποὺ πορευόµαστε ἀκόµη στὴν στρατευόµενη Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
(Ὁ γέροντας Βασίλειος κοιμήθηκε 18 Ὀκτωβρίου 2015. Εἴθε νὰ πρεσβεύει γιὰ ὅλους μας ἀπὸ ψηλά)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης. Νουθεσίες – Διδαχὲς» Διονύσιος Ἀ. Μακρής, τόμος Β’, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σέλ.91-99
Συντάκτης














