Προς ἄλυπον βίωσιν εἰκονογράφε,
Μετέστης Ἀλύπιε Ὁσίων εὖχος.
Μιμητὴς τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελιστῆ καὶ πρώτου εἰκονογράφου Λουκᾶ, ἀναδείχθηκε ὁ ὅσιος πατέρας μας Ἀλύπιος ὁ σπηλαιώτης. Αὐτὸς ὁ μακάριος, θαυμαστὰ εἰκονογραφοῦσε τὶς μορφὲς τῶν ἁγίων, ἐνῷ ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχή του στόλιζε μ’ ὅλες τὶς ἀρετές. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ γίνει γιατρὸς θαυματουργὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων.
Ὁ μακάριος Ἀλύπιος ἦταν λαϊκὸς ἀκόμη, ὅταν ἔγινε μάρτυρας τοῦ ἐξαισίου θαύματος ποὺ συνέβη μέσα στὴν ἐκκλησία τῶν Σπηλαίων, στὴ διάρκεια τῆς ἁγιογραφήσεώς της. Βοηθοῦσε τότε τοὺς Ἕλληνες ἁγιογράφους ποὺ ἱστοροῦσαν τὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ εἶδε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια ἕνα περιστέρι ποὺ παράδοξα ἐμφανίστηκε.
Μετὰ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονός, ὁ Ἀλύπιος ἔμεινε στὸ μοναστήρι καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο ἀγγελικὸ σχῆμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἡγουμένου ὁσίου Νίκωνος (βλέπε 23 Μαρτίου), ἐνῷ συνέχισε νὰ τελειοποιεῖται στὴν Ἱερὴ τέχνη τῆς εἰκονογραφίας. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε τὴν ἱκανότητα ν’ ἀποτυπώνει στὶς ἄψυχες, ζωγραφιστὲς μορφὲς τῶν ἁγίων, ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θεῖα χαρίσματα ποὺ τοὺς στόλιζαν ὅσο ζοῦσαν. Τὴν ἱκανότητα αὐτὴ τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν ὅσιο Ἀλύπιο ἐπειδὴ ἀσκοῦσε τὴν εἰκονογραφία ὄχι γιὰ πλουτισμὸ ἢ ἔπαινο, ἀλλὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του.
Πολλὲς εἰκόνες φιλοτέχνησε γιὰ τὴ μονὴ καὶ πολλὲς ἀκόμη γιὰ τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς ἀδελφούς. Ἔμαθε ἐπίσης τὴν τέχνη τῆς συντηρήσεως παλαιῶν εἰκόνων καὶ κοπίασε πολὺ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση, ἐκείνων ποὺ εἶχαν φέρει στὴ μονὴ οἱ πρῶτοι πατέρες τῶν Σπηλαίων.
Ὁ ὅσιος Ἀλύπιος ποτὲ δὲν ἔμενε ἀργός. Μὲ τὴν ἐργατικότητά του ἔγινε μιμητὴς τῶν ἀρχαίων ἁγίων πατέρων, ποὺ μοίραζαν τὸ χρόνο τους στὴν προσευχὴ καὶ τὸ ἐργόχειρο.
Ὅ,τι ἀποκτοῦσε ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του, τὸ χώριζε σὲ τρία ἴσα μέρη. Τὸ ἕνα μέρος τὸ ξεχώριζε γιὰ ν’ ἀγοράζει τ’ ἀπαραίτητα ὑλικὰ τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ δεύτερο προοριζόταν γιὰ τοὺς φτωχούς. Καὶ τὸ τρίτο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς.
Ἔτσι ἔκανε πάντοτε, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, χωρὶς νὰ δίνη ἀνάπαυση στὸ σῶμα του μέρα καὶ νύχτα. Τὴ νύχτα ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὲς καὶ γονυκλισίες. Καὶ τὴν ἥμερα, τὶς ὧρες ποὺ δὲν εἶχαν κοινὲς ἀκολουθίες στὴν ἐκκλησία, ἔπιανε τὸ ἐργόχειρο μὲ ταπείνωση, ἀπροσπάθεια καὶ ὑπομονή. Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε ποτὲ ἀργό. Κανεὶς δὲν τὸν ἄκουσε ποτὲ ν’ ἀργολογεῖ. Ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν παραμέλησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία τοῦ θεοῦ γιὰ τὸ ἐργόχειρο.
Βλέποντας ὁ ἡγούμενος τὴ φιλοπονία, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ ὁσίου, ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν πληροφορία νὰ τὸν ἀναδείξει Ἱερέα.
Ἀπὸ τὴ μέρα τῆς χειροτονίας του ὁ μακάριος Ἀλύπιος ἔλαμψε ἀκόμη περισσότερο μὲ τὶς μοναχικές του ἀρετὲς καὶ μὲ τὴ συνέπεια στὰ ἱερατικά του καθήκοντα.
Ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ γίνει πνευματικὸς καὶ νὰ συγχωρεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του αὐτῆς συνδέεται καὶ μὲ ἀξιόλογα θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ παρασιωπήσουμε ὅσα γνωρίζουμε.
Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἀπὸ τὸ Κίεβο προσβλήθηκε ἀπὸ λέπρα. Ἀπεγνωσμένα ζητοῦσε βοήθεια ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Αὐτοὶ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Πάνω στὴν ἀπελπισία του κατέφυγε στοὺς εἰδωλολάτρες μάγους, ἐλπίζοντας νὰ γίνει καλὰ μὲ τὰ δαιμονικὰ θεραπευτικά τους μέσα. Ὄχι ὅμως ὠφέλεια δὲν εἶδε, ἀλλὰ καὶ χειροτέρεψε.
Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους του τὸν συμβούλεψε νὰ πάει στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων καὶ νὰ παρακαλέσει τοὺς πατέρες νὰ τὸν βοηθήσουν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ δυστυχής, ἐνῷ εἶχε πιστέψει πὼς θὰ τὸν ἔκαναν καλὰ οἱ δαιμονολάτρες μάγοι, δὲν παραδεχόταν ὅτι μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φιλόχριστοι μοναχοί. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀποφάσιζε νὰ πάει στὰ Σπήλαια. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὶς φορτικὲς προτροπὲς τοῦ φίλου του, κάμφθηκε ἡ ἀντίδρασή του. Κίνησε γιὰ τὴ μονὴ μὲ μισὴ καρδιά, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς δικούς του.
Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου. Τοῦ ἄλειψε ἐπίσης τὰ μάτια καὶ τὸ κεφάλι μὲ τὸ ἴδιο νερὸ καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγει. Ὅταν ὅμως ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος βρέθηκε στὸ σπίτι του διαπίστωσε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶχε ἐπιδεινωθεῖ. Οἱ πληγές του ἄνοιξαν κι ἔτρεχαν πύο, ἐνῷ τὸ σῶμα του ἀνέδιδε μιὰν ἀφόρητη δυσοσμία, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς ἀνθρώπους μακριά. Αἰτία τοῦ κακοῦ ἦταν, ὅπως ἀποδείχτηκε ἀπ’ ὅσα ἀκολούθησαν, ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἀμετανοησία του.
Ὁ λεπρὸς ἄρχισε νὰ θρηνεῖ καὶ νὰ ὀδύρεται γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε. Πολλὲς ἡμέρες ἔμεινε κλεισμένος καὶ ἀπομονωμένος στὸ σπίτι του. Γεμᾶτος ντροπὴ κι ἀπόγνωση γιὰ τὸ θέαμα ποὺ ἐμφάνιζε καὶ τὴ δυσοσμία ποὺ ἀνέδιδε, περίμενε τὸ θάνατο, ποὺ δὲν φαινόταν νὰ εἶναι μακριά.
Ἀλλὰ νά! Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τὸν φώτισε καὶ κατάλαβε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιάς του. Καὶ σὰν δεύτερος Δαβίδ, φώναζε ἀπὸ μακριὰ στοὺς συγγενεῖς του: «Ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπον μου! Ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου, ἐπειδὴ χωρὶς πίστη καὶ μὲ τὴν καρδιὰ λερωμένη ἀπὸ ἁμαρτίες τόλμησα νὰ πάω στὴ μονὴ καὶ νὰ ζητήσω θεραπεία»!
Σηκώθηκε καὶ ξαναπῆγε ἀμέσως στὸ μοναστήρι. Ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε στὸν ὅσιο Ἀλύπιο. Μὲ δάκρυα συντριβῆς ὁ λεπρὸς τοῦ ἐξομολογήθηκε ὅλα τ’ ἁμαρτήματά του καὶ μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἄφεσή τους.
Ὁ ὅσιος τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ἔργο μεγάλο καὶ σωτήριο πραγματοποίησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση τῶν παραπτωμάτων σου. Θυμᾶσαι τί λέει ὁ βασιλιᾶς καὶ προφήτης Δαβίδ»;
«Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μοῦ τῷ Κυρίω καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου».
«Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε καὶ τώρα μὲ σένα. Ἐξομολογήθηκες μετανοημένος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, κι Ἐκεῖνος σὲ συγχωρεῖ, σὰν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι».
Ἀφοῦ ὁ θεοφώτιστος Ἀλύπιος εἶπε πολλὰ σωτήρια καὶ ὠφέλιμα λόγια στὸν ἀσθενῆ, πῆρε λίγο ἀπὸ τὸ χρῶμα ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὴν ἁγιογραφία καὶ ἄλειψε τὶς πληγές του. Ὕστερα τὸν ἔφερε στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν κοινώνησε μὲ τὰ Τίμια Δῶρα. Τέλος, τὸν ὁδήγησε σὲ μία γωνία, ὅπου βρισκόταν μιὰ λεκάνη μὲ νερό. Μ’ αὐτὸ πλένονταν οἱ ἱερεῖς μετὰ τὴ θεία Εὐχαριστία.
«Πλύσου μ’ αὐτὸ τὸ νερό»!, εἶπε ὃ ὅσιος στὸν ἄρρωστο.
Ἐκεῖνος, ξέπλυνε τὰ χρώματα καὶ αὐτοστιγμεὶ — ὦ τοῦ θαύματος! οἱ πληγὲς ἐξαφανίστηκαν καὶ τὸ πρόσωπό του καθάρισε!
Ἔπεσε ἀμέσως στὰ πόδια τοῦ ὁσίου καὶ τὰ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης του, ἐπειδὴ τὸν ἀπάλλαξε τόσο ἀπὸ τὴ σωματικὴ ὅσο καὶ τὴν ψυχικὴ λέπρα.
Ἔκπληκτοι ἔμειναν οἱ συγγενεῖς τοῦ λεπροῦ σὰν εἶδαν τὸ θαῦμα. Καὶ ρωτοῦσαν:
«Μὰ πὼς ἔγινε αὐτό; Γιατί τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἦρθε στὸ μοναστήρι ἡ ἀρρώστια του ἐπιδεινώθηκε, ἐνῷ τώρα θεραπεύτηκε»;
«Ἀδελφοί», τοὺς ἔλεγε ὁ πνευματέμφορος Ἀλύπιος, «ὁ Κύριος μᾶς λέει: Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δούλευε πρὶν μὲ τὴν ἁμαρτία στὸν ἐχθρό μας διάβολο. Καὶ ὅταν ἀρρώστησε, πάλι σ’ ἐκεῖνον πῆγε γιὰ νὰ θεραπευτῆ: στοὺς μάγους καὶ τὰ μαγικά. Καὶ δὲν πίστευε στὸν Κύριο σὰν μοναδικὸ Σωτῆρα καὶ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Τὴν πρώτη φορὰ ἦρθε μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη ἀπιστία καὶ ἀκαθαρσία. Γι` αὐτὸ καὶ ἡ ἀσθένειά του ἐπιδεινώθηκε. Διότι ὁ Κύριος εἶπε: πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. Τώρα ὅμως ποὺ ἦρθε μὲ πίστη ἀλλὰ καὶ μὲ μετάνοια, ὁ Θεὸς τὸν θεράπευσε».
Μετὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ ὁσίου Ἀλυπίου, οἱ ἄνθρωποι ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια κι ἔφυγαν «δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἰς ἤκουσαν καὶ εἶδον…».
Στὴν ἴδια πόλη του Κιέβου ζοῦσε κάποιος φιλόχριστος, ποὺ εἶχε χτίσει μὲ ἔξοδα τοῦ ἕνα μικρὸ ναό, καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐμπλουτίσει μ‘ ἑπτὰ μεγάλες εἰκόνες. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἔδωσε σὲ δυὸ γνωστούς του μοναχοὺς τῆς Λαύρας ἀρκετὰ ἀσημένια νομίσματα, καθὼς καὶ τὰ ξύλα ποὺ χρειάζονταν, καὶ τοὺς εἶπε:
«Σᾶς παρακαλῶ πατέρες, πεῖτε στὸν παπα–Ἀλύπιο νὰ δεχτεῖ τὸ ἀργύριο τοῦτο, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζωγραφίσει ἑπτὰ εἰκόνες γιὰ τὸ ἐκκλησάκι μου».
Ἀλίμονο ὅμως! Ἐκεῖνοι οἱ δύο ἦταν μόνο κατὰ τὸ φαινόμενο μοναχοί! Ἡ ψυχή τους ἦταν παραδομένη στὸν πονηρό, γεμάτη κακία, φθόνο καὶ φιλαργυρία. Τί ἔκαναν λοιπόν; Συμφώνησαν νὰ κατακρατήσουν τὰ χρήματα καὶ νὰ μὴν ποῦν τίποτα στὸν Ἀλύπιο, ποὺ τὸν φθονοῦσαν πολὺ γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ τὴν ἐπίδοσή του στὴν ἁγιογραφία. Ἦταν κι ἐκεῖνοι ἁγιογράφοι. Βοηθοὶ τοῦ ὁσίου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν πνευματική τους ραθυμία δὲν τοὺς ἔδινε ὃ Θεὸς τὸ ἀνυπέρβλητο χάρισμα τοῦ θεσπέσιου Ἀλύπιου. Κρέμασαν λοιπὸν τὰ σανίδια σ’ ἕνα παρεκκλήσι τῆς μονῆς, ποὺ ἦταν σχεδὸν πάντοτε κλειστό, κι ἔκρυψαν τὰ χρήματα σὲ ἀσφαλισμένο μέρος, χωρὶς τύψεις γιὰ τὴ μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ἔκαναν.
Πέρασε καιρός. Ὁ πελάτης ἔστειλε μήνυμα στοὺς δυὸ μοναχούς, ρωτῶντας τους γιὰ τὴν παραγγελία του. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀπάντησαν πὼς ὁ Ἀλύπιος ζητᾶ ἄλλα τόσα ἀργυρᾶ νομίσματα! Χωρὶς διαμαρτυρία ὁ χριστιανὸς τὰ ἔστειλε, μὲ τὴν παράκληση νὰ ἐπισπευτεὶ ἡ ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας. Κι αὐτὰ ὅμως τὰ καταχράστηκαν οἱ ἀθεόφοβοι μοναχοί.
Ὑποδουλωμένοι ἐντελῶς στὴν κακία καὶ τὴν ἀπληστία, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ζητήσουν καὶ τρίτη φορὰ χρήματα, λέγοντας πάλι ὅτι τάχα τὰ ζητᾶ ὁ Ἀλύπιος.
Ὁ φιλόθεος ἄνθρωπος οὔτε τώρα ἀρνήθηκε. Γνωρίζοντας τὴν πολιτεία τοῦ ὁσίου, πίστεψε πὼς τὰ χρήματα ποὺ εἶχε στείλει τὶς δύο προηγούμενες φορὲς δὲν ἦταν ἀρκετά. Τοῦ ἔστειλε λοιπὸν ἀνυποψίαστος ἄλλα τόσα, ζητῶντας μὲ ἀγαθότητα τὶς προσευχὲς καὶ τὴν εὐλογία του.
Ὅταν ὅμως μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ χριστιανὸς ἔστειλε πάλι στὸ μοναστήρι κάποιον γιὰ νὰ μάθη ἂν εἶναι ἕτοιμες οἱ εἰκόνες του, οἱ δυὸ ἐκεῖνοι μοναχοί, σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια, εἶπαν ὅτι ὁ Ἀλύπιος, ἂν καὶ ἔλαβε τριπλῆ ἀμοιβή, ἀρνεῖται νὰ ζωγραφίσει τὶς εἰκόνες.
Ἔκπληκτος καὶ σκανδαλισμένος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κίνησε μὲ μεγάλη συνοδεία γιὰ τὸ μοναστήρι. Διηγήθηκε μὲ παράπονο στὸν ἡγούμενο Νίκωνα τὸ πάθημά του καὶ ζήτησε τὴν ἐπανόρθωση τῆς ἀδικίας ποὺ εἶχε τάχα ὑποστεῖ ἀπὸ τὸν παπα-Ἀλύπιο.
Ὁ μέγας Νίκων κάλεσε τὸν ὅσιο καὶ τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Γιατί πάτερ Ἀλύπιε ἀδίκησες αὐτὸ τὸ χριστιανό; Τόσες φορὲς σὲ παρακάλεσε καὶ τόσα χρήματα σοῦ ἔστειλε γιὰ τὶς εἰκόνες του. Τί σημαίνουν ὅλα ὅσα ἄκουσα τώρα, ἀδελφέ; Ἐγὼ μέχρι τώρα νόμιζα ὅτι ἤσουν ἀφιλοχρήματος καὶ ζωγράφιζες τὶς εἰκόνες γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του».
«Τίμιε Γέροντα», ἀποκρίθηκε ἀπορημένος ὁ ὅσιος, «ἡ ἁγιοσύνη σοῦ γνωρίζει ὅτι δὲν ἀμέλησα ποτὲ τὸ ἱερὸ ἐργόχειρό μου οὔτε τὸ ἐξάσκησα γιὰ τὰ χρήματα. Καὶ τώρα δὲν γνωρίζω γιὰ ποιό πρᾶγμα μιλᾶς».
«Τρεῖς φορὲς δὲν σὲ πλήρωσε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τοῦ φτιάξης ἑπτὰ εἰκόνες; Δὲν σοῦ ἔστειλε καὶ τὰ σανίδια γι’ αὐτές; Γιατί δὲν ἐκπλήρωσες τὴν παραγγελία του; Καὶ ποὺ εἶναι τὰ ξύλα τῶν εἰκόνων»;
Ὅμως ὁ ὅσιος Ἀλύπιος τίποτα δὲν εἶχε νὰ πεῖ.
Τότε ὁ ἡγούμενος ἔστειλε δύο-τρεῖς μοναχοὺς νὰ φέρουν τὰ σανίδια. Αὐτοί, κατὰ συγκυρία τὴν προηγούμενη μέρα τὰ εἶχαν δεῖ μέσα στὸ παρεκκλήσι καὶ εἶχαν ἀναρωτηθεῖ γιὰ τὸν προορισμό τους. Ὁ ὅσιος Νίκων κάλεσε ἐπίσης τοὺς δυὸ μοναχοὺς ποὺ εἶχαν πάρει τὰ χρήματα γιὰ τὶς εἰκόνες.
Ἄλλες ὅμως εἶναι οἱ βουλὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα τὰ κελεύσματα τοῦ θαυματουργοῦ Θεοῦ. Τί συνέβη δηλαδή; Μόλις μπῆκαν οἱ ἀδελφοὶ στὸ παρεκκλήσι, τί βλέπουν! Ἐκεῖ ποὺ χθὲς εἶδαν νὰ κρέμονται σκέτα ξύλα, τώρα ἦταν εἰκόνες ἀπαράμιλλης τέχνης! Εἰκόνες τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου, τῶν ἁγίων! Θαμπωμένοι καὶ συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονός, τὶς ἔφεραν στὸν ἡγούμενο. Ὅταν σὲ λίγο ὅλοι κατάλαβαν τί εἶχε συμβεῖ, ἔπεσαν κάτω καὶ μὲ συγκίνηση προσκύνησαν τὶς θεσπέσιες ἀχειροποίητες εἰκόνες τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, τῆς Παναγίας Μητέρας Του καὶ τῶν ἐκλεκτῶν δούλων Του.
Στὸ μεταξὺ ἦρθαν καὶ οἱ δύο συκοφάντες μοναχοί. Ἀνύποπτοι γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐπιτέθηκαν μὲ ἄπρεπα λόγια στὸν ὅσιο Ἀλύπιο, κατηγορῶντας τον σὰν κλέφτη καὶ ἀπατεῶνα.
Ἀγανακτισμένοι τότε οἱ παρευρισκόμενοι ἀπὸ τὴν ἄδικη ἐκείνη ἐπίθεση, τοὺς ἔδειξαν τὶς εἰκόνες λέγοντας: «Σταματῆστε ἀνόσιοι ἄνθρωποι! Νὰ αὐτὲς οἱ εἰκόνες ποὺ ζωγραφίστηκαν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἀλυπίου καὶ τὴ δική σας ἐνοχή»!
Ἐκεῖνοι δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὰ μάτια τους μ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν. Γεμᾶτοι φόβο καὶ ντροπή, μαζεύτηκαν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ σιώπησαν. Ἀρνήθηκαν ὡστόσο νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἐνοχή τους, ποὺ ἦταν τόσο φανερὴ σὲ ὅλους.
Βλέποντας ὁ ἡγούμενος Νίκων τὸ κατάντημα καὶ τὴν πώρωση τῶν δύο μοναχῶν, τοὺς ἀπέκοψε σὰν σαπρὰ μέλη ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἀδελφότητας, «ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ ἀδελφοὶ φόβον ἔχωσι». Τοὺς ἐδίωξε ἀπὸ τὴ μονὴ γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴ βαρεῖα ψυχική τους πάθηση.
Ἐκεῖνοι καὶ ὅταν ἔφυγαν ἐπέμειναν στὴν κακία καὶ τὸ φθόνο.
Ἄρχισαν νὰ διαδίδουν παντοῦ ὅτι εἶχαν ζωγραφίσει οἱ ἴδιοι τὶς εἰκόνες καὶ ὅτι ὁ προϊστάμενός τους Ἀλύπιος, θέλοντας τάχα νὰ κατακρατήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ χρήματα, ἄφησε νὰ γίνει πιστευτὸ πὼς εἶχαν ζωγραφιστὴ ἀχειροποίητα καὶ θαυματουργικά.
Ἀλλὰ οἱ συκοφαντίες αὐτὲς δὲν ἔπιασαν τόπο. Πάλι ὁ ἴδιος ὃ Θεὸς ἐπενέβη καὶ μὲ νέα θαυμαστὰ γεγονότα ἐπιβεβαίωσε τὸ θαῦμα.
Δόξασε τὸ δοῦλο Τοῦ Ἀλύπιο καὶ κατήσχυνε τοὺς συκοφάντες.
Συνέβη δηλαδή, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, νὰ ξεσπάσει λίγα χρόνια ἀργότερα μεγάλη πυρκαγιὰ στὸ Κίεβο, ποὺ ἔκανε στάχτη μεγάλο μέρος τῆς πόλεως. Κάηκε τότε καὶ ὁ ναὸς ὅπου βρίσκονταν οἱ ἑπτὰ ἀχειροποίητες εἰκόνες. Ὅταν ἡ φωτιὰ σβήστηκε, ἐνῷ ὁ ναὸς εἶχε ἀποτεφρωθεῖ ἐντελῶς, οἱ εἰκόνες βρέθηκαν ἄθικτες, σὰν καινούργιες!
Ὁ ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Βλαδίμηρος Β’ ὁ Μονομάχος πληροφορήθηκε γιὰ τὸ θαῦμα. Γιὰ νὰ πιστέψει ὅμως θέλησε νὰ τὸ δὴ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια. Πράγματι, πῆγε στὸν τόπο τῆς συμφορᾶς, ὅπου βρῆκε τὰ πάντα κομμένα καὶ σωριασμένα σὲ φρικτὰ ἐρείπια. Μόνον οἱ ἑπτὰ εἰκόνες ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο σὰν νὰ μὴν τὶς εἶχε ἀγγίξει ὄχι φλόγα ἀλλὰ οὔτε καπνός.
Ἐκεῖ ὁ Βλαδίμηρος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος ὅτι οἱ μορφὲς τῶν εἰκόνων δὲν εἶχαν γίνει ἀπὸ ἀνθρώπινο χέρι. Εἶχαν ἐμφανιστεῖ θαυματουργικὰ πάνω στὰ σανίδια μὲ τὴ δύναμη τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καὶ γιὰ χάρη τοῦ ἀδικημένου δούλου Τοῦ Ἀλυπίου.
Συγκινημένος ὁ ἡγεμόνας ζήτησε μιὰν εἰκόνα, ἐκείνη ποὺ παρίστανε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ τὴν ἔστειλε στὸ Ροστώφ, στὴν πέτρινη ἐκκλησία ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνεγείρει ἐκεῖ. Καὶ ἐδῶ ὅμως ἡ εἰκόνα σώθηκε θαυματουργικά, ὅταν σ’ ἕνα σεισμὸ ἡ ἐκκλησία γκρεμίστηκε κι ἔγινε συντρίμμια. Κατόπιν μεταφέρθηκε σὲ ἄλλη ξύλινη ἐκκλησία, ἀλλὰ κι αὐτὴ σύντομα πῆρε φωτιὰ καὶ κάηκε. Γιὰ τρίτη φορὰ ἡ ἀχειροποίητη εἰκόνα ἔμεινε ἀβλαβής, χωρὶς ἴχνος μάλιστα τῆς φωτιᾶς, ποὺ κράτησε πολλὲς ὧρες.
Ἂς ἔρθουμε τώρα στὸ θαῦμα ποὺ συνδέεται μὲ τὰ τέλη τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Ἀλυπίου.
Κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς ἔδωσε στὸν Ὅσιο παραγγελία νὰ ζωγραφίσει τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὴν εἶχε τάξει στὴν Παναγία νια τὴν πανήγυρη της, στὶς 15 Αὔγουστου καὶ παρακάλεσε νὰ εἶναι ἕτοιμη ἐγκαίρως.
Ἀλλὰ σὲ λίγες ἥμερες ὁ θεοφιλὴς Ἀλύπιος ἀρρώστησε βαριά. Ἡ κοίμησή του πλησίαζε. Ἔτσι ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκπληρώσει τὴν παραγγελία.
Ὁ χριστιανὸς ἐκεῖνος ἔπεσε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἦρθε στὸν ἅγιο, ποὺ βρισκόταν στὴν κλίνη σὲ κακὴ κατάσταση καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ βρεῖ μιὰ λύση ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμη ἡ εἰκόνα στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως.
«Μὴ θλίβεσαι, παιδί μου», ἀποκρίθηκε μὲ σβησμένη φωνὴ ὁ ὅσιος. «Ἔχε ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ στὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἡ εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου θὰ βρίσκεται στὴ θέση της τὴν Ἡμέρα τῆς ἑορτῆς».
Παρηγορημένος ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του χαρούμενος.
Ὡστόσο, ὅταν ἦρθε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς γιὰ νὰ πάρει τὴν εἰκόνα, διαπίστωσε πὼς δὲν ἦταν ἕτοιμη, ἐνῷ ὁ μακάριος Ἀλύπιος εἶχε βαρύνει περισσότερο. Δυσαρεστημένος τότε ἔλεγε: «Γιατί, παπα-Ἀλύπιε, δὲν μὲ εἰδοποίησες γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας σου; Θὰ ἔβρισκα ἄλλον ἁγιογράφο νὰ μοῦ φτιάξη τὴν εἰκόνα. Ἔχω ὑποσχεθεῖ νὰ τὴν πάω στὴν ἐκκλησία αὔριο. Τί θὰ κάνω τώρα; Μὲ ντρόπιασες! Δὲν τὸ περίμενα αὐτὸ ἀπὸ σένα»!
«Τέκνο μου», ἀποκρίθηκε μὲ πραότητα ὁ ὅσιος, «μήπως ἀπὸ ραθυμία δὲν ἑτοίμασα τὴν εἰκόνα σου;… Νὰ ξέρης πὼς ὁ Κύριος μπορεῖ μόνο μ’ ἕνα Τοῦ λόγο νὰ ζωγραφίσει τὴν εἰκόνα τῆς Μητέρας Του. Ἐγὼ βέβαια ἤδη ἀναχωρῶ ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὅπως μοῦ φανέρωσε ὁ Θεός. Ἐσένα ὅμως δὲν θὰ σ’ ἀφήσω λυπημένο».
Παρὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ ἁγίου ὅμως, ὁ χριστιανὸς ἔφυγε συγχυσμένος.
Ἀλλὰ νά! Σὲ λίγο μπῆκε μέσα στὸ κελὶ ἕνας ὁλόλαμπρος, φωτεινὸς νέος. Στάθηκε μπροστὰ στὸ καβαλέτο κι ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως σιωπηλός. Ὁ ὅσιος τὸν παρατήρησε προσεκτικά. Πρῶτα ἅπλωσε στὴν εἰκόνα τὸ χρυσό. Ἔπειτα ἔπιασε νὰ δουλεύει τὰ χρώματα μὲ ἀπίστευτη ταχύτητα. Σὲ τρεῖς ὧρες εἶχε κιόλας τελειώσει!
Στράφηκε τότε στὸν κατάκοιτο ὅσιο καὶ τοῦ εἶπε:«Πάτερ! Τῆς λείπει τίποτα; Ἔσφαλα σὲ κάτι»;
Πολὺ καλὴ τὴν ἔκανες, ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Ὁ Θεὸς σὲ βοήθησε νὰ τὴν κάνης ὑπέροχη.
Μετὰ ἀπ‘ αὐτὸ ὁ θεόσταλτος «ζωγράφος» πῆρε στὰ χέρια του τὴν εἰκόνα κι ἔγινε ἄφαντος.
Στὸ μεταξὺ ὁ χριστιανὸς ποὺ τὴν εἶχε παραγγείλει δὲν μπόρεσε νὰ κλείσει μάτι ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ τὴ μεγάλη του λύπη.
Ξημέρωνε ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ πανήγυρη, Ἀλίμονο, θὰ γινόταν χωρὶς τὴν εἰκόνα της!
Τὸ πρωὶ σηκώθηκε μὲ βαρεῖα καρδιὰ καὶ κίνησε γιὰ τὴν ἐκκλησία. Δὲν εἶχε ξημερώσει ἀκόμη καλά-καλά. Ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔφτασε στὸ ναό. Θὰ μποροῦσε ἀνενόχλητος νὰ κλάψει ἐκεῖ γιὰ τὸ σφάλμα του.
Μόλις ὅμως μπῆκε μέσα, τί νὰ δή! Ἡ εἰκόνα, πανέμορφη κι ἀστραφτερή, ἦταν τοποθετημένη στὸ προσκυνητάρι της!
«Κύριε ἐλέησον»! φώναξε, κι ἔπεσε κάτω, πιστεύοντας ὅτι βλέπει ὅραμα. Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ὅμως, ἄρχισε νὰ πείθεται ὅτι ἡ εἰκόνα ἦταν πραγματική.
«Ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ» θυμήθηκε τὴ διαβεβαίωση τοῦ ὁσίου Ἀλύπιου, ὅτι ἡ εἰκόνα θὰ εἶναι ἕτοιμη στὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας.
Γεμᾶτος δέος σηκώθηκε καὶ γύρισε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ εἰδοποιήσει τοὺς δικούς του. Κι ἔτρεξαν ὅλοι μὲ χαρὰ μεγάλη στὴν ἐκκλησία, κρατῶντας κεριὰ καὶ θυμιάματα.
Ἀντίκρισαν τὴν εἰκόνα νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο. Τόσο πολύ, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν κοιτάξουν κατὰ πρόσωπο. Ἔπεσαν στὴ γῆ καὶ τὴν προσκύνησαν τρέμοντας ἀπὸ συγκίνηση.
Μετὰ τὴν ἑορτὴ ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος χριστιανὸς ἦρθε στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ θαῦμα. Πῆγαν μαζὶ στὸν ἀξιομακάριστο Ἀλύπιο.
Ὁ ἡγούμενος τὸν ρώτησε: «Πάτερ Ἀλύπιε, πὼς καὶ ἀπὸ ποιόν ζωγραφίστηκε ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου»;
Ἐκεῖνος τότε τοὺς διηγήθηκε ὅλα ὅσα ἔγιναν.
«Ἄγγελος Θεοῦ τὴν ἔφτιαξε», εἶπε. «Αὐτὸς τὴν πῆγε καὶ στὴν ἐκκλησία. Καὶ νά! Ὁ ἴδιος ἄγγελος στέκεται τώρα ἐδῶ, δίπλα μου, περιμένοντας ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ πάρει τὴν ψυχή μου. Τὸν βλέπετε; Εὐλογητὸς ὁ Θεός»!
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ὅσιος, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Ἦταν 17 Αὐγούστου. Οἱ ἀδελφοὶ κήδεψαν μὲ τιμὲς τὸ τίμιο σῶμα του στὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, δίπλα στοὺς ἄλλους κεκοιμημένους πατέρες.
Ἔτσι ὁ ἅγιος καὶ θαυματουργὸς εἰκονογράφος Ἀλύπιος, ποὺ στόλιζε τὶς ἐκκλησίες μὲ τὶς εἰκόνες του, στόλισε τώρα ὁ ἴδιος τόσο τὴ γῆ ὅσο καὶ τὸν οὐρανό. Τὴ γῆ, μὲ τὸ σεπτὸ καὶ πάναγνο σῶμα του. Καὶ τὸν οὐρανό, μὲ τὴν ὁσία ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητὴν τῶν Σπηλαίων Κιέβου φίλεργον, τὸν εἰληφότα τὴν χάριν, γράφειν εἰκόνας σεπτάς, καὶ πρὸς τοῦτο ὑπ’ Ἀγγέλων βοηθούμενον, Ὅσιον καὶ θαυματουργόν, ἐπαινέσωμεν πιστοί, Ἀλύπιον τὸν θεόπνουν, ἀναβοῶντες· εἰκόνας, ἡμᾶς ἀνάδειξον χρηστότητος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Εἰκονογράφον τὸν σεπτὸν καὶ ἀγγελόβιον, χαριτωθέντα οὐρανόθεν ὡς ἑπόμενον, ἀρετῇ Ὁσίων πάλαι κλεινῶν Πατέρων, ἐν Σπηλαίοις τοῦ Κιέβου τὸν ασκήσαντα, καὶ πρὸς δόμους οὐρανῶν πολλοὺς ἰθύναντα, πίστει κράζοντες· Χαίροις μάκαρ Ἀλύπιε.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
17 Αὐγούστου 2025 ἑορτάζουν:
Ἅγιος Μύρων
Ἅγιοι Στράτων, Φίλιππος, Εὐτυχιανὸς καὶ Κυπριανός
Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μοναχὸς ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα τῆς Πίνδου
Ἅγιοι Παῦλος καὶ Ἰουλιανὴ καὶ οἱ μαζὶ μ’ αὐτοὺς μαρτυρήσαντες Στρατόνικος, Κοδράτος καὶ Ἀκάκιος οἱ δήμιοι
Ἅγιοι Θύρσος, Λεύκιος, Κορωνάτος καὶ ἡ συνοδεία τους
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρματίου
Ὅσιος Αἴγλων
Ὅσιος Ἠλίας ὁ Νέος
Ἅγιος Μακάριος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὅσιος Ἀλύπιος ὁ Εἰκονογράφος ὁ ἐν Σπηλαίῳ
Ἅγιος Γεώργιος ὁ Προσκυνητῆς
Ἅγιοι Εὐτύχιος ἐπίσκοπος Γορτύνης, Εὐτυχιανὸς Ὁσιομάρτυρας καὶ Κασσιανή
Ἅγιοι Ἀπόστολος, Ζαχαρίας καὶ Δημήτριος οἱ Νεομάρτυρες ἐξ Ἅ. Μουλίων
Σύναξη τῶν ἐν Λευκάδι Ἁγίων
Σύναξη τῆς Παναγίας Πρέκλας στὴν Σκιάθο
Συντάκτης












