Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεῖς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλων μιμητής, ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγω ἐμπρέπων πρακτικῶ, καὶ σοφία ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ο αββάς Αρσένιος ενώ ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, οδήγησέ με πώς να σωθώ». Και άκουσε φωνή όπου του έλεγε: «Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και σώζεσαι».
Ο ίδιος όταν έφυγε από τον κόσμο και εισήλθε στον μοναχικό βίο, πάλι έκανε την ίδια προσευχή. Και άκουσε φωνή να του λέγει: «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας».
Ο Όσιος αββάς Αρσένιος ο Μέγας απέφευγε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις των Μοναχών, και κατά τις γιορτές όταν πήγαινε στην εκκλησία, κρυβόταν πίσω από μία κολώνα ή πήγαινε σε μία γωνιά για να μην τον βλέπουν, ούτε ο ίδιος άλλον να προσέξει. Τα τσίνορα του έπεσαν από το κλάμμα. Είχε πάντα το πένθος γι’ αυτό συνέχεια τα μάτια του ήταν δακρυσμένα και ένα πανί στον κόρφο του, για (να σκουπίζει) τα δάκρυα πού έτρεχαν συνεχώς . Αυτό μόλις είδε ο Αββάς Ποιμήν του είπε : «Μακάριος είσαι Αρσένιε, γιατί έκλαψες αρκετά στην ζωή τούτη. Έτσι, στην άλλη ζωή θα χαίρεσαι παντοτινά και δεν θα πενθήσεις ούτε θα κλάψεις ποτέ». Γιατί αυτός που δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλάψει εκεί αιωνίως.
Έλεγαν οι γέροντες πως απ’ όλους τους πατέρες της ερήμου ο Όσιος Αρσένιος και ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης αποστρέφονταν την δόξα των ανθρώπων. Και ο μεν Αρσένιος σπανιότατα και με δυσκολία συναντούσε και συζητούσε με άνθρωπο, ο δε Θεόδωρος συζητούσε μεν, αλλά τα λόγια του έβγαιναν κοφτά σαν μαχαίρι.
Ο αββάς Αρσένιος συνήθιζε να επαναλαμβάνει συνεχώς στον εαυτό του την φράση: «Αρσένιε, μέμνησο δι’ ό εξήλθες». Δηλαδή: Θυμήσου για ποιό λόγο άφησες τον κόσμο.
Άλλοτε πάλι έλεγε : «Όσες φορές μίλησα μετανόησα, όσες φορές σιώπησα δεν μετανόησα ποτέ».
Είπε ο αββάς Μάρκος στον αββά Αρσένιο: «Γιατί μας αποφεύγεις;» Και του λέει ο Γέρων: «Ο Θεός γνωρίζει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί με τον Θεό και μαζί με τους ανθρώπους. Οι μυριάδες και χιλιάδες Δυνάμεις των Ουρανών ένα θέλημα έχουν˙ ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν ν’ αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».
Ο αββάς Δανιήλ γράφει: Ο Αρσένιος περνούσε όλη τη νύχτα αγρυπνώντας. Στην αυγή τον έπιανε η νύστα και έλεγε στον ύπνο.
-΄Ελα δούλε κακέ.
Κοιμόταν για λίγο στο σκαμνάκι του.
-Πόσος ύπνος μας χρειάζεται, τον ρώτησαν; Για τον προχωρημένο μοναχό και τον αγωνιστή αρκεί να κοιμάται μία ώρα.
Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν: «το Σάββατο βράδυ άπλωνε τα χέρια του προς τον ουρανό, σαν άλλος Μωυσής, προσευχόμενος έχοντας πίσω του τον ήλιο, ώσπου ο ήλιος έλαμπε πάλι στο πρόσωπό του. Δηλαδή προσευχόταν από τη Δύση μέχρι την Ανατολή του ηλίου.»!
ΠΗΓΗ