Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας. Τοιχογραφία στην Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία Παναγία του Ljeviš 14ος αι. στην πόλη Πρίζρεν του Κοσσυφοπεδίου. Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ζάγκρεμπ-Λουμπλιάνας: https://mitropolija-zagrebacka.org/kalendar-pocetni-14/ Φωτογραφία: blagofund.org
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου, λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
Α’. Σκοπός της ενανθρωπήσεως
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=414145
1. Απόδοσις της αθανασίας
3. Αυτά λοιπόν μυθολογούν αυτοί [οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες]· η θεία όμως διδασκαλία και η κατά Χριστόν πίστις ελέγχει την ματαιολογίαν των ως αθεΐαν. Ούτε αυτομάτως εδημιουργήθησαν, διότι υπάρχει πρόνοια, ούτε εξ υπαρχούσης ύλης, διότι δεν είνε αδύνατος ο Θεός· αλλά γνωρίζει η Γραφή ότι εκ του μηδενός και χωρίς να υπάρχη τίποτε ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα διά του Λόγου, καθώς λέγει διά του Μωυσέως· «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γε 1, 1)· και διά του ωφελιμωτάτου βιβλίου του Ποιμένος· «Πρώτα απ’ όλα πίστευε, ότι ένας είνε ο Θεός, ο οποίος έκτισε τα πάντα και ετακτοποίησε και τα έφερεν από την ανυπαρξίαν εις την ύπαρξιν»*.
Αυτό το επισημαίνει και ο Παύλος λέγων· «Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας βήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλεπόμε να γεγονέναι» (Εβ 11,3).
Ο Θεός λοιπόν είνε αγαθός, ή μάλλον η πηγή της αγαθότητος· εις τον αγαθόν δε δεν δύναται να δημιουργηθή φθόνος διά τίποτε· και ως εκ τούτου χωρίς να φθονή κανέναν διότι υπάρχει, εδημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός διά του ιδίου Λόγου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Περισσότερον από όλα τα δημιουργήματα της γης ηλέησε το ανθρώπινον γένος, το οποίον, επειδή είδεν ότι δεν είνε ικανόν να παραμείνη όπως εξ αρχής εδημιουργήθη, επροίκισε με περισσότερα χαρίσματα· έπλασε τους ανθρώπους όχι απλώς όπως τα άλογα ζώα της γης αλλά κατά την ιδικήν του εικόνης, και τους μετέδωκε και την δύναμιν του ιδίου Λόγου, ώστε να έχουν τρόπον τινά μερικάς σκιάς του Λόγου και να γίνουν λογικοί, και να δυνηθούν να παραμείνουν εις την ευτυχίαν, ζώντες τον αληθινόν και πράγματι παραδείσιον βίον των αγίων.
Επειδή πάλιν εγνώριζεν, ότι η θέλησις των ανθρώπων έχει την δυνατότητα να κλίνη και προς τα δύο, επρόλαβε και εξησφάλισε με νόμον και τόπον την χάριν που τους έδωκε. Τους έβαλε δηλαδή εις τον παράδεισόν του και τους έδωκε νόμον.
Ώστε, εάν φυλάξουν την χάριν και παραμείνουν καλοί, να ζουν εις τον παράδεισον χωρίς λύπας και πόνους και μερίμνας, και εκτός αυτού να έχουν και υπόσχεσιν της ουρανίου αφθαρσίας· εάν όμως παραβούν τον νόμον και με την αποστροφήν προς τον Θεόν γίνουν κακοί, να γνωρίζουν ότι θα υποστούν την φθοράν του θανάτου εις την οποίαν υπόκειται η φύσις των, και δεν θα ζουν πλέον εις τον παράδεισον, αλλ’ εν συνεχεία θα πεθάνουν έξω από αυτον και θα παραμένουν εις τον θάνατον και εις την φθοράν.
Αυτό το επεσήμανεν εκ των προτέρων και η θεία Γραφή λέγουσα εξ ονόματος του Θεού· «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή· από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού· η δ᾽ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γε 2, 16-17). Το «θανάτω αποθανείσθε» δεν σημαίνει ασφαλώς απλώς θάνατον, αλλά αιωνίαν παραμονήν εις τον θάνατον και την φθοράν.
4. Ίσως απορείς, διατί τέλος πάντων ενώ εσκοπεύαμεν να ομιλήσωμεν περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, τώρα διηγούμεθα περί της αρχής των ανθρώπων. Αλλά και αυτό δεν είνε ξένον προς τον σκοπόν της πραγματείας.
Διότι είνε ανάγκη, εφ’ όσον ομιλούμεν περί της εμφανίσεως του Σωτήρος εις ημάς, να ομιλήσωμεν και περί της αρχής των ανθρώπων, διά να γνωρίζης, ότι η ιδική μας αιτία έγινεν εις εκείνον αφορμή διά να κατέλθη, και η ιδική μας παράβασις εκάλεσεν εις βοήθειαν την φιλανθρωπίαν του Λόγου, ώστε να έλθη κοντά μας και να εμφανισθή ο Κύριος εις τους ανθρώπους.
Δι’ ιδικήν μας υπόθεσιν εκείνος εσαρκώθη και διά την σωτηρίαν μας από φιλανθρωπίαν κατεδέχθη να εμφανισθή με ανθρώπινον σώμα.
Έτσι λοιπόν έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον και ηθέλησε να παραμείνη εις την αφθαρσίαν.
Οι άνθρωποι όμως από αμέλειαν απεμακρύνθησαν από την ορθήν περί Θεού αντίληψιν, εσκέφθησαν και επενόησαν διά τους εαυτούς των την κακίαν, όπως ελέχθη και εις την πραγματείαν, κατεδικάσθησαν εις θανατον συμφώνως προς την προαγγελθείσαν απειλήν, και εις το εξής δεν παρέμειναν όπως επλάσθησαν· οι λογισμοί των τους διέφθειραν, και ο θάνατος εβασίλευεν εις αυτούς.
Μάλιστα η παράβασις της εντολής τους επανέφερεν εις το κατά φύσιν, ώστε, όπως από την ανυπαρξίαν ήλθον εις την ζωήν, έτσι είνε φυσικόν να υφίσταται διά του χρόνου η υπαρξίς των φθοράν.
Διότι εάν εκ φύσεως είνε τοιούτοι, ώστε να μη υπάρχουν ποτέ, και διά της ενεργείας και φιλανθρωπίας του Λόγου εκλήθησαν εις την ύπαρξιν, επόμενον ήτο, αφού έχασαν την έννοιαν περί Θεού και κατήντησαν εις τα «ουκ όνταν (ουκ όντα είνε τα κακά, και όντα τα καλά, επειδή έγιναν από τον όντα Θεόν) να χάσουν και την δυνατότητα του να υπάρχουν πάντοτε.
Αυτό σημαίνει το ότι διαλυόμενοι μένουν εις τον θάνατον και την φθοράν. Εκ φύσεως λοιπόν ο άνθρωπος είνε θνητός, επειδή βεβαίως επλάσθη εκ του μηδενός.
Με την ομοιότητα όμως προς τον όντα, την οποίαν θα εφύλαττε διά της κατανοήσεως του Θεού, ηδύνατο να αμβλύνη την φυσικήν φθοράν και να παραμείνη άφθαρτος, όπως λέγει η Σοφία· «Τήρησις νόμων εξασφάλισις αφθαρσίας» (Σοφ. Σολ. 6, 18).
Ευρισκόμενος εις την αφθαρσίαν, θα εζούσεν εις το εξής όπως ο Θεός, καθώς κάπου το επισημαίνει και η θεία Γραφή λέγουσα· «Εγώ είπα, θεοί εστε, και υιοί Υψίστου πάντες· υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε» (Ψα 81, 6-7).
* Ερμά, Ποιμήν, εντολή 1, 1.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.
