Προφήτης Μωυσής.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Προφήτης Μωυσής: Έξοδος 17
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=411905
Εξ. 17,1 Όλον το πλήθος των Ισραηλιτών, κατόπιν εντολής του Κυρίου, εξεκίνησαν από την έρημον Σιν κατά τμήματα και κατεσκήνωσαν εις Ραφιδείν. Εκεί όμως δεν υπήρχε νερό, διά να πίη ο λαός.
Εξ. 17,2 Και οι Ισραηλίται ύβριζον τον Μωυσήν λέγοντες· «δος μας νερό να πιούμε»! Και εκείνος τους απήντησε· «διατί με υβρίζετε; Διατί πειράζετε τον Κύριον;»
Εξ. 17,3 Ο ισραηλιτικός λαός εδίψησε πολύ εκεί για νερό και εγόγγυζων εναντίον του Μωυσέως λέγοντες· «διατί μας το έκαμες αυτό; Μας έβγαλες από την Αίγυπτον, διά να φονεύσης ημάς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας με την φοβεράν δίψαν;»
Εξ. 17,4 Με θερμήν προσευχήν ετόνισεν ο Μωυσής προς τον Θεόν· «τι να κάμω, Κύριε, στον λαόν αυτόν; Ολίγον ακόμη και θα με λιθοβολήσουν με μανίαν».
Εξ. 17,5 Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν· «προχώρησε εμπρός από τον λαόν αυτόν, πάρε μαζή σου μερικούς από τους γεροντοτέρους του λαού· πάρε εις τα χέρια σου την ράβδον, με την οποίαν εκτύπησες τον Νείλον ποταμόν, και προχώρει.
Εξ. 17,6 Εγώ δε θα έχω σταθή εκεί πριν από σε εις την γυμνήν πέτραν του όρους Χωρήβ. Κτύπησε την πέτραν και θα αναπηδήση ύδωρ από αυτήν, διά να πίη όλος ο λαός». Όπως είπεν ο Θεός, έτσι έκαμεν ο Μωυσής ενώπιον των Ισραηλιτών.
Εξ. 17,7 Έδωσε δε στον τόπον εκείνον το όνομα «Πειρασμός και Λοιδόρησις» διά τας ύβρεις των υιών Ισραήλ και διότι επίκραναν τον Κύριον λέγοντες· «είναι άραγε ο Θεός μαζή μας ή όχι;»
Εξ. 17,8 Εκεί δε εις την Ραφιδείν επήλθον οι Αμαληκίται και επολεμούσαν τους Ισραηλίτας.
Εξ. 17,9 Είπε δε ο Μωυσής στον Ιησούν, τον υιόν του Ναυή· «διάλεξε και πάρε μαζή σου άνδρας δυνατούς και αύριον έβγα να αντιπαραταχθής εις πόλεμον εναντίον των Αμαληκιτών. Εγώ δε θα είμαι εις την κορυφήν του λόφου και η ράβδος του Θεού θα είναι στο χέρι μου».
Εξ. 17,10 Έκαμεν ο Ιησούς του Ναυή, όπως του είπεν ο Μωυσής· έξήλθεν από το στρατόπεδον των Εβραίων και ήρχισε πόλεμον κατά των Αμαληκιτών. Ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Ωρ ανέβησαν εις την κορυφήν του λόφου.
Εξ. 17,11 Και συνέβαινε τούτο το παράδοξον· όταν ο Μωυσής προσευχόμενος ύψωνε τας χείρας, ενικούσαν οι Ισραηλίται. Όταν δε κατεβίβαζε τας χείρας του, ενικούσαν οι Αμαληκίται.
Εξ. 17,12 Αι χείρες όμως του Μωυσέως, γέροντος πλέον, ήσαν αδύνατοι, του εφαίνοντο βαρείαι και οψούμεναι τον εκούραζον. διά τούτο έλαβον λίθον και τον έθεσαν κάτω από τον Μωυσήν, όπου αυτός εκάθισεν. Ο δε Ααρών και ο Ωρ, ο ένας από το ένα μέρος και ο άλλος από το άλλο εστήριζον τας υψωμένας χείρας του Μωυσέως. Έτσι δε αι υψωμέναι χείρες του προσευχομένου Μωυσή υπεβαστάζοντο μέχρι της δύσεως του ηλίου.
Εξ. 17,13 Κατά τας ώρας δε αυτάς ο Ιησούς του Ναυή έτρεψεν εις φυγήν τους Αμαληκίτας στρατιώτας και όλον αυτόν τον λαόν τον εφόνευσε με μαχαίρας.
Εξ. 17,14 Ο Κύριος είπε προς τον Μωυσήν· γράψε αυτό το γεγονός εις βιβλίον, διά να μένη πάντοτε εις ανάμνησιν και ειπέ στον Ιησούν του Ναυή να το ακούση καλά ότι οπωσδήποτε θα εξαλείψω την μνήμην των Αμαληκιτών από όλην την γην, την υπό τον ουρανόν».
Εξ. 17,15 Οικοδήμησεν εκεί ο Μωυσής θυσιαστήριον προς τιμήν και λατρείαν του Κυρίου και ωνόμασεν αυτό «Κύριος καταφυγή μου».
Εξ. 17,16 Διότι ο Κύριος αοράτως και μυστικώς με το παντοδύναμο χέρι του πολεμεί τους Αμαληκίτας από γενεών εις γενεάς.
Μετάφραση Ιωάννη Κολλιτσάρα. Από http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/02.%20Exodus.htm