Ὁ ἀείμνηστος παπα-Φώτης Λαυριὡτης μετὰ ἀπὸ βάπτιση στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Νεομάρτυρος Λουκᾶ στὰ Πάμφιλα.
Mᾶς διηγήθηκε ή πολυτάλαντος καὶ πατριώτισσα συγγραφέας τῆς Λέσβου, κ. Βασιλική Ράλλη τὰ ἀκόλουθα: «Ο παπα-Φώτης ήταν ἕνας Ἅγιος ἄνθρωπος του Θεού. Κάθε χρόνο όργανώνεται ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη μία προσκυνηματικὴ ἐκδρομὴ γιὰ τὰ Μοσχονήσια γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀναμνήσεως τοῦ ἐν Χώναις θαύματος, στὶς 6 Σεπτεμβρίου. Πρίν ἀρρωστήσει ὁ παπα-Φώτης ἦλθε μαζί μας. Ἡ ἀγάπη του για τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες ἦταν μεγάλη. Ὅλοι μας είχαμε τακτοποιήσει γιὰ τὰ τῆς παραμονῆς μας. Ὁ παπα-Φώτης ὅμως παρόλο ποὺ ἦταν προγραμματισμένο νὰ παραμείνει κι αὐτὸς στὸ ξενοδοχεῖο, ἐκεῖνος προτίμησε νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ ἐγκαταλελειμμένου ἀρχαίου μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὰ Σέληνα (ἡ κανονική ὀνομασία τῆς Μονῆς εἶναι Ἀσέληνα ἐπειδὴ τὸ μοναστήρι βρίσκεται μέσα σὲ μιὰ πυκνὴ βλάστηση ποὺ κρύβει τὸ κτιριακό συγκρότημα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Σελήνης, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πῆρε τὴν ὀνομασία Ἀσέληνα καὶ ἀπὸ τὴν παραφθορά τῆς λέξεως λέγεται σήμερα Σέληνα). Γιὰ νὰ πάει κανεὶς στὸ μοναστήρι πρέπει νὰ περπατήσει μέσα σε χωματόδρομο καὶ γιὰ πολλὴ ὥρα. Ὁ παπα-Φώτης προτίμησε νὰ πάει ἐκεῖ νὰ μείνει.
Ὅταν ξημέρωσε καὶ ἐπέστρεψε τὸν ρώτησα: «Παπα-Φώτη δὲν φοβήθηκες ἐκεῖ ποὺ πῆγες μόνος σου;». Κι ὁ παπα-Φώτης: «Τί νὰ φοβηθῶ. Δὲν φοβήθηκα. Πῆγα μπὰς καὶ δῶ τὸν Ἄγιο Δημήτριο, ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἄξιος». Κι ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Εἶσαι ἄξιος παπα-Φώτη μου».
Ὁ παπα-Φώτης σύμφωνα μὲ μαρτυρίες τῶν ἴδιων τῶν Τούρκων πήγαινε τακτικά ἀπέναντι καὶ ὄργωνε κυριολεκτικὰ ὅλους τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια. Συνήθως κοιμόταν μέσα σ’ αὐτά. Ἐκεῖνος μὲ τὴν εὐλάβεια ποὺ τὸν διέκρινε τὰ θεωροῦσε ὅλα ἁγιάσματα τῆς πίστεώς μας.
Κάποιος Τούρκος συγγραφέας ὀνόματι Ἀλὴ Ὀνάι κάποτε ἔγραψε σε ἕνα δημοσίευμα του για την καταστροφὴ τῆς παλαιᾶς καὶ ἀρχαίας ἐκκλησιᾶς τῆς Παναγίας τῶν Μοσχονησίων, ὅτι ἡ αἰτία τῆς καταστροφής της ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι. Σημείωνε δὲ στὸ δημοσίευμά του ὅτι ὁ παπα-Φώτιος Λαυριώτης ἐπισκεπτόμενος τὸν ἐρειπωμένο καὶ χαλασμένο ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα ναὸ τῆς Παναγίας ἔσκυψε κάτω κοντὰ στὸν τόπο τῆς ἁγίας Τράπεζας καὶ πῆρε μὲ εὐλάβεια ἕνα πετραδάκι κι ἀφοῦ τὸ προσκύνησε εὐλαβικὰ τὸ ἔβαλε μὲ σεβασμό στὴν τσέπη του γιὰ εὐλογία. Αὐτὸς ἦταν ὁ παπα-Φώτης τὸν ὁποῖον ἀναγνώριζαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Τούρκοι. Συνήθως μπροστά τους γιὰ νὰ κάνει εὔκολο τὸ προσκύνημά του καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ Τουρκικὲς ἀστυνομικὲς ἀρχὲς ἔκανε τὶς σαλότητές του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τοῦρκος τελώνης ὅταν κάποια φορὰ πήγαμε ἀπέναντι καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν παπα-Φώτη νὰ βγάλει τὸ ράσο του (στὴν Τουρκία ἀπαγορεύεται νὰ κυκλοφοροῦν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ μὲ ράσα, ἐκτὸς τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικού Πατριάρχου στὸν ὁποῖο ἐπιτρέπεται ή ρασοφορία), τὸν ἀποκάλεσε «Σερσέμ παπάζ», δηλ. παραβός, σαλός παπὰς καὶ φυσικὰ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ μπαίνει καὶ νὰ βγαίνει στὴν Τουρκία, ὅποτε ὁ παπα-Φώτης ἤθελε, χωρὶς ἐλέγχους καὶ διαδικασίες…
Πρὶν πολλὰ χρόνια ὁ παπα-Φώτης βάπτισε κάποιον Ίρακινό, μουσουλμάνο στὸ ναό του στὸν Ἅγιο Λουκά στὰ Πάμφιλα. Μοῦ ζήτησε νὰ γίνω ἡ ἀνάδοχός του. Ἡ βάπτιση ἔγινε στο προαύλιο τοῦ ναοῦ, γιατὶ ὁ ναὸς τότε κτιζόταν. Ἦταν τότε θυμᾶμαι μήνας Ὀκτώβριος. Ὁ καιρὸς ἦταν κατάμαυρος καὶ συννεφιασμένος ἕτοιμος γιὰ βροχή. Τοῦ λέμε: «Παπα-Φώτη δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν βαπτίσουμε γιατὶ θὰ βρέξει». «Νὰ σκάστει ούλοι σας καὶ ἡ βάπτιση θὰ γίν’.». Ποῦ θὰ βαπτιζόταν ὅμως ὁ Ἰρακινὸς ποὺ ἦταν μεγάλος καὶ ἡ κολυμβήθρα δὲν θὰ τὸν χωρούσε; Σε λίγο μπροστὰ στὴν ἀπορία τους μεταφέρει ὁ παπα-Φώτης ἕνα βαρέλι μέσα στὸ ὁποῖο οἱ ἐργάτες ἔσβηναν τὸν ἀσβέστη. Ἀφοῦ τὸ καθάρισαν ἀμέσως προετοίμασαν ζεστό νερό σε ἕνα καζάνι, ἀφοῦ πρῶτα ἄναψαν φωτιά.
Μόλις τελείωσε ἡ προετοιμασία τοῦ νεροῦ, ὦ τοῦ θαύματος! σχίζονται τὰ σύννεφα καὶ βγαίνει ἕνας λαμπερός καὶ ζεστὸς ἥλιος.
Ὅλοι μας ἐνῶ ἔκανε κρύο καὶ φορούσαμε πολλὰ ροῦχα, τὰ πετάξαμε ὅλα ἐξαιτίας τῆς ζέστης. Κατὰ τὴν βάπτιση ὁ Ἰρακινὸς ἔλαβε δύο ὀνόματα κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ παπα-Φώτη, Δημήτριος καὶ Λογγίνος, ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἑόρταζε ἡ ἐκκλησία τὴ μνήμη του (16 Ὀκτωβρίου). Ὁ παπα-Φώτης ἔδωσε ἐντολὴ καὶ γέμισαν μέχρι ἐπάνω τὸ βαρέλι νερό. Ἔπειτα ἔκανε μία βάπτιση ἀνεπανάληπτη. Ὅταν τέλειωσε τοῦ εἶπα: «Παπα-Φώτη τί βάπτιση ἦταν αὐτή;». Κι ὁ παπα-Φώτης μὲ φυσικότητα καὶ πολλὴ χαρὰ ἀπήντησε: «Ὅταν βαπτίζω ἀκολουθῶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ λέγω ὅλα τὰ λόγια. Τίποτα δὲν πηδῶ. Ὅλα τὰ λέγω». Ἀφοῦ τελείωσε ἡ βάπτιση ξανασυννέφιασε ὁ οὐρανὸς καὶ ἔβρεχε ὅλη τὴ νύχτα μέχρι τὸ πρωί…
Ο παπα-Φώτης ἐρχόταν τακτικὰ μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι μου. Ἦταν πτωχὸς καὶ ἀφιλάργυρος. Προτιμοῦσε νὰ δίνει τὰ χρήματά του σὲ ὅποιον τοῦ τὰ ζητοῦσε καὶ νὰ ὑποφέρει, παρὰ νὰ τὰ κουβαλάει. Στὴ Μυτιλήνη τὰ γυφτάκια μόλις τὸν ἔβλεπαν ἔκαναν τὴν τρελή χαρά τους. Ήξεραν ὅτι ἄν ὁ παπα-Φώτης ἔχει χρήματα θὰ τοῦ τὰ πάρουν μέχρι τελευταίας δεκάρας, ποὺ λέμε. Κάποτε μπροστά μου συνέβη ὁ παπα-Φώτης νὰ περικυκλωθεῖ ἀπὸ τὰ γυφτάκια. Τοῦ ζητοῦσαν χρήματα. Ἐκεῖνος ἀφοῦ κυριολεκτικὰ ἄδειασε τὶς τσέπες του καὶ τοὺς ἔδωσε ὅ,τι κουβαλοῦσε ἔφυγε ἀτάραχος. Ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὰ παιδιά.
Τῆς κόρης μου τὸν γυιὸ τὸν ἐβάπτισε ὁ παπα-Φώτης. Ἤθελε ἡ κόρη μου ὁπωσδήποτε ὁ παπα-Φώτης νὰ βαπτίσει τὸ παιδί της γιατὶ ἔλεγε ὅτι θὰ πάρει χάρη ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ θὰ γίνει ταπεινὸ ὅπως ἦταν καὶ ὁ παπα-Φώτης. Τὸ ἐγγονάκι μου τὸ βάπτισε στὸν Ταξιάρχη τοῦ Μανταμάδος καὶ τὸ ἔβγαλε Ἄγγελο-Παναγιώτη. Ὁ παπα-Φώτης πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν βάπτιση ἦταν μέσα στη χαρά του. Πολὺ χάρηκε γιὰ τὴν πρόσκληση τῆς κόρης μου νὰ βαπτίσει ἐκεῖνος τὸ παιδί της. Τὸ θεώρησε μεγάλη τιμή. Κάθε φορὰ ποὺ θὰ μὲ ἔβλεπε μοῦ ἔλεγε: «Τὸ παιδὶ καὶ τὰ μάτια σας!».
Μιὰ χρονιὰ ἦρθε ὁ παπα-Φώτης ἀνήμερα τῶν Εἰσοδίων στὴ Θερμὴ γιὰ τὴν πανήγυρι τῆς ἐνορίας μας. Ὁ παπα-Φώτης ὅμως φοροῦσε δύο εἰδῶν παντόφλες. Ἡ μία ἐξ αὐτῶν εἶχε κομμένη τὴν φτέρνα. Ὅταν τέλειωσε καὶ ξεφορέθηκε τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν εἶδα καὶ μιλήσαμε τοῦ εἶπα: «Παπα-Φώτη τέτοια μεγάλη μέρα, ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, πῶς καὶ ἦρθες μὲ δύο διαφορετικές παντόφλες στὸ πανηγύρι μας». Κι ὁ παπα-Φώτης μὲ φυσικότητα καὶ ἑτοιμότητα λόγου ἀνεπανάληπτη μοῦ ἀπήντησε: «Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία ἦρθα στὸ πανηγύρι σας, δὲν ἦρθα γιὰ νὰ προβάλλω τὰ παπούτσια μου».
Πηγή: «Παπα-Φώτης Λαυριώτης, Σημεῖον Ἀντιλεγόμενον (1913-2010+) ἕνας αἰῶνας ζωῆς καὶ μαρτυρίας» π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, εκδ. «Παναγία η Κοσμοσώτειρα», σελ.124-127
Συντάκτης














