«Χριστός Παντοκράτορας, Η Σοφία του Θεού», 14ος αι. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, από τον Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Μοναχού Παύλου, «Ευεργετινός», τόμος 1ος.
Υπόθεση Α’. Κανείς δεν πρέπει ποτέ να απελπίζεται, έστω και αν διέπραξε πολλές αμαρτίες, αλλά να ελπίζει, ότι δια της μετανοίας θα σωθεί.
Κάποιος αδελφός νικημένος από το πάθος της πορνείας επιτελούσε καθημερινά την αμαρτία. Αλλά και κάθε μέρα όμως, με δάκρυα και προσευχές, προσέπιπτε στον Δεσπότη και Κύριο και λάμβανε απ’ Αυτόν συγγνώμη. Ενώ δε είχε μετανοήσει, την επόμενη ημέρα, εξαπατώμενος και πάλι από την αισχρή συνήθεια, επιτελούσε την αμαρτία.
Έπειτα, μετά την εκτέλεση της αμαρτίας, μετέβαινε στην Εκκλησία, όπου έπεφτε μπροστά στην τίμια και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με πικρά δάκρυα εξομολογείτο προς τον Ιησού:
«Κύριε, ελέησον με, και σήκωσε από πάνω μου τον φοβερό αυτό πειρασμό, διότι με βασανίζει φοβερά και με τραυματίζει με την πικρία των ηδονών. Δεν έχω, Δέσποτα μου, καθαρό το πρόσωπο πλέον, για να ατενίσω την εικόνα Σου και να δω την αγία Σου μορφή, και την λαμπρότερη από τον ήλιο θέα του προσώπου Σου, ώστε να γλυκαθεί ή καρδιά μου και να ευχαριστηθεί».
Ενώ δε ακόμη τα χείλη του ψιθύριζαν τους λόγους αυτούς, μόλις εξερχόταν από την εκκλησία, έπεφτε εκ νέου στον βόρβορο.
Παρ’ όλα ταύτα όμως δεν απελπιζόταν για την σωτηρία του, αλλά επιστρέφοντας από την αμαρτία, φώναζε, εντός της εκκλησίας, τα ίδια προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Κύριο ή έλεγε τα εξής:
«Κύριε μου, σε ορίζω εγγυητή στην υπόσχεση μου, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα διαπράξω πότε πλέον αυτή την αμαρτία. Μόνον, αγαθέ και πολυεύσπλαχνε Κύριε, συγχώρησε όσες αμαρτίες από την αρχή μέχρις αυτής της στιγμής έχω διαπράξει».
Μόλις δε έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι βρισκόταν αιχμάλωτος της πονηρής του αμαρτίας. Και άξιζε κανείς να θαυμάσει την γλυκύτατη φιλανθρωπία του Θεού και την άπειρη αγαθότητα, με την οποίαν ανεχόταν καθημερινά την αδιόρθωτη και πονηρή παράβαση και αγνωμοσύνη του αδελφού! Πραγματικά ο Θεός, λόγω του πλήθους του ελέους Του, επιζητούσε επίμονα την μετάνοια του αμαρτάνοντος εκείνου αδελφού και την αμετάστρεπτη επιστροφή του. Διότι αυτό συνέβαινε όχι επί ένα ή δύο ή τρία έτη, αλλά πλέον των δέκα ετών.
Βλέπετε, αδελφοί μου, την αμέτρητη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Δεσπότη; Πώς συνεχώς μακροθυμεί, επιδεικνύει προς εμάς καλοσύνη, υπομένοντας τα φοβερά ανομήματα και αμαρτήματα μας; Εκείνο δε που προκαλεί την κατάπληξη και τον θαυμασμό για τους πλούσιους οικτιρμούς του Θεού, είναι ότι δεν οργιζόταν εναντίον του εν λόγω αδελφού, που αν και συμφωνούσε να μη επαναλάβει την αμαρτία, ψευδόταν συνεχώς.
Μία ημέρα λοιπόν, όπου γίνονταν αυτά που περιγράφουμε, αφού ο αδελφός διέπραξε την αμαρτία, έρχεται τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας, αναστενάζοντας και κραυγάζοντας με σπαραγμό, για να επισύρει την ευσπλαχνία του αγαθού Δεσπότη, να τον ελεήσει και να φύγει από τον βόρβορο της ασωτίας.
Καθώς λοιπόν παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, βλέποντας ο αρχέκακος και φθορέας των ψυχών μας διάβολος, ότι τίποτε δεν κερδίζει, διότι όσα αυτός επιτύγχανε διά της αμαρτίας, τα εξαφάνιζε διά της μετανοίας ο αδελφός, αποθρασυνθείς, λοιπόν, παρουσιάζεται στον αδελφό οφθαλμοφανώς, έχοντας το βλέμμα του προς την σεβάσμια εικόνα του Χριστού και λέγοντας προς τον ευσπλαχνικό μας Σωτήρα:
«Τι θα γίνει με εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ, η άπειρη συμπάθεια σου προς τον αμαρτωλό με νικά και με συντρίβει στο έδαφος, διότι εξακολουθείς να δέχεσαι αυτό τον πόρνο και τον άσωτο, ο οποίος καθημερινά σε εμπαίζει και καταφρονεί την δύναμη σου. Γιατί λοιπόν δεν τον κατακαίς, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Διότι θα δικάσεις κάποτε τους μοιχούς και τους πόρνους και θα εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς.
Πράγματι δεν είσαι δίκαιος Κριτής, αλλά όπου νομίσει η δύναμη Σου κρίνει επιεικώς και παραβλέπει. Έτσι ενώ εμένα για μικρή παράβαση υπερηφάνειας με έριξες από τους ουρανούς στην άβυσσο, αυτόν εδώ, καίτοι είναι πόρνος και άσωτος, επειδή όμως ενώπιον της εικόνας Σου έχει ριχτεί, του χαρίζεις με ηρεμία την συμπάθεια Σου.
Προς τι λοιπόν Σε ονομάζουν δικαιότατο Κριτή; Διότι, όπως βλέπω, και Συ, από πολλή καλοσύνη, δέχεσαι πρόσωπα ανθρώπων και παραβλέπεις το δίκαιο».
Αυτά τα έλεγε ο Διάβολος φαρμακωμένος από την πολλή του πίκρα, ενώ έβγαζε από τα ρουθούνια του μαύρη φλόγα.
Αφού είπε αυτά ο διάβολος σιώπησε. Εν συνεχεία ακούστηκε φωνή, προερχομένη από το ιερό Θυσιαστήριο, λέγοντας τα εξής:
«Ω δράκοντα παμπόνηρε και καταστρεπτικέ, δεν ικανοποίησες ακόμη την καταστρεπτική και πονηρή σου επιθυμία, το να καταπιείς τον κόσμο; Αλλά έχεις ακόμη το θράσος να προσπαθείς, να αρπάξεις και αυτόν εδώ, που προσήλθε συντετριμμένος για να ζητήσει το έλεος της ευσπλαχνίας μου, και να τον καταπιείς; Έχεις την δύναμη να παραθέσεις τόσα πολλά αμαρτήματα, για να νικήσεις, μ’ αυτά, στον ζυγό της δικαιοσύνης, το τίμιο Αίμα, που έχυσα επάνω στον Σταυρό, χάριν αυτού; Ιδού η σφαγή μου και ο θάνατος μου προσφέρθηκαν για να συγχωρηθούν οι ανομίες του.
Αλλά και συ, όταν επιστρέφει και πάλι στην αμαρτία, δεν τον αποδιώχνεις, αλλά τον δέχεσαι μετά χαράς και δεν τον περιφρονείς, ούτε τον εμποδίζεις να διαπράξει την αμαρτία, από ελπίδα μήπως τον κερδίσεις. Και εγώ που είμαι ελεήμων και φιλάνθρωπος και συμβούλευσα τον κορυφαίο Απόστολο μου Πέτρο να συγχωρεί τον αμαρτάνοντα εβδομήντα φορές το επτά την ημέρα, να μη τον ελεήσω και να μη τον σπλαγχνισθώ; Βεβαίως μόνο και μόνο, διότι καταφεύγει σε μένα, δεν θα τον αποστραφώ, μέχρις ότου τον κερδίσω.
Άλλωστε εγώ σταυρώθηκα για τους αμαρτωλούς και χάρη της σωτηρίας τους άπλωσα επάνω στον σταυρό τις άχραντες παλάμες μου, ώστε εκείνος που το επιθυμεί, να καταφεύγει σε μένα και να σώζεται. Γι’ αυτό λοιπόν κανέναν δεν αποστρέφομαι, ούτε εκδιώκω, έστω και εάν φταίξει μυριάκις της ημέρας και μυριάκις επανέλθει κοντά μου και αυτός δεν θα αποχωρήσει από τον Ναό μου λυπημένος, διότι δεν ήλθα να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια».
Κατά το διάστημα που ακουγόταν αυτή η φωνή, ο διάβολος παρέμενε στην θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί. Κατόπιν άρχισε εκ νέου η φωνή να λέει: «Άκουσε, απατεώνα και γι’ αυτά που λες, ότι δήθεν είμαι άδικος. Απ’ εναντίας εγώ είμαι προς όλους δίκαιος, διότι σε όποια κατάσταση βρω τον άνθρωπο, σ’ αυτή και τον κρίνω. Ιδού λοιπόν και αυτόν τον βρήκα προ ολίγου να μετανοεί, να έχει επιστρέψει από την αμαρτία, να βρίσκεται μπροστά στα πόδια μου με ειλικρινή διάθεση να εγκαταλείψει την αμαρτία και ως εκ τούτου να σε έχει νικήσει.
Γι’ αυτό θα τον παραλάβω αμέσως τώρα και θα σώσω την ψυχή του, διότι δεν απελπίστηκε στην σκληρή προσπάθεια της σωτηρίας.
Εσύ δε κοίταξε την τιμή που δέχτηκε γι’ αυτό, να σκάσεις από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς».
Ενώ λέγoνταν αυτά ο μετανοών αδελφός είχε ριχτεί μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα, με το πρόσωπο κατά γης και θρηνολογώντας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Συγχρόνως με την εις Κύριον εκδημία του μετανοήσαντος αδελφού, επέπεσε στον σατανά μεγάλη οργή, σαν φωτιά από τον ουρανό, και τον κατέτρωγε.
Από αυτό το περιστατικό, αδελφοί μου, ας πληροφορηθούμε την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Δεσπότη έχουμε, ώστε ποτέ πλέον να μη απογοητευθούμε για τις αμαρτίες μας, αλλά μετά ζήλου να φροντίσουμε για την σωτηρία μας.