Τὸ 1996 θέλησα νὰ νοικιάσω ἕνα ξένο χωράφι. Τὸ μίσθωσα γιὰ κάθε στρέμμα ἀνερχόταν στὶς 40000 δραχμές.
Συμφώνησα καὶ τὸ ἔκλεισα χωρὶς ὁ σύζυγός μου νὰ εἶναι παρών.
Ὅταν πῆγα στὸ σπίτι, μοῦ φώναξε γιὰ τὸ πολὺ ὑψηλὸ μίσθωμα κι ἐγώ του εἶπα,:
Μὴν μὲ μαλώνεις, τώρα τὸ ἔκλεισα.
Βρὲ γυναῖκα, 40000 δραχμὲς τὸ στρέμμα καὶ ἄλλες 40000 τὰ ἔξοδα κάθε στρέμματος ἐμεῖς τί θὰ πάρουμε, τί θὰ κερδίσουμε, μοῦ ἀπάντησε.
Ἐγὼ τὸ ἔκλεισα καὶ ὁ Θεὸς βοηθός, εἶπα.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες πήγαμε στὸ χωράφι καὶ ὁ σύζυγός μου τράβηξε τὸ πρῶτο αὐλάκι νὰ σπείρει.
Ἐγὼ κάνω τὴν προσευχή μου καὶ γονατίζω στὴν μέση τοῦ χωραφιοῦ.
Παρακαλῶ τον π. Ἰάκωβο:
Πάτερ Ἰάκωβε, θέλω τὴν δύναμή σου. Πάτερ Ἰάκωβε, βοήθησε με.
Γύρισα καὶ κοίταξα πρός την Εὔβοια. Ἔσκυψα καὶ φίλησα τὸ χῶμα.
Σὲ δέκα ἡμέρες, ὀνειρεύτηκα πὼς ἤμουν στὸ χωράφι καὶ σκάλιζα τὶς πατάτες.
Ξαφνικὰ βλέπω τὸν πατέρα Ἰάκωβο νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὴν περιστέρα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τὰ ἀκουμπᾶ στὸ χωράφι καὶ νὰ ἀρχίζει νὰ διαβάζει.
Ἐγὼ εὐθὺς ἀμέσως ἔτρεξα κοντά του, γονάτισα δίπλα ἀπὸ τὴν περιστέρα καὶ τὸν παρακάλεσα.
–Πάτερ Ἰάκωβε, διάβασε καὶ λίγο τὴν πατάτα μας νὰ πάει καλά.
Τὴν πατάτα διαβάζω, μοῦ ἀπάντησε.
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔνοιωσα μία ἀνακούφιση. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ δὲν εἶπα τίποτα στὸν σύζυγό μου, γιατί φοβόμουν μήπως μὲ κοροϊδέψει.
Ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς νὰ βγάλουμε τὴν πατάτα, πήραμε τοὺς ἐργάτες καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ χωράφι.
Ὅταν φτάσαμε κοκκαλώσαμε ὅλοι, καθὼς ἀντικρίσαμε τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο θέαμα. Στὸ χωράφι, δὲν ὑπῆρχε χῶμα, παρὰ μόνο πατάτα.
Ὁ σύζυγός μου κατάπληκτος εἶπε:
Βρὲ γυναῖκα, τί γίνεται ἐδῶ;
Τελικὰ εἴχαμε ἑπτὰ τόνους ἀνὰ στρέμμα, σχεδὸν διπλάσια παραγωγὴ ἀπὸ τὴν συνηθισμένη.
Εἶπα στὸν σύζυγό μου τὸ ὄνειρο, ποὺ εἶχα δεῖ κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
Χωρὶς καμμιὰ συζήτηση ἕνας τόνος πατάτας θὰ μεταφερθεῖ στὸ Μοναστήρι τοῦ ὁσίου Δαυίδ.
Εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα τὰ θαύματα τοῦ (Ἁγίου) πατρὸς Ἰακώβου.
κ. Ὄρσα Παπαευσταθίου, Λιβανάτες ΦθιώτιδοςΠΗΓΗ