Επί δύο-τρεις μήνες —δεν θυμάμαι ακριβώς— έμεινα ξάπλα στο κρεβάτι. Μετά άπ’ αυτό το διάστημα με σήκωσαν καθιστό και μου έδωσαν να κρατώ δυο πατερίτσες, για να περπατώ. Εγώ δεν τις ήθελα.
Μου λέει ο καθηγητής:
Να τις πάρεις, για να σηκωθείς, γιατί σ’ έφαγε το ξάπλα.
Δεν κράτησε πολύ αυτό με τις πατερίτσες, γιατί άρχισα να ισορροπώ μόνος μου. Φοβόμουνα τις πατερίτσες, μήπως συνηθίσω και μετά δεν μπορέσω να τις αφήσω.
Τότε ο καθηγητής μου λέει:
— Να φροντίσεις ν’ αγοράσεις ένα μπαστούνι.
— Όχι, του λέω, δεν το θέλω.
— είσαι και παπάς, μου λέει, κι είσαι ανυπότακτος;
Να ακούσεις, γιατί θα πέσεις και θα σπάσεις όλα τα κόκαλά σου.
Αναγκάσθηκα τότε να πω στην αδελφή μου:
— Να μου αγοράσετε ένα μπαστούνι. Φτωχοί είμαστε, αλλά πρέπει να μου αγοράσεις ένα μπαστούνι. Να πετάξω τούτα, γιατί στενοχωρούμαι.
Ήταν ένδεκα η ώρα πρωινή και κατέβηκα με τις πατερίτσες στην εκκλησία του νοσοκομείου.
Αμέσως ή αδελφή μου ετοιμάσθηκε για την οδό Αιόλου, για ν’ αγοράσει το μπαστούνι. Ενώ ξεκινούσε, να σου μία κυρία, κρατώντας ένα μπαστούνι στο χέρι, μπήκε μες στην εκκλησία.
— Ο Άγιος Γεράσιμος είναι εδώ; λέει.
— Ναι, παιδί μου, εδώ είναι, της λέει ή νεωκόρος.
— και που βρίσκεται ή εικόνα του Αγίου;
— Να την, απαντάει και της δείχνει την εικόνα.
Τότε αυτή η άγνωστη κυρία πέφτει κάτω στην εικόνα του Αγίου και με δάκρυα του έλεγε δυνατά κι ακούγαμε όλοι:
— Άγιε μου, εγώ δεν σε ήξερα. Ούτε είχα ακούσει ποτέ για σένα. Ούτε το όνομά σου είχα ακούσει κι όμως με τίμησες και μ’ επισκέφθηκες και μου ζήτησες το μπαστούνι πού αγόρασα άπ’ τα Ιεροσόλυμα να το φέρω στο σπίτι σου. Και να, το έφερα, Άγιε μου. Μου είπες: «Το μπαστούνι το θέλω αύριο το πρωί να μου το φέρεις»! Εγώ δεν ήξερα που βρίσκεσαι και ρωτώντας έμαθα και σε βρήκα.
Εγώ με την αδελφή μου και την νεωκόρο καθόμασταν στα στασίδια δίπλα στο παγκάρι. Μας πλησίασε και μας είπε:
– Τι πράγμα ήταν αυτό; Γιατί μου ζήτησε ο Άγιος το μπαστούνι; Τι το ήθελε; Κι η νεωκόρος είπε:
—Άκουσε να δεις, Τι το θέλει ο Άγιος το μπαστούνι.
Ό ίδιος δεν το χρειάζεται, αλλά ο Άγιος έχει και τον υπηρέτη του κι ο υπηρέτης του είναι από δω ο παπάς πού βλέπεις. Είχε σπάσει το πόδι του και μήνες υπέφερε πολλά, αλλά σήμερα σηκώθηκε κι οι γιατροί του είπαν να κρατήσει μπαστούνι. και να, η αδελφή του ήταν έτοιμη να πάει στην οδό Αιόλου, να του αγοράσει το μπαστούνι. Έλα, λοιπόν, πάρε το μπαστούνι από τον Άγιο και φέρε το εδώ στον υπηρέτη του.
Συγκινημένη η κυρία μου έφερε το μπαστούνι και μου φίλησε το χέρι.
Πάρε το, μου λέγει, πάτερ μου, και συγχώρεσε μου τις αμαρτίες. Το αγόρασα στα Ιεροσόλυμα. Είναι άπ’ τον Πανάγιο Τάφο. Έρχομαι, μου λέγει, άπ’ το συνοικισμό Προμπονά, τέρμα Πατήσια. Εκεί πέρα μένω. Εκεί είδα τον Άγιο στον ύπνο μου.
Την ευχαρίστησα. Πήρα το μπαστούνι και το χρησιμοποίησα αμέσως, αφού πέταξα τις πατερίτσες. Αυτό το μπαστούνι τ’ ονόμασα «του Αγίου Γερασίμου» και τ’ αγάπησα πολύ. Το προσέχω να μην το χάσω. Αλλά είναι και πολύ θαυμαστό, γιατί, όταν κανείς πονάει κάπου στο σώμα του, τον χτυπώ λίγο με το μπαστούνι και γίνεται καλά. Πράγματι, είναι πολύ θαυμαστό. Τι ήταν αυτό το πράγμα! Ό Άγιος να φροντίσει για μένα τον ελάχιστο!
Ολοζώντανος παρουσιάστηκε στην κυρία, η οποία ούτε για τον Άγιο Γεράσιμο είχε ακούσει ούτε για μένα. Πολύ θαυμαστά έργα κάνουν oι άγιοι, γι’ αυτό πρέπει να τους τιμάμε. Κι εγώ προσκυνώ τον Άγιο Γεράσιμο, πού είναι ή βακτηρία των ασθενών με την αγιοσύνη και την χάρι του.
Από το βιβλίο: Βίος και Λόγοι Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.
ΠΗΓΗ
πηγή: romioitispolis.gr
ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ & ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΔΕΙΤΕ: >> ΕΔΩ
Discover more from Σημεία Καιρών
Subscribe to get the latest posts sent to your email.













