Μιὰ Ἰουδαία γυναῖκα ἦταν ἔγκυος ἀλλὰ εἶχε τόσους πολλοὺς πόνους καὶ ὀδύνες ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ γεννήσει, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες. Ὅσους τρόπους καὶ ἰατρικὰ κι ἂν δοκίμασαν, δὲν κατάφεραν νὰ τῆς βγάλουν τὸ βρέφος… κι ἔτσι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περίμεναν καὶ τὴν ἴδια τήν ταλαίπωρη νὰ ξεψυχήσει.
Τότε, μιὰ Χριστιανὴ ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ τῆς εἶπε:
Ἂν θέλεις νὰ ἐλευθερωθεῖς, ἐπικαλέσου τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὴν ἄλλη βοήθεια δὲν θὰ βρεῖς.
Καὶ ἡ ἀσθενής, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ μὲ ὅση φωνή της εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ἀφόρητους πόνους, εἶπε ταπεινά:
Εὐλογημένη Μαρία Ἀειπάρθενε, νιώθω πὼς εἶμαι ἀνάξια νὰ σὲ ἐπικαλεστῶ ἡ παμβέβηλος, ἀφοῦ προέρχομαι ἀπὸ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ποὺ φόνευσε τὸν Υἱό σου… Ὅμως, ἐπειδὴ ἔχω ἀκούσει ὅτι ἡ εὐσπλαχνία σου καὶ τὸ ἔλεος δίνεται καθημερινὰ δωρεὰν στοὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τώρα σὲ παρακαλῶ καὶ σὲ ἱκετεύω, λύτρωσέ με ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι καὶ ἐγὼ καὶ τὸ βρέφος ποὺ θὰ γεννήσω θὰ λάβουμε εὐθὺς τὸ ἅγιο Βάφτισμα!
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, τὸ πρῶτο θαῦμα γίνεται καὶ ἡ γυναῖκα γεννάει ἕνα ἀρσενικὸ παιδί! Μόλις συνῆλθε καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι ἡ γυναῖκα, ἐκπλήρωσε μὲ χαρὰ καὶ τὸ τάμα της λαμβάνοντας τὸ ἅγιο Βάπτισμα μαζὶ μὲ τὸ παιδί της.
Ὁ ἄντρας της ἔλειπε σὲ ἕνα χωριὸ καὶ ἐπιστρέφοντας ἔμαθε τὰ γεγονότα. Θύμωσε ὅμως τόσο πολὺ ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ φονεύσει τὸ ἴδιο του τὸ παιδί! Μαζεύτηκαν οἱ γείτονες καὶ βλέποντας τὴν σύγχυση καὶ τὸ κακὸ ποὺ ἔγινε, θέλησαν νὰ πιάσουν τὸν Ἑβραῖο γιὰ νὰ δικαστεῖ, ὅμως, ἐκεῖνος ἔτρεξε νὰ τοὺς ξεφύγει.
Ἐκεῖνοι τὸν κυνήγησαν καὶ ὁ Ἑβραῖος, κουρασμένος καὶ μὴ ἔχοντας ποὺ ἀλλοῦ νὰ κρυφτεῖ, μπαίνει μέσα σὲ ἕναν Ναὸ ποὺ εἶδε στὸν δρόμο του. Βρῆκε ἕνα μέρος μέσα καὶ κρύφτηκε καλὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν βροῦν. Ἔτσι ὅμως ὅπως στεκόταν ἔντρομος, βλέπει ἀπέναντί του μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τότε, ἦρθε σὲ καρδιακὴ κατάνυξη!
Συνειδητοποίησε τὸ τραγικὸ λάθος ποὺ ἔκανε καὶ εἶπε στὴν Παναγία:
Ὦ Δέσποινα, πόση εἶναι ἡ Εὐσπλαχνία σου, ὥστε τώρα νὰ σκεπάζεις καὶ νὰ διαφυλάττεις ἐδῶ ἕνα βρωμερὸ σκυλὶ καὶ ἀσεβέστατο, ποὺ θανάτωσε τὸν Υἱό σου. Τώρα, στέκομαι μέσα στὸν Οἶκο σου καὶ δὲν ἀνοίγει ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιεῖ… Ἀφοῦ ὅμως εἶναι τόση μεγάλη ἡ καλοσύνη σου, σὲ παρακαλῶ, ἐλέησε καὶ μένα, ὅπως ἐλέησε ὁ Πανοικτίρμων Υἱός σου τὸν διώκτη Παῦλο, καὶ συγχώρησε τὶς ἀνομίες μου! Πιστεύω ὅτι ἀφράστως γέννησες τὸν Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ βλαπτεὶ καθόλου ἡ Παρθενία σου. Τὸν Υἱό σου ὁμολογῶ Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, Τοῦ ὁποίου τὸ ἔλεος εἶναι ἄπειρο καὶ ἀμέτρητο!
Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔφτασαν καὶ οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἀμέσως τὸν ἔδεσαν.
Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε:
Σᾶς παρακαλῶ, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, ὁδηγῆστε μὲ πρῶτα σὲ κάποιον ἱερέα νὰ λάβω τὸ Ἅγιο Βάπτισμα… Μάρτυς μου ὁ Θεός, δὲν σᾶς τὸ ζητάω ἀπὸ φόβο τοῦ θανάτου ἢ ἀπὸ δειλία. Ἀφοῦ βαπτιστῶ, τότε δῶστε μου καὶ τὸν θάνατο ποὺ ἀξίζω…
Ἐκεῖνοι σεβάστηκαν τὴν ἐπιθυμία του αὐτὴ καὶ ἐκπλήρωσαν τὰ λόγια του. Μόλις βαπτίστηκε, τὸν παρέδωσαν στὴ δικαιοσύνη, ὅπου καὶ τὸν φυλάκισαν γιὰ νὰ θανατωθεῖ τὴν ἑπόμενη μέρα.
Ἡ γυναῖκα του, θρηνοῦσε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της, κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα. Ἐνῷ ὅμως κρατοῦσε στὰ γόνατά της τὸ νεκρὸ παιδί της καὶ χτυπιόταν, ἕνα δεύτερο θαῦμα συμβαίνει! Βλέπει τὸ παιδί της νὰ ἀνασταίνεται!
Ἀφοῦ ἄκουσε ὅτι ὁ ἄντρας της βαπτίστηκε καὶ πρόκειται τώρα νὰ τὸν θανατώσουν γιὰ τὸ φονικὸ ποὺ ἔκανε, πῆρε ὅλο χαρὰ τὸ παιδὶ καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ δείξει στοὺς δικαστές.
Μόλις τὸ εἶδαν, ὅλοι δόξασαν τὸν Θεό! Ἔπειτα, ἐλευθέρωσαν καὶ τὸν φονιᾶ, ὁ ὁποῖος συγκινημένος ἦρθε ἐκεῖ καὶ ἐρεύνησε τὸ σημεῖο στὸν λαιμὸ τοῦ παιδιοῦ ὅπου καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν μαχαιριά. Τώρα μόνο μιὰ κλειστὴ πληγὴ φαινόταν γιὰ νὰ διακηρύττει τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε!
Πηγή: «Αμαρτωλών Σωτηρία» Αγαπίου Μοναχού του Κρητός
Συντάκτης














