Ἐπειδὴ ὁ Γέροντας μὲ παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο ἀπὸ τὶς 4 μέχρι τὶς 6 καὶ διαβάζουμε τὸν Ὄρθρο, σκέφτηκα ὅτι, ἐπειδὴ τὸ τηλέφωνο εἶναι ὑπεραστικὸ θὰ πληρώνει πολλὰ χρήματα στὸν ΟΤΕ. Γι’ αὐτὸ ὅταν πληρώθηκα ἔβαλα σ’ ἕνα φάκελο 50.000 δρχ. γιὰ νὰ τὶς δώσω.
–Γέροντα, ἔφερα μερικὰ χρήματα, γιατί ὁ λογαριασμὸς τοῦ ΟΤΕ θὰ εἶναι μεγάλος.
–Τί λές, μωρέ; Ἐδῶ θὰ κτίσουμε ἐκκλησία καὶ θὰ δώσουμε τόσα χρήματα στὸν ΟΤΕ; Ρίξτα στὸ κουτὶ ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας.
Τὰ ἔριξα στὸ κουτί. Ἀλλὰ συνέχεια ὁ λογισμὸς μοῦ ἔλεγε: Φαίνεται ὅτι ὁ ΟΤΕ θὰ τοῦ χάρισε κάποια γραμμὴ ἢ κάποιος ἄλλος τὰ πληρώνει.
–Σήκωσέ με. Δῶσε μου τὰ παπούτσια νὰ τὰ βάλω καὶ δέστα.
Πῆρε τὸ μπαστούνι του καὶ μοῦ λέει: Πᾶμε.
Ξαφνιάστηκα. Τὸν κρατοῦσα καὶ σκεφτόμουν: Ποῦ θὰ πᾶμε; Βγήκαμε ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα καὶ προχωρούσαμε πρὸς τὸ καινούργιο κτήριο τὸ ὁποῖο ἦταν ἀκόμα «γιαπί». Ἀνεβήκαμε κάτι σκαλάκια καὶ μοῦ ἔδειξε τὰ καινούργια κελλιά. Μοῦ ἔδειξε τὸ ἐλαφρομπετὸν ποὺ βάζουν γιὰ μονωτικὸ ὑλικό.
Ἀνεβήκαμε σ’ ἕνα κελλάκι ποὺ ἔχει κτιστὸ κρεβάτι καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρό του φαίνεται ἡ θάλασσα.
–Σοῦ ἀρέσει ἐδῶ;
–Ναί, εἶναι πολὺ ὄμορφο, ἀσκητικό.
–Ἀγαπῶ πολὺ τοὺς ἀσκητές. Γι’ αὐτὸ ὁ νοῦς μου εἶναι συνέχεια στὰ Καυσοκαλύβια, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀφήνουν νὰ πάω. Κάποτε ὅμως θὰ πάω καὶ θὰ μείνω ἐκεῖ.
Ξαναγυρίσαμε ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα καὶ περίμενα νὰ ξαπλώσει. Ἐκεῖνος ὅμως προχώρησε πρὸς τὴν εἴσοδο τοῦ κελλιοῦ του καὶ μοῦ εἶπε:
–Τώρα πᾶμε ἐπάνω στὰ παλιὰ κελλιὰ ποὺ εἶναι ἄδεια.
Ἔξω στὸν διάδρομο περίμεναν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ νόμιζαν ὅτι τόση ὥρα εἶμαι μέσα στὸ κελλί. Περίμεναν νὰ βγῶ γιὰ νὰ μποῦν. Ὅταν εἶδαν τὸν Γέροντα ὄρθιο στὸν διάδρομο τάχασαν. Μερικοὶ πρώτη φορὰ ἔβλεπαν ὄρθιο τὸν Γέροντα. Συγκινήθηκαν καὶ ἔτρεξαν νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Προχωρήσαμε κι ἀνεβήκαμε στὸν β’ ὄροφο. Οἱ πόρτες τῶν κελλιῶν ἦταν κλειστές.
–Σ’ αὐτὸ τὸ κελλὶ ἔχουν λιβάνι.
Ἐγὼ σκέφτηκα: «Φαίνεται τὸ μύρισε». Ἐκεῖνος διάβασε τὴν σκέψη μου καὶ εἶδε τὴν ὀλιγοπιστία μου.
–Σ’ ἐτοῦτο ἔχουν ἁπλώσει σιτάρι πλυμένο γιὰ νὰ τὸ ἀλέσουν γιὰ πρόσφορα.
Πάλι ὁ λογισμός μου σκέφτηκε: «Ἔ, καὶ τὸ βρεγμένο σιτάρι ἔχει μιὰ μυρωδιά».
Ὁ Γέροντας ξανάπιασε τὸν λογισμό μου καὶ μοῦ λέει γιὰ τὸ τρίτο κελλί:
–Ἐδῶ ἔχει σκουριάσει τὸ καζανάκι ἐπειδὴ δὲν τὸ τραβᾶμε. Πήγαινε νὰ ρίξεις λίγο νερό.
Πράγματι, ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ ὄντως τὸ νερό, ὅταν τράβηξα τὸ καζανάκι, βγῆκε σκουριασμένο. Ὁπότε σκέφθηκα: «Ἡ σκουριὰ δὲν μυρίζει».
Καθὼς ἐπιστρέφαμε τὸν ἀκούω νὰ ἀπαντᾶ σὲ κάποιον στὸ τηλέφωνο.
–Ἐμπρός, ἐμπρός! Ναί, ναί. Ἔτσι νὰ κάνεις…
Ἔδωσε σὲ κάποιον συμβουλές. Στὰ χέρια του δὲν κρατοῦσε κανένα τηλέφωνο. Ἤμασταν οἱ δυό μας. Ἔμεινα ἀκίνητη. «Μά, πῶς μιλάει χωρὶς τηλέφωνο;».
–Ἄντε, κλεῖστο τώρα καὶ πέρνα κι ἀπὸ δῶ κάποια μέρα νὰ σὲ δοῦμε.
Μοῦ λέει:
–Νά, μωρέ. Αὐτὸς εἶχε ἀνάγκη νὰ ρωτήσει. Ἔπαιρνε κάτω στὸ κελλί, ἀλλὰ δὲν ἤμουνα ἐκεῖ καὶ τὸ σήκωσα ἀπὸ δῶ.
Τότε ξύπνησα. Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας δὲν μοῦ μιλάει μέσῳ τοῦ ΟΤΕ. Μοῦ μιλάει μὲ πνευματικὸ τρόπο, γι’ αὐτὸ εἶπε τὰ χρήματα νὰ τὰ ρίξω στὸ κουτὶ γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας.
–Ἄντε, πᾶμε τώρα.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Μοναχῆς Πορφυρίας (Σπυριδούλας Μόσχου), “Μαθητεία στὸν Ἅγιο Πορφύριο”, ἔκδοση “Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος”, Μήλεσι
Συντάκτης














