Ἔλεγε ὁ πατέρας Γεράσιμος πὼς κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς Προσκομιδῆς πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ἐρχόταν σὲ ἔκσταση καὶ Πνευματικῷ τῷ τρόπῳ ὁ ἴδιος ἔφτανε ἕως τὸ «χεῖλος τοῦ τείχους» τοῦ Ἅδη. Ἔλεγε ὁ παππούλης ὅτι ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ἕναν τεράστιο τοῖχο μιᾶς ὑπέρ-γιγάντιας μάνδρας, ὅπου ἐκεῖ μεταφερόταν ὁ ἴδιος Ἁγιοπνευματικά, προκειμένου ὁ ἴδιος νὰ ἀκούσει καὶ νὰ μνημονεύσει χιλιάδες ὀνόματα ψυχῶν ποὺ ζοῦσαν μέσα στὸν κολασμένο Ἅδη.
Ὁ πατέρας Γεράσιμος διηγιόταν πὼς οἱ ψυχὲς ποὺ ἐμφανιζόταν ἀπὸ μόνες τους μέσα στὸ σκοτάδι δὲν ἔλεγαν ἔτσι ἁπλᾶ τὸ μικρό τους βαπτιστικὸ ὄνομα, ἀλλὰ ὅτι αὐτὲς οἱ ψυχὲς κυριολεκτικὰ οὔρλιαζαν τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγαν στὸν πατέρα Γεράσιμο ἡ καθεμία τὸ ὄνομά τους.
Αὐτὲς οἱ ξεχασμένες ψυχὲς προκαλοῦσαν στὸν παππούλη πολὺ μεγάλη ὀδύνη, ἀτέρμονα δάκρυα καὶ συμπονετικὴ ἀγωνία, λέγοντάς του γιὰ παράδειγμα:
Πάτεεερ… μὲ λένε Αἰκατερίνη!
Εἶμαι 300 χρόνια ἀμνημόνευτη!
Μὴ μὲ ξεχνᾶς!
Κάνε λίγο ἔλεος καὶ γιὰ μένα παππούλη μου!
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμφανίζονταν καὶ δίνονταν ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀμνημόνευτες ψυχὲς τὰ μικρὰ ὀνόματά τους στὸν πατέρα Γεράσιμο, κατὰ χιλιάδες σὲ ἀριθμὸ καὶ κατὰ τὴν ἑκάστοτε τέλεση τῆς ἱερᾶς Προσκομιδῆς ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Ἡ πατρικὴ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση τοῦ παππούλη τὴν κάθε φορὰ ποὺ ἐμφανιζόταν οἱ ψυχὲς σὲ αὐτὸν ἦταν ἀπερίγραπτη, διότι, κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἁγίας Πρόθεσης, ὁ ἴδιος «μετάγγιζε» τὴ γεύση τοῦ παραδείσου στὶς ἀμνημόνευτες καὶ πεινασμένες ψυχές, τὶς ὁποῖες την κάθε φορὰ ἐπέτρεπε ὁ Κύριος νὰ αὐτό-παρουσιασθοῦν ἀπὸ μόνες τους μπροστὰ στὸν παππούλη.
Ἔλεγε, λόγου χάρη, μιὰ ἄλλη ψυχὴ ποὺ καὶ αὐτὴ αὐτό-ἐμφανιζόταν μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἡ ἴδια βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὸ γιγάντιο καὶ τρομακτικὸ «τεῖχος» τοῦ Ἅδη:
Παππούλη, ἔχω 1200 χρόνια νηστικός, μὲ λένε Δημήτριο, δεῖξε καὶ σὲ ἐμένα ἔλεος!
Ἤ, ἀκόμη: Πάτερ, δὲν μοῦ ἔχει δώσει κανένας λίγο ἔστω φαγητὸ γιὰ πάνω ἀπὸ 700 χρόνια τώρα, μὲ λένε Ἰωάννη, κάνε πατρικὴ ἀγάπη καὶ γιὰ ἐμένα! Κλπ.
Τὸ πλέον συγκλονιστικὸ καὶ ἄκρως χαροποιὸ γεγονὸς ἦταν τὸ ἀκόλουθο σὲ σχέση μὲ τὶς αὐτό-παρουσιαζόμενες στὸν παππούλη καὶ ἕως τώρα κολασμένες ψυχές.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἢ καὶ κάποια χρόνια ἴσως, ἐμφανιζόταν κάποιες ψυχὲς μέσα στὸ Ἱερό, στὴ δεξιὰ πλευρὰ καὶ ἀφοῦ ἔβαζαν πρῶτα ὅλες τους στρωτὴ μετάνοια, ἔλεγαν στὴ συνέχεια στὸν πατέρα Γεράσιμο:
Παππούλη, εἶμαι ἡ Αἰκατερίνη, ποὺ γιὰ 300 χρόνια δὲν εἶχα μνημονευθεῖ, σὲ εὐχαριστῶ πάτερ μου καὶ μετὰ ἡ ψυχὴ ἐξαφανιζόταν μέσα στὸ φῶς!
Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Δημήτριος, ὁ Ἰωάννης, κλπ!
Κάποτε ρώτησα τὸν πατέρα Γεράσιμο: Παππούλη, σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς ἔκστασης, πόσες ψυχὲς μποροῦσες καὶ ἔβλεπες μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου σὲ κάθε ἀκολουθία τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς ποὺ ἐσὺ τελοῦσες;
Καὶ ὁ ἴδιος ἀπάντησε: Μπορεῖ οἱ «ἐπισκέψεις» τῶν ἀμνημόνευτων ψυχῶν νὰ ἔφταναν μέχρι καὶ 7.000 μὲ 8.000 ψυχές την κάθε φορά! Ναί, σωστὰ ἄκουσες!
Καὶ ὅλες αὐτὲς ἡ κατὰ Θεία παραχώρηση «ἐπισκέψεις», παιδί μου, γινόταν μέσα σὲ χρόνο δυὸ μὲ τριῶν μόνον λεπτῶν, κατὰ τὸν δικό μας ἀνθρώπινο ἢ κοσμικὸ χρόνο!
Δὲν ὑπάρχει χῶρος καὶ χρόνος γιὰ τὸν Κύριο στὸ πνευματικὸ Τοῦ στερέωμα. Καὶ τὸ ἀσύλληπτο γεγονὸς γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, παιδί μου, ἦταν ὅτι πάντα θυμόμουνα ἀπ’ ἔξω, ἕνα-ἕνα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ χιλιάδες ὀνόματα ποὺ μνημόνευα! Κύριος οἶδε!
Αὐτὴ ἦταν ἡ σωστικὴ ἐλεημοσύνη γιὰ τὸν πατέρα Γεράσιμο, σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο σχέδιο τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς διηγήσεις, πίεζα ἀφόρητα κάποιες φορές τον παππούλη γιὰ νὰ πεῖ ἀκόμα περισσότερες καὶ σχετικὲς πληροφορίες.
Μέχρι ποὺ κάποια στιγμὴ ἐξομολογήθηκε ὁ ἴδιος τὸ ἀκόλουθο: Τὴν κάθε φορὰ ποὺ ἀποκάλυπτε ἕνα Ἄνωθεν θαυμαστὸ γεγονός, ἐπέτρεπε στὴ συνέχεια ὁ Κύριος νὰ πειραχθεῖ πολὺ σκληρὰ ὁ παππούλης ἀπὸ τὸν πειρασμό. Εὐλογημένε, ἔλεγε, λυπήσου με, ὄχι ἄλλο ξύλο!
Πηγή: «Ἀσκήτριες στὰ ὑπόγεια τῆς Ἀθήνας», Ἠλίας Δ. Καλλιώρας, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, Ἀθήνα 2025, σελ.35-37
Συντάκτης














